Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Μουνυχία, η ακρόπολις του Πειραιώς και των Αθηνών!





Η Μουνυχία [ή Μουνυχίη ή Μωνυχία ή (το) Μουνύχιον] είναι ο υψηλότερος λόφος (86,59 μ.) του Πειραιώς. Επήρε το όνομά της, από τον ήρωα Μούνυχο[1] (του Παντακλέους ή Παντευκλέους), που πρώτος κατέλαβε το ύψωμα, και ίδρυσε επ’ αυτού ιερόν της Μουνυχίας Αρτέμιδος. Αυτός ήταν αρχηγός των Μινυών, που εκδιώχθησαν από τον Μινύειο Ορχομενό Βοιωτίας, από τους Θράκες.[2] Κατ’ άλλους όμως, ήταν αυτόχθων βασιλεύς, που εκχώρησε την Μουνυχία στους Μινύες. Στον Πειραιά είχε ιδιαίτερο τέμενος ή ναό. Τέλος, ίσως ο βράχος να επήρε το όνομά του επειδή γυμνός καθώς φάνταζε τότε, έμοιαζε με μονό νύχι (οπλή) αλόγου…

Ο Πειραιώτης που κατοικούσε εδώ ελέγετο Μουνύχιος και η Πειραιώτισσα Μουνυχιάς.

Από την αρχαιότητα αυτός ο βράχινος λόφος είχε εκτιμηθεί, και σε συνδυασμό με την καλή ακτή του, αντιλήφθηκαν ότι μπορεί να προσφέρει καλή οχύρωση και άμυνα. Και πράγματι, ο λόφος χρησιμοποιήθηκε για οχύρωση της νήσου του Πειραιώς[3], και έγινε η ακρόπολίς του. Πάνω σε αυτόν ιδρύθη ο πρώτος οργανωμένος οικισμός της περιοχής, από τους Μινύες.[4] Αλλά ήταν και ένα είδος ασύλου: Εδώ κατέφευγαν οι αρνούμενοι να δεχθούν το αξίωμα του τριηράρχου[5], όσοι αισθάνονταν αδικημένοι, και οι διωκόμενοι για εγκλήματα![6]

Η Μουνυχία καταλάμβανε την έκταση από το (νυν) Πασσαλιμάνι έως και την Καστέλλα[7] εκεί που ταπεινούται προς Φάληρο. Η Μουνυχία, η Ζεία (Ζέα-Πασαλιμάνι) και ο Κάνθαρος ήταν τα τρία λιμάνια του Πειραιώς.[8]

Η Μουνυχία είχε πολλούς ναούς και βωμούς. Περιφημότεροι: Της Αρτέμιδος[9] και της Σωτείρας Ελλιμενίας Αρτέμιδος, του Απόλλωνος, του Ασκληπιού, του Διονύσου, της Βένδιδος, της Μεγάλης Μητέρας Θεάς, της Κυβέλης[10], κ.ά. Οι συλλατρείες Διονύσου-Βένδιδος-Κυβέλης αποδεικνύουν την ύπαρξη παλαιοτάτου θρακο-μακεδονικού στοιχείου στον Πειραιά.

Η Άρτεμις πανηγυριζόταν τον μήνα Μουνυχιώνα, όταν τελούνταν και τα Μουνύχια (την 16ηΜουνυχιώνος, δηλ. αντίστοιχα με το σημερινό διάστημα Μαρτίου-Απριλίου)[11]. Ήταν ο 10ος μήνας του αθηναϊκού ημερολογίου. 

Κι αυτό, γιατί, έλεγαν πως η θεά Άρτεμις εμφανίσθηκε απ’ εδώ, απ’ τον ναό της, ως λαμπρά πανσέληνος, κι εφώτισε τους Αθηναίους στην Ναυμαχία της Σαλαμίνος! Κατά την ημέρα της εορτής της, προσέφεραν στην θεά τυρόπλαστους παλκούντες[12] «αμφιφώντων» (επειδή η εορτή ήταν ανάμεσα σε δυο φώτα: Την ανατολή του Ηλίου και την δύση της Σελήνης). Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο ναός της Αρτέμιδος ήταν στην κορυφή του (νυν) Προφήτ’ Ηλία, για να υπάρχει ορατότης προς την Σαλαμίνα, και να βλέπονται δυο «φώτα» (ανατολή και δύση). Η λατρεία της κόρης της Λητούς στην Μουνυχία Πειραιώς ήταν απ’ τις κορυφαίες και επιφανέστερες στην αρχαία Ελλάδα![13]

Στο ιερό της Μουνυχίας (όπως και της Βραυρώνος) διέτριβαν ιερές άρκτοι. Κάποτε, που φονεύθηκε μια τέτοια, έπεσε λιμός στην Αθήνα! Ο χρησμός είπε πως για να σωθεί η μιαρή πόλις πρέπει να θυσιασθεί στον βωμό της Μουνυχίας Αρτέμιδος η θυγατέρα κάποιου πολίτη. Τότε εμφανίσθηκε οΠειραιώτης Έμβαρος (ή Βάρος) και είπε πως δέχεται να θυσιάσει την κόρη του, αρκεί να έμενε στην οικογένειά του το ιερατικόν αξίωμα! Αλλά αντί της κόρης, προσεκόμισε στον βωμό αίγα ντυμένη γυναικεία, ή, κατ’ άλλην εκδοχή, προσέφερε όντως την κόρη του, κερδίζοντας για τα τέκνα της την ιερατεία. Έτσι έμεινε παροιμιώδης φράσις στα χείλη των Ελλήνων το «Έμβαρος ειμί» ή «Έμβαρος ει», για κάθε πανούργο, παραπαίοντα και ανόητο άνδρα…

Από το 1855 είχε αναφερθεί εδώ πάνω «επίπεδον ύψωμα περίεργον δια τους παρατεταγμένους εκεί κατὰ γραμμὴν λίθους». Το σημείο παρατήρησε ο Γάλλος συνταγματάρχης, διευθυντὴς του εν Πειραιεί στρατιωτικού αποσπάσματος, και διέταξε ανασκαφή. Άλλωστε τέτοιες οδηγίες είχαν από τις χώρες τους: Όπου βρίσκουν αρχαία να σκάβουν, να τα κλέβουν και να τα στέλνουν στις χώρες τους, να γεμίζουν τα μουσεία τους... Αμέσως ευρέθη μια μαρμάρινη πλάκα, που:
·         Επιβεβαίωνε την ύπαρξη του ναού της Αρτέμιδος, όπου διατηρείτο Μητρώον,
·         Την εορτή αυτής κατά τον μήνα Μουνυχιώνα.
·         Αναφέρεται ο θεσμός του ιεροταμία[14]. Αναφέρεται το όνομα του Ερμογένους Παιονίδη, που δεν ήταν ετήσιος.
·         Υπήρχε ο θεσμός των Οργεώνων ή Γεννητών. Αυτοί που λατρεύουν κάτι κοινό, δηλ. θιασώτες, των οποίων ο κύριος σκοπὸς ήταν η ἐπιμέλεια και λατρεία κοινών ιερών.[15


Η επιγραφή, γραμμένη στην καθομιλουμένη (δημοτική) και όχι σε λόγια γλώσσα, χρονολογήθηκε λίγο προ των ρωμαϊκών χρόνων, και αυτό έχει την αξία του, για να μάθουμε την ζωή του Πειραιώς, λίγο προ την ολοσχερή καταστροφή του από τον Σύλλα. Το κείμενο της επιγραφής, διέσωσε και διάβασε ο τότε φοιτητής της Φιλολογικής Σχολής, Α. Ι. Αντωνιάδης και το δημοσίευσε. Η «ανασκαφὴ» εξακολούθησε. Η επιγραφή κατετέθη στην… οικία του Γάλλου συνταγματάρχου! Ευρέθησαν και δύο ωραίες προτομές (bustes), επί μιας των οποίων ευρίσκεται και επιγραφή![16]

Στον λόφο της Καστέλλας (ή «του Προφήτ’ Ηλία») θα πρέπει να υπήρχε και αρχαίος ναός, υπέρ του Απόλλωνος, πάλι όπου τώρα ο Ι.Ν. Προφήτ’ Ηλία.

Ο ναός της Βένδιδος (Βενδίδειον ιερόν)[17] ήταν κι αυτός όχι μακράν αυτού της Αρτέμιδος. Η Βένδις ήταν μια θρακική θεά, που αργότερα στην ενσωμάτωση έγινε επίθετο της Αρτέμιδος. Στις υπώρειες της Μουνυχίας είχαν βρεθεί, λαξευμένα στον βράχο, αρχαία οικήματα, τάφοι, και θέσεις, οι λεγόμενες «νύμφες».

Άλλες σημαντικές αρχαίες εορτές του Πειραιώς ήταν τα Βενδίδεια και τα  Περαία.

Το 1872 η Μουνυχία ήταν μια από τις τοποθεσίες που η ελληνική διπλωματία έφερνε τις ξένες διπλωματικές αποστολές, προς ξενάγηση και ευχαρίστηση, μετά την επίσκεψη στις αρχαιότητες της Ακροπόλεως και του Θησείου! Έτσι έκαναν ο βασιλεύς και η βασίλισσα, κατά την επίσκεψη του δουκός και της δουκίσσης του Μεκλεμβούργου «μεθ’ όλου του επιτελείου των».

 Μάλιστα «η Ακρόπολις, το Θησείον, η Μουνυχία ως και άλλοτε ήσαν κατάφωτα εκ βεγγαλικών φώτων»![18] Τι τους έδειχναν άρα γε; Το 1878 η τότε βασιλική οικογένεια, Γεωργίου Α΄ και Όλγας, είχε χρησιμοποιήσει τα 2 από τα 7 νεόδμητα αρχοντικά του Τσίλερ στην Καστέλλα για να κάνει εκεί τις θερινές της διακοπές! Αυτά τα πανέμορφα αρχοντικά, η παραμονή της βασιλικής οικογενείας, και τα θαλάσσια μπάνια (λουτρά) στο Πασαλιμάνι, έκαναν την περιοχή πρώτης τάξεως κοσμοπολίτικο θέρετρο…


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


[1] Επειδή το όνομα το πρωτοβρίσκουμε στους Κενταύρους, με τον Μούνυχο να είναι ένας από τους άτυχους Κενταύρους στον πόλεμο κατά των Λαπίθων, και από αυτήν την θεσσαλο-μινυακή μυθολογία επέρασε στα ονόματα των Μινυών, η γραφή με «υ» είναι ορθοτέρα και να σημαίνει τον έχοντα ένα νύχι (μόνυχο), παραπέμποντας στην οπλή των αλογοσώματων κενταύρων. Πάντως συναντάται και με «ι».
[2] Βλ. Διόδ., Ελλάν. Frgm., σχολ. Δημοσθ. 18.107b.
[3] Η πειραϊκή χερσόνησος διαχωρίσθηκε από την αττική γη με θαλάσσια ζώνη, κατά το τέλος της Τριτογενούς περιόδου. Στην Τεταρτογενή περίοδο οι προσχώσεις του Κηφισού ποταμού την μετέβαλαν σε ελώδη περιοχή που ονομάσθηκε Αλίπεδον ή Αλαί (τμήμα του νυν Νέου Φαλήρου). Ήταν λοιπόν νησί, γι’ αυτό και ονομάσθηκε Περαιεύς, εκ του ρ. «περαιόω» (= περαιώ, διαπορθμεύω > πέραμα) - Βλ. και Γ. Λεκάκη «Τελικά ο Στράβων είχε (πάλι) δίκιο για το αρχαίο νησί του Πειραιά: Η “Ατλαντίδα του Σαρωνικού”», στην εφημ. «Ελευθερία» Λονδίνου, 25.4.2013.
[4] Ο Πειραιεύς ιδρύεται αργότερα, κατά τον 5ο αι. π.Χ.
[5] Αυτοί έπρεπε με ίδια χρήματα να συντηρούν για έναν χρόνο μια τριήρη και το πλήρωμά της, ούτως ώστε να είναι πάντα ετοιμοπόλεμη και διαθέσιμη.
[6] Βλ. σχολ. Δημοσθ. 18.185. Αυτό ακριβώς, ότι η πειραϊκή χερσόνησος ήταν καταφύγιο κακοποιών έδωσε την όποια κακή φήμη στους Πειραιώτες, που φυσικά την έχουν όλοι οι κάτοικοι μεγάλων λιμανιών σε όλον τον κόσμο.
[7] Βλ. άρθρο Διον. Σουρμελή, γραφέν στις 9.3.1843, και δημοσιευθέν στην εφημ. «Αιών» (αρ. φ. 427, 24.3.1843), στο οποίο εσχολίαζε τα λάθη στην διατριβή του Κ. Ουλερίχου «Οι λιμένες και τα Μακρὰ τείχη των Αθηνών»
[8] Το αρχαίο λιμάνι του Πειραιώς ήταν μεγαλύτερο του σημερινού: Ξεκινούσε από το Φάληρο και περιέκλειε την (νυν) Ακτή Μιαούλη! - βλ. Κλεάνθη και Σάουμπερτ.
[9] Αντικείμενα σχετικά με την λατρεία της, από  το ιερό της Αρτέμιδος Μουνυχίας, μπορείτε να ιδείτε στο Αρχ. Μουσείο Πειραιώς. Και σε αυτόν τον ναό της Αρτέμιδος ευρέθη «κρατηρίσκος, που κοσμείται με μορφές νεαρών κοριτσιών, αντιπροσωπευτικό δείγμα των αγγείων της κλασικής εποχής, συνδεομένων με την λατρεία της θεάς Αρτέμιδος. Έχει καλυκωτό σώμα, υψηλό κωνικό πόδι και διπλές οριζόντιες λαβές. Σε κάθε πλευρά του σώματος, μεταξύ των λαβών, απεικονίζονται τρεις νεανίδες, που τρέχουν ή χορεύουν με ευρύ διασκελισμό. Το σώμα τους αποδίδεται με υπόλευκη βαφή, ενώ το κεφάλι με σκούρα καστανή. Επάνω από την μία σωζόμενη λαβή εικονίζεται ορθογώνιος βωμός με φλόγα, που επιστέφεται από υπόλευκες έλικες. Η εσωτερική επιφάνεια του αγγείου και το πόδι κοσμούνται από σύστημα παράλληλων σκουροκάστανων ταινιών. Αγγεία αυτού του είδους έχουν ευρεθεί σε διάφορα ιερά της Αρτέμιδος και πλην της Μουνυχίας, και στης Ταυροπόλου, Αυλιδίας, Αριστοβούλης στην Αγορά, Βραυρώνιο Ακρόπολης, Σπήλαιο Πανός και Νυμφών. Οι απεικονιζόμενες νεανίδες έχουν ερμηνευθεί ως άρκτοι, τα κορίτσια που αφιερώνονταν στη θεά. Λόγω της ύπαρξης ιχνών καύσης σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν ερμηνευθεί ως θυμιατήρια, δεν αποκλείεται, όμως, να χρησιμοποιούνταν και για την προσφορά σπονδών» (ΠΗΓΗ: Υπ. Πολ.).
[10] Λατρευτικό άγαλμα της Κυβέλης ευρέθη στο (νυν) Μοσχάτο. Μπορείτε να το δείτε στο Αρχ. Μουσείο Πειραιώς.

[11] Τι εξαιρετική σύμπτωση: Και σήμερα, το μεγαλύτερο πανηγύρι της περιοχής, γίνεται την 25η Μαρτίου, όταν εορτάζει η εκκλησιά της Ευαγγελίστριας!
[12] Σήμερα τα λέμε «τσιζ-κέικ».
[13] Μαζί με την λατρεία της θεάς στην Βραυρώνα, τις Φέρραις Θεσσαλίας, την Σπάρτη, κ.α. – βλ. και Μύλλερ (Dor. I, σελ. 372-385-391), Ν. Γ. Πολίτη στην εφημ «Αιών», αρ. φ. 4134, 9.4.1883, και Γ. Λεκάκη «Τα 300 επίθετα της Αρτέμιδος και τι μας μαρτυρούν για την θεά!».
[14] «Όπως και εν Αθήναις τα μεγάλα ιερά είχαν ιδιαιτέρους ταμίες. Οταν καθιερώθη ο Παρθενών, διωρίσθη ταμίας των ιερών χρημάτων της Αθηνάς, και άλλοι 9 για τα άλλα ιερά ομού. Ετήσιοι, κληρούμενοι εκ των πλουσιωτάτων, δηλ. των πεντακοσιομεδίμνων, εισπράττοντες και διατηρούντες τα στους θεοὺς ανήκοντα χρήματα εξ αφιερωμάτων, λαφύρων κλπ. και ιδίως εκ των δημευομένων, οι μεν της Αθηνάς την δεκάτην, οι δε των άλλων θεών την πεντηκοστήν. Και έχοντες εξουσίαν όταν περὶ δημεύσεως απόφασις τους φαινόταν άδικος να την αναιρούν»! Είναι συγκλονιστικό να καταλάβουμε, πως η δικαιοσύνη στην αρχαία Αθήνα, τουλάχιστον, ήταν ανεξάρτητη. Κάθε ιεροταμίας μπορούσε, λοιπόν, να παραβλέψει ή να ακυρώσει μια απόφαση δικαστηρίου! – βλ. Α. Ι. Αντωνιάδης στην εφημ. «Αθηνά» (26.9.1855), Μέγα Ετυμ.
[15] Αυτοί δεν είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους, αλλά μόνο κοινή λατρευτική. («Ουδὲ απὸ του αυτού αίματος, αλλ’ ετέραν τινὰ κοινωνίαν έχοντες συγγενικών οργίων ή θεών, αφ’ ων ὀργεῶνες οἱ κατὰ δήμους ἐν τακταῖς ἡμέραις θύοντες θυσίας τινάς», Μ. Ἐτυμ.
[16] Βλ. εφημ. «Αθηνά», αρ. φύλ. 2318, 26.9.1855.
[17] Βλ. Ξεν. «Ελλ.» 2.4.11.
[18] Βλ. εφημ. «Εθνοφύλαξ», αρ. φυλ. 2435, 28.3.1872.







Το Ποριώτικο νερό του Πειραιά





Του Στέφανου Μίλεση

Μέσα από τις πολύτιμες αναφορές του Κ. Φαλτάϊτς έχουν διασωθεί στοιχεία για το περίφημο Ποριώτικο νερό που κάποτε τροφοδοτούσε τον Πειραιά και ήταν ανάρπαστο για την ποιότητά του και τις ευεργετικές του ιδιότητες.
Ο Πειραιάς λοιπόν προμηθευόταν νερό από την πηγή της «Ψίφτης» που βρισκόταν ακριβώς έναντι του Πόρου στο «Φανάρι». Το νερό προερχόταν από μια πηγή που ανήκε στον Α. Ανδρεάδη ο οποίος με την σειρά του την είχε νοικιάσει σε έναν επιχειρηματία τον»Παππά» ο οποίος φρόντιζε με δικά του υδροφόρα ατμόπλοια να το μεταφέρει στον Πειραιά. Γιαυτό ακριβώς τον λόγο και το νερό του Πόρου που έπιναν για χρόνια οι Πειραιώτες ήταν γνωστό και ως «νερό του Παππά».
Τα πλοία του Παππά ξεφόρτωναν στην συνέχεια το νερό σε μεγάλες αποθήκες στην Ακτή Ξαβερίου, από τις οποίες προμηθεύονταν με την σειρά τους οι υδροδιανομείς με τα κάρα τους. Αυτοί με την σειρά τους κατέβαλαν ιδιαίτερη προσπάθεια να ανέβουν στις ανηφοριές της Πειραϊκής Χερσονήσου πριν ακόμη ονομασθούν Καλλίπολη και Χατζηκυριάκειο. Αγκομαχώντας τα μουλάρια και τα άλογα έσερναν το βαρύ φορτίο τους στους ταλαιπωρημένους από την χρήση χωματόδρομους. Γυναίκες με στάμνες και ότι άλλο μέσο αποθήκευσης νερού διέθετε η καθεμία το προμηθεύονταν αδιαμαρτύρητα καθώς το νερό που έδιναν τα πηγάδια του Πειραιά ή η δημόσιες βρύσες δεν ήταν και το καλύτερο.
Αυτό βέβαια σταμάτησε όταν η ύδρευση του Πειραιά, ανατέθηκε στην ΟΥΛΕΝ η οποία λέγεται πως φρόντισε να αποζημιώσει ακόμα και εκείνους που είχαν υδροφόρα κάρα και διένειμαν το Ποριώτικο νερό σε όλες τις γειτονιές του Πειραιά. Και από την άλλη το νερό της πηγής του Ανδρεάδη με την σειρά του δεν πήγαινε χαμένο καθώς δημιουργήθηκε ένα τεράστιο λεμονοπερίβολο που ποτιζόταν με αυτό το περίφημο νερό. Για εκείνη την έκταση μάλιστα κάποτε έλεγαν πως ήταν την δεκαετία του ’30 το μεγαλύτερο λεμονοπερίβολο που υπήρχε. Και ο ναύσταθμος στην θέση Αράπη στην Σαλαμίνα προμηθευόταν επίσης με το περίφημο νερό του Πόρου, αν και αυτό ήταν από διαφορετική πηγή από εκείνη του Πειραιά. Συγκεκριμένα προερχόταν από μια πηγή που ήταν γνωστή ως «Πηγή του Τομπάζη» που βρισκόταν στον Γαλατά. Μέχρι που και ο ναύσταθμος με την σειρά του απέκτησε δική του ύδρευση μέσω Σκαραμαγκά και έτσι έπαψε κι αυτός να προμηθεύεται με το νερό του Πόρου. Όμως ούτε ο Πειραιάς, ούτε ο ναύσταθμος ούτε ακόμα και ο ίδιος ο Πόρος θα απολάμβαναν από αυτό το νερό καθώς αγνοούσαν την ύπαρξή του, αν δεν μεσολαβούσε ένας παλιός Δήμαρχος του Πόρου ο Σπυρίδωνας Καραμάνος που αποφάσισε για την μεταφορά του. Μέχρι τότε οι Ποριώτες ήταν υποχρεωμένοι να έχουν στέρνες ή να φέρνουν νερό από αλλού. Συγκεκριμένα ακριβώς απέναντι από το νησί, στα υψώματα που λέγονται Μπέλεσι υπήρχε άφθονο νερό που έτρεχε μέχρι και τον Γαλατά. Ο Καραμάνος πρότεινε να το περάσει μέσα από την θάλασσα με μολυβένιους σωλήνες. Και το έργο πραγματοποιήθηκε με τα μέσα που υπήρχαν τότε πολύ πετυχημένα. Οι σωλήνες φορτώνονταν σε μια σχεδία κατά τεμάχια, δένονταν με σχοινιά και αφού τις συγκολλούσαν μεταξύ τους μέχρι κάποιο μήκος, τις κατέβαζαν με τα σχοινιά να βυθιστούν στην θάλασσα μέχρι να πιάσουν τέρμα. Έτσι το 1881 πέρασε το νερό με αυτό το υποθαλάσσιο δίκτυο μεταφοράς από την πλευρά της Πελοποννήσου στον Πόρο. Μάλιστα οι Ποριώτες τότε για να τιμήσουν τον Δήμαρχό τους έδωσαν σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους το όνομά του.














ΑΚΤΗ ΞΑΒΕΡΙΟΥ - ΚΑΡΒΟΥΝΙΑΡΙΚΑ






Τον τελευταίο καιρό έψαχνα μετά μανίας να βρώ την προέλευση του ονόματος της Ακτής Ξαβερίου. Αφενός γιατί μένω κοντά σε αυτή την ακτή, αφετέρου διότι οι πληροφορίες που είχα περί αυτής δεν με έπειθαν πραγματικά περί της ορθής προέλευσης της ονομασίας.

Οι πληροφορίες (κυρίως προφορικές) που υπήρχαν για χρόνια από παλαιότερους ερευνητές ή απλά μεγαλύτερους σε ηλικία πειραιώτες μιλούσαν για μια ταβέρνα ενός ιταλού με όνομα Ξαβέριο Στέλλα που υπήρχε στην περιοχή και που εξ΄ αιτίας της έλαβε το όνομα όλη η περιοχή.  Μάλιστα η εκδοχή αυτή κυκλοφορούσε ευρέως σε όλο το διαδίκτυο αλλά και σε σχετικά βιβλία εξειδικευμένα στα περί ονομασίας οδών, πλατειών, ακτών κ.λ.π.










Η έρευνα ξεκινά:

Επειδή δεν έβρισκα στα αρχεία εφημερίδων τίποτα που να με διαφωτίζει, ούτε σε κάποιο από τα βιβλία στα οποία έχω πρόσβαση και λαμβάνω συνήθως πληροφορίες, αναγκάστηκα να ξεκινήσω κάπως περίεργα την έρευνα ψάχνοντας να βρώ το μνήμα του πρώτου εποικιστή και το οποίο τελικώς βρήκα. Με έκπληξη όμως διαπίστωσα ότι δεν επρόκειτο περί ενός απλού μνήματος αλλά περί οικογενειακού. Σεβόμενος λοιπόν τους απογόνους της οικογενείας (τα ονόματα των οποίων επίσης αναγράφονται επ΄ αυτού) δείχνω μόνο την κορυφή του μνήματος.


 Από εφημερίδες εποχής μέχρι η μόνη αναφορά που υπήρχε για την περιοχή ήταν για ναυπηγεία και ταρσανάδες. Μάλιστα επειδή στην περιοχή υπήρχαν τόσα πολλά σκάφη στην θάλασσα που περίμεναν να μπουν σε ταρσανάδες προς επισκευή, αναγκάστηκε η αρχή του λιμένα να εκδόσει και διαταγή έξωσης όλων των ναυπηγικών μονάδων σε αυτή την πλευρά του λιμανιού προκειμένου να αποσυμφορήσει το λιμάνι του πειραιά το οποίο έφτασε να έχει κυκλοφοριακό πρόβλημα. Η μόνη αναφορά για ταβέρνα στην περιοχή είναι αυτή:




Ένας πνιγμός 14χρονου στην περιοχή στις αρχές του 20ου αιώνα γίνεται αιτία αναφοράς ενός οινομαγειρείου "Μουστάκα" στην περιοχή που ήδη όμως αναφέρεται ως ακτήν Ξαβερίου.  Επίσης ακόμα παλαιότερα δημοσιεύματα (του 1880) ονομάζουν ήδη την περιοχή ως Ξαβερίου. Πλήθος δημοσιευμάτων του 1895 χρησιμοποιεί την έκφραση "αν θες να φτιάξεις το πέραμα πήγαινε στου Ξαβέριου".  Πέραμα είναι είδος ξύλινου σκαριού. Το πήγαινε "στου Ξαβέριου" ή "έξω από του Ξαβέριου" όπως είναι διατυπωμένη η έκφραση σαφώς δεν εννοεί "στην ακτήν Ξαβερίου" αλλά κάποιο σημείο γνωστό ως του Ξαβέριου. Και επειδή η περιοχή έχει μόνο ταρσανάδες τι άλλο να υποθέσουμε ότι μιλάμε για τον "ταρσανά του Ξαβέριου".

Ώσπου ξαφνικά η κυρία Έλενα Βλάχου-Overholser, στέλνει ένα mail στο περιοδικό Athens Voice στον Δημοσιογράφο Δημήτρη Φύσσα και αναφέρει τα εξής καταπληκτικά πράγματα:

" Ο Ξαβέριος Στέλλας ήταν Ιταλός (Saverio Stella). Γεννήθηκε στο Trani της Απουλίας (καμιά 50αριά χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Bari) το 1836 και σε ηλικία 20-22 ετών εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου και ανέπτυξε δραστηριότητα ως προμηθευτής πλοίων. Το οικόπεδο στο οποίο έχτισε το σπίτι του συνόρευε αργότερα με την βιομηχανία κονιάκ του Καμπά και με ένα οικόπεδο ιδιοκτησίας του εφοπλιστή Λαιμού, κοντά στο Βασιλικό Περίπτερο. Το κάτω μέρος των σπιτιών της οικογενείας (το δεύτερο σπίτι το έχτισε ο μεγαλύτερο γιός του ο Nicola Stella) είχε μαγαζιά. Ένα από αυτά ήταν όντως ταβέρνα, την οποία διαχειριζόταν στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα ο Στέλιος Σαριδάκης. Υπάρχουν ακόμα κάποιοι απόγονοι του Ξαβέριου Στέλλα στην Ελλάδα, ένας από τους οποίους είμαι και εγώ. Φιλικά Έλενα Βλάχου-Overholser".

Επειδή η ζωή πολλές φορές ξεπερνά την φαντασία. Η ταβέρνα δημιουργήθηκε από τον γιό του Ξαβέριου τον Νικόλαο Στέλλα. Όμως η περιοχή προϋπήρχε ως Ξαβέριου από τον πατέρα του και την παράκτια δραστηριότητα που είχε ανέπτυξε στην περιοχή.


ΚΑΡΒΟΥΝΙΑΡΙΚΑ

Τα λεγόμενα «Καρβουνιάρικα» αποτελούν παλαιότερη δημώδη ονομασία του χερσαίου νοτίου τμήματος του λιμένα Πειραιώς και συγκεκριμένα της ακτής από τον Ναό του Αγίου Νικολάου όπου το Τελωνείο μέχρι και του άλλοτε Βασιλικού Περιπτέρου, το γνωστό ως "Παλατάκι" στον προλιμένα, δεξιά του εισπλέοντος.
Βέβαια από τα Καρβουνιάρικα μέχρι το Παλατάκι μεσολαβούσε το κομμάτι εκείνο της ακτής που είχε λάβει το όνομα "Ξαβέρι" ή "Ξαβέρη", η σημερινή ακτή Ξαβερίου. Στην αρχαιότητα το νότιο τμήμα του κυρίως σημερινού λιμένα Πειραιώς λεγόταν Κάνθαρος ("λιμήν Κανθάρου"), έναντι του βορείου τμήματος, που λεγόταν « «λιμήν των Αλών».
Η ονομασία «καρβουνιάρικα» ήταν αυθαίρετη και επικράτησε επειδή στην ακτή αυτή γίνονταν οι φορτοεκφορτώσεις των γαιανθράκων, (κάρβουνου), καθώς και η προσέγγιση των πλοίων για ανθράκευση. Την αυτή ονομασία έφερε και η υπερκείμενη της ακτής αυτής συνοικία που γειτνίαζε νότια με το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο, και βορειοανατολικά με την συνοικία Υδραίικα (του Πειραιά).
Μετά το άδοξο τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας, στη περιοχή των καρβουνιάρικων εγκαταστάθηκε πλήθος προσφύγων που διέμεναν σε ξύλινα παραπήγματα που διατηρήθηκαν μέχρι το 1968 τα οποία και απομάκρυνε ο τότε δήμαρχος του ΠειραιάΑριστείδης Σκυλίτσης, όπου και διανοίχτηκε η εκεί παραλιακή λεωφόρος
Πάντως ακόμη και στις ημέρες μας, σε μια περιορισμένη έκταση κάτω από την γέφυρα της ακτής Ξαβερίου προς Ακτή Μιαούλη, υφίστανται μερικά απομεινάρια εκείνων των παραπηγμάτων που ονομάζονταν κάποτε το "Χωριό του Ξαβέρη" ή το "Χωριό των Καρβουνιάρικων". Σημειώνεται όμως ότι από της εγκατάστασης εκεί των προσφύγων και καθ΄ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμουη φθίνουσα πλέον διακίνηση ανθράκων, (φορτοεκφόρτωση κάρβουνου), λόγω της ανάπτυξης των πετρελαιομηχανών, γίνονταν στη βόρεια ακτή του λιμένα, αμέσως μετά τα λεγόμενα λεμονάδικα, δηλαδή στην ακτή από του σταθμού του Ηλεκτρικού μέχρι σχεδόν τον Ναό του Αγίου Διονυσίου.
Χαρακτηριστικό κτίρια στα Καρβουνιάρικα του Πειραιά υπήρξε το μεγάλο μηχανουργείο του Πότου, το οποίο απαλλοτριώθηκε από τον ΟΛΠ καθώς και το κτίριο των Γενικών Αποθηκών. Η γνωστή σκάλα του Μανίνα, περίπου στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το εκθεσιακό κέντρο του ΟΛΠ, υπήρξε ένα από τα κεντρικότερα σημεία αναφοράς των Καρβουνιάρικων.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε άρχισε η αναμόρφωση και ανάπτυξη του λιμένα Πειραιώς, η λεγόμενη πλέον «καρβουνόσκαλα» μεταφέρθηκε στον λιμένα Κερατσινίου, έναντι της Ιχθυόσκαλας και του νέου Ικονίου, όπου και εγκαταστάθηκε μεγάλη γερανογέφυρα φορτοεκφόρτωσης γαιανθράκων. Τα έργα της αναμόρφωσης του κεντρικού λιμένος Πειραιά δεν μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη τη συνοικία των Καρβουνιάρικων. Τα νέα κρηπιδώματα που τοποθετήθηκαν καθ'όλο το μήκος της ακτής και η διαπλάτυνση / επέκταση του λιμένος σε αυτό το σημείο το έκαναν σήμερα αγνώριστο σε σχέση με το παρελθόν. Επίσης, η ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας και η ανάγκη εύρεσης χερσαίων παραλιμένιων χώρων προς οικοδόμηση έστρεψε πολλούς εργολάβους προς την σχετικά ανεκμετάλλευτη περιοχή των Καρβουνιάρικων επί της οποίας οικοδομήθηκαν μια σειρά από πολυώροφα μέγαρα όπου στεγάστηκαν κυρίως εταιρίες που σχετίζονταν με τη ναυτιλία, τράπεζες εγχώριες αλλά και ξένες και γραφεία ασφαλιστικών εταιριών. Εννοείται βέβαια πως η ανατίμηση των οικοπέδων της περιοχής υπήρξε απλά τρομακτική.
Σημείο αναφοράς στα "σύγχρονα" Καρβουνιάρικα του Πειραιά μετά την αναμόρφωση της ακτής είναι το (πρώην) Εκθεσιακό Κέντρο του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) του οποίου η πρώτη αρχική χρήση υπήρξε Σταθμός Επιβατών, το Μέγαρο του ΟΛΠ καθώς και ένας εναπομείναν παλαιός γερανός φόρτο-εκφόρτωσης.
ΠΗΓΕΣ
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8D%CE%BB%CE%B7:%CE%9A%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B1

PIREORAMA STEFANOS MILESIS