Η Μουνυχία [ή Μουνυχίη ή Μωνυχία ή (το) Μουνύχιον] είναι ο υψηλότερος λόφος (86,59 μ.) του Πειραιώς. Επήρε το όνομά της, από τον ήρωα Μούνυχο[1] (του Παντακλέους ή Παντευκλέους), που πρώτος κατέλαβε το ύψωμα, και ίδρυσε επ’ αυτού ιερόν της Μουνυχίας Αρτέμιδος. Αυτός ήταν αρχηγός των Μινυών, που εκδιώχθησαν από τον Μινύειο Ορχομενό Βοιωτίας, από τους Θράκες.[2] Κατ’ άλλους όμως, ήταν αυτόχθων βασιλεύς, που εκχώρησε την Μουνυχία στους Μινύες. Στον Πειραιά είχε ιδιαίτερο τέμενος ή ναό. Τέλος, ίσως ο βράχος να επήρε το όνομά του επειδή γυμνός καθώς φάνταζε τότε, έμοιαζε με μονό νύχι (οπλή) αλόγου…
Ο Πειραιώτης που κατοικούσε εδώ ελέγετο Μουνύχιος και η Πειραιώτισσα Μουνυχιάς.
Από την αρχαιότητα αυτός ο βράχινος λόφος είχε εκτιμηθεί, και σε συνδυασμό με την καλή ακτή του, αντιλήφθηκαν ότι μπορεί να προσφέρει καλή οχύρωση και άμυνα. Και πράγματι, ο λόφος χρησιμοποιήθηκε για οχύρωση της νήσου του Πειραιώς[3], και έγινε η ακρόπολίς του. Πάνω σε αυτόν ιδρύθη ο πρώτος οργανωμένος οικισμός της περιοχής, από τους Μινύες.[4] Αλλά ήταν και ένα είδος ασύλου: Εδώ κατέφευγαν οι αρνούμενοι να δεχθούν το αξίωμα του τριηράρχου[5], όσοι αισθάνονταν αδικημένοι, και οι διωκόμενοι για εγκλήματα![6]
Η Μουνυχία καταλάμβανε την έκταση από το (νυν) Πασσαλιμάνι έως και την Καστέλλα[7] εκεί που ταπεινούται προς Φάληρο. Η Μουνυχία, η Ζεία (Ζέα-Πασαλιμάνι) και ο Κάνθαρος ήταν τα τρία λιμάνια του Πειραιώς.[8]
Η Μουνυχία είχε πολλούς ναούς και βωμούς. Περιφημότεροι: Της Αρτέμιδος[9] και της Σωτείρας Ελλιμενίας Αρτέμιδος, του Απόλλωνος, του Ασκληπιού, του Διονύσου, της Βένδιδος, της Μεγάλης Μητέρας Θεάς, της Κυβέλης[10], κ.ά. Οι συλλατρείες Διονύσου-Βένδιδος-Κυβέλης αποδεικνύουν την ύπαρξη παλαιοτάτου θρακο-μακεδονικού στοιχείου στον Πειραιά.
Η Άρτεμις πανηγυριζόταν τον μήνα Μουνυχιώνα, όταν τελούνταν και τα Μουνύχια (την 16ηΜουνυχιώνος, δηλ. αντίστοιχα με το σημερινό διάστημα Μαρτίου-Απριλίου)[11]. Ήταν ο 10ος μήνας του αθηναϊκού ημερολογίου.
Κι αυτό, γιατί, έλεγαν πως η θεά Άρτεμις εμφανίσθηκε απ’ εδώ, απ’ τον ναό της, ως λαμπρά πανσέληνος, κι εφώτισε τους Αθηναίους στην Ναυμαχία της Σαλαμίνος! Κατά την ημέρα της εορτής της, προσέφεραν στην θεά τυρόπλαστους παλκούντες[12] «αμφιφώντων» (επειδή η εορτή ήταν ανάμεσα σε δυο φώτα: Την ανατολή του Ηλίου και την δύση της Σελήνης). Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο ναός της Αρτέμιδος ήταν στην κορυφή του (νυν) Προφήτ’ Ηλία, για να υπάρχει ορατότης προς την Σαλαμίνα, και να βλέπονται δυο «φώτα» (ανατολή και δύση). Η λατρεία της κόρης της Λητούς στην Μουνυχία Πειραιώς ήταν απ’ τις κορυφαίες και επιφανέστερες στην αρχαία Ελλάδα![13]
Στο ιερό της Μουνυχίας (όπως και της Βραυρώνος) διέτριβαν ιερές άρκτοι. Κάποτε, που φονεύθηκε μια τέτοια, έπεσε λιμός στην Αθήνα! Ο χρησμός είπε πως για να σωθεί η μιαρή πόλις πρέπει να θυσιασθεί στον βωμό της Μουνυχίας Αρτέμιδος η θυγατέρα κάποιου πολίτη. Τότε εμφανίσθηκε οΠειραιώτης Έμβαρος (ή Βάρος) και είπε πως δέχεται να θυσιάσει την κόρη του, αρκεί να έμενε στην οικογένειά του το ιερατικόν αξίωμα! Αλλά αντί της κόρης, προσεκόμισε στον βωμό αίγα ντυμένη γυναικεία, ή, κατ’ άλλην εκδοχή, προσέφερε όντως την κόρη του, κερδίζοντας για τα τέκνα της την ιερατεία. Έτσι έμεινε παροιμιώδης φράσις στα χείλη των Ελλήνων το «Έμβαρος ειμί» ή «Έμβαρος ει», για κάθε πανούργο, παραπαίοντα και ανόητο άνδρα…
Από το 1855 είχε αναφερθεί εδώ πάνω «επίπεδον ύψωμα περίεργον δια τους παρατεταγμένους εκεί κατὰ γραμμὴν λίθους». Το σημείο παρατήρησε ο Γάλλος συνταγματάρχης, διευθυντὴς του εν Πειραιεί στρατιωτικού αποσπάσματος, και διέταξε ανασκαφή. Άλλωστε τέτοιες οδηγίες είχαν από τις χώρες τους: Όπου βρίσκουν αρχαία να σκάβουν, να τα κλέβουν και να τα στέλνουν στις χώρες τους, να γεμίζουν τα μουσεία τους... Αμέσως ευρέθη μια μαρμάρινη πλάκα, που:
· Επιβεβαίωνε την ύπαρξη του ναού της Αρτέμιδος, όπου διατηρείτο Μητρώον,
· Την εορτή αυτής κατά τον μήνα Μουνυχιώνα.
· Αναφέρεται ο θεσμός του ιεροταμία[14]. Αναφέρεται το όνομα του Ερμογένους Παιονίδη, που δεν ήταν ετήσιος.
· Υπήρχε ο θεσμός των Οργεώνων ή Γεννητών. Αυτοί που λατρεύουν κάτι κοινό, δηλ. θιασώτες, των οποίων ο κύριος σκοπὸς ήταν η ἐπιμέλεια και λατρεία κοινών ιερών.[15
Η επιγραφή, γραμμένη στην καθομιλουμένη (δημοτική) και όχι σε λόγια γλώσσα, χρονολογήθηκε λίγο προ των ρωμαϊκών χρόνων, και αυτό έχει την αξία του, για να μάθουμε την ζωή του Πειραιώς, λίγο προ την ολοσχερή καταστροφή του από τον Σύλλα. Το κείμενο της επιγραφής, διέσωσε και διάβασε ο τότε φοιτητής της Φιλολογικής Σχολής, Α. Ι. Αντωνιάδης και το δημοσίευσε. Η «ανασκαφὴ» εξακολούθησε. Η επιγραφή κατετέθη στην… οικία του Γάλλου συνταγματάρχου! Ευρέθησαν και δύο ωραίες προτομές (bustes), επί μιας των οποίων ευρίσκεται και επιγραφή![16]
Στον λόφο της Καστέλλας (ή «του Προφήτ’ Ηλία») θα πρέπει να υπήρχε και αρχαίος ναός, υπέρ του Απόλλωνος, πάλι όπου τώρα ο Ι.Ν. Προφήτ’ Ηλία.
Ο ναός της Βένδιδος (Βενδίδειον ιερόν)[17] ήταν κι αυτός όχι μακράν αυτού της Αρτέμιδος. Η Βένδις ήταν μια θρακική θεά, που αργότερα στην ενσωμάτωση έγινε επίθετο της Αρτέμιδος. Στις υπώρειες της Μουνυχίας είχαν βρεθεί, λαξευμένα στον βράχο, αρχαία οικήματα, τάφοι, και θέσεις, οι λεγόμενες «νύμφες».
Άλλες σημαντικές αρχαίες εορτές του Πειραιώς ήταν τα Βενδίδεια και τα Περαία.
Το 1872 η Μουνυχία ήταν μια από τις τοποθεσίες που η ελληνική διπλωματία έφερνε τις ξένες διπλωματικές αποστολές, προς ξενάγηση και ευχαρίστηση, μετά την επίσκεψη στις αρχαιότητες της Ακροπόλεως και του Θησείου! Έτσι έκαναν ο βασιλεύς και η βασίλισσα, κατά την επίσκεψη του δουκός και της δουκίσσης του Μεκλεμβούργου «μεθ’ όλου του επιτελείου των».
Μάλιστα «η Ακρόπολις, το Θησείον, η Μουνυχία ως και άλλοτε ήσαν κατάφωτα εκ βεγγαλικών φώτων»![18] Τι τους έδειχναν άρα γε; Το 1878 η τότε βασιλική οικογένεια, Γεωργίου Α΄ και Όλγας, είχε χρησιμοποιήσει τα 2 από τα 7 νεόδμητα αρχοντικά του Τσίλερ στην Καστέλλα για να κάνει εκεί τις θερινές της διακοπές! Αυτά τα πανέμορφα αρχοντικά, η παραμονή της βασιλικής οικογενείας, και τα θαλάσσια μπάνια (λουτρά) στο Πασαλιμάνι, έκαναν την περιοχή πρώτης τάξεως κοσμοπολίτικο θέρετρο…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
[1] Επειδή το όνομα το πρωτοβρίσκουμε στους Κενταύρους, με τον Μούνυχο να είναι ένας από τους άτυχους Κενταύρους στον πόλεμο κατά των Λαπίθων, και από αυτήν την θεσσαλο-μινυακή μυθολογία επέρασε στα ονόματα των Μινυών, η γραφή με «υ» είναι ορθοτέρα και να σημαίνει τον έχοντα ένα νύχι (μόνυχο), παραπέμποντας στην οπλή των αλογοσώματων κενταύρων. Πάντως συναντάται και με «ι».
[3] Η πειραϊκή χερσόνησος διαχωρίσθηκε από την αττική γη με θαλάσσια ζώνη, κατά το τέλος της Τριτογενούς περιόδου. Στην Τεταρτογενή περίοδο οι προσχώσεις του Κηφισού ποταμού την μετέβαλαν σε ελώδη περιοχή που ονομάσθηκε Αλίπεδον ή Αλαί (τμήμα του νυν Νέου Φαλήρου). Ήταν λοιπόν νησί, γι’ αυτό και ονομάσθηκε Περαιεύς, εκ του ρ. «περαιόω» (= περαιώ, διαπορθμεύω > πέραμα) - Βλ. και Γ. Λεκάκη «Τελικά ο Στράβων είχε (πάλι) δίκιο για το αρχαίο νησί του Πειραιά: Η “Ατλαντίδα του Σαρωνικού”», στην εφημ. «Ελευθερία» Λονδίνου, 25.4.2013.
[4] Ο Πειραιεύς ιδρύεται αργότερα, κατά τον 5ο αι. π.Χ.
[5] Αυτοί έπρεπε με ίδια χρήματα να συντηρούν για έναν χρόνο μια τριήρη και το πλήρωμά της, ούτως ώστε να είναι πάντα ετοιμοπόλεμη και διαθέσιμη.
[6] Βλ. σχολ. Δημοσθ. 18.185. Αυτό ακριβώς, ότι η πειραϊκή χερσόνησος ήταν καταφύγιο κακοποιών έδωσε την όποια κακή φήμη στους Πειραιώτες, που φυσικά την έχουν όλοι οι κάτοικοι μεγάλων λιμανιών σε όλον τον κόσμο.
[7] Βλ. άρθρο Διον. Σουρμελή, γραφέν στις 9.3.1843, και δημοσιευθέν στην εφημ. «Αιών» (αρ. φ. 427, 24.3.1843), στο οποίο εσχολίαζε τα λάθη στην διατριβή του Κ. Ουλερίχου «Οι λιμένες και τα Μακρὰ τείχη των Αθηνών»
[8] Το αρχαίο λιμάνι του Πειραιώς ήταν μεγαλύτερο του σημερινού: Ξεκινούσε από το Φάληρο και περιέκλειε την (νυν) Ακτή Μιαούλη! - βλ. Κλεάνθη και Σάουμπερτ.
[9] Αντικείμενα σχετικά με την λατρεία της, από το ιερό της Αρτέμιδος Μουνυχίας, μπορείτε να ιδείτε στο Αρχ. Μουσείο Πειραιώς. Και σε αυτόν τον ναό της Αρτέμιδος ευρέθη «κρατηρίσκος, που κοσμείται με μορφές νεαρών κοριτσιών, αντιπροσωπευτικό δείγμα των αγγείων της κλασικής εποχής, συνδεομένων με την λατρεία της θεάς Αρτέμιδος. Έχει καλυκωτό σώμα, υψηλό κωνικό πόδι και διπλές οριζόντιες λαβές. Σε κάθε πλευρά του σώματος, μεταξύ των λαβών, απεικονίζονται τρεις νεανίδες, που τρέχουν ή χορεύουν με ευρύ διασκελισμό. Το σώμα τους αποδίδεται με υπόλευκη βαφή, ενώ το κεφάλι με σκούρα καστανή. Επάνω από την μία σωζόμενη λαβή εικονίζεται ορθογώνιος βωμός με φλόγα, που επιστέφεται από υπόλευκες έλικες. Η εσωτερική επιφάνεια του αγγείου και το πόδι κοσμούνται από σύστημα παράλληλων σκουροκάστανων ταινιών. Αγγεία αυτού του είδους έχουν ευρεθεί σε διάφορα ιερά της Αρτέμιδος και πλην της Μουνυχίας, και στης Ταυροπόλου, Αυλιδίας, Αριστοβούλης στην Αγορά, Βραυρώνιο Ακρόπολης, Σπήλαιο Πανός και Νυμφών. Οι απεικονιζόμενες νεανίδες έχουν ερμηνευθεί ως άρκτοι, τα κορίτσια που αφιερώνονταν στη θεά. Λόγω της ύπαρξης ιχνών καύσης σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν ερμηνευθεί ως θυμιατήρια, δεν αποκλείεται, όμως, να χρησιμοποιούνταν και για την προσφορά σπονδών» (ΠΗΓΗ: Υπ. Πολ.).
[10] Λατρευτικό άγαλμα της Κυβέλης ευρέθη στο (νυν) Μοσχάτο. Μπορείτε να το δείτε στο Αρχ. Μουσείο Πειραιώς.
[11] Τι εξαιρετική σύμπτωση: Και σήμερα, το μεγαλύτερο πανηγύρι της περιοχής, γίνεται την 25η Μαρτίου, όταν εορτάζει η εκκλησιά της Ευαγγελίστριας!
[12] Σήμερα τα λέμε «τσιζ-κέικ».
[13] Μαζί με την λατρεία της θεάς στην Βραυρώνα, τις Φέρραις Θεσσαλίας, την Σπάρτη, κ.α. – βλ. και Μύλλερ (Dor. I, σελ. 372-385-391), Ν. Γ. Πολίτη στην εφημ «Αιών», αρ. φ. 4134, 9.4.1883, και Γ. Λεκάκη «Τα 300 επίθετα της Αρτέμιδος και τι μας μαρτυρούν για την θεά!».
[14] «Όπως και εν Αθήναις τα μεγάλα ιερά είχαν ιδιαιτέρους ταμίες. Οταν καθιερώθη ο Παρθενών, διωρίσθη ταμίας των ιερών χρημάτων της Αθηνάς, και άλλοι 9 για τα άλλα ιερά ομού. Ετήσιοι, κληρούμενοι εκ των πλουσιωτάτων, δηλ. των πεντακοσιομεδίμνων, εισπράττοντες και διατηρούντες τα στους θεοὺς ανήκοντα χρήματα εξ αφιερωμάτων, λαφύρων κλπ. και ιδίως εκ των δημευομένων, οι μεν της Αθηνάς την δεκάτην, οι δε των άλλων θεών την πεντηκοστήν. Και έχοντες εξουσίαν όταν περὶ δημεύσεως απόφασις τους φαινόταν άδικος να την αναιρούν»! Είναι συγκλονιστικό να καταλάβουμε, πως η δικαιοσύνη στην αρχαία Αθήνα, τουλάχιστον, ήταν ανεξάρτητη. Κάθε ιεροταμίας μπορούσε, λοιπόν, να παραβλέψει ή να ακυρώσει μια απόφαση δικαστηρίου! – βλ. Α. Ι. Αντωνιάδης στην εφημ. «Αθηνά» (26.9.1855), Μέγα Ετυμ.
[15] Αυτοί δεν είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους, αλλά μόνο κοινή λατρευτική. («Ουδὲ απὸ του αυτού αίματος, αλλ’ ετέραν τινὰ κοινωνίαν έχοντες συγγενικών οργίων ή θεών, αφ’ ων ὀργεῶνες οἱ κατὰ δήμους ἐν τακταῖς ἡμέραις θύοντες θυσίας τινάς», Μ. Ἐτυμ.
[16] Βλ. εφημ. «Αθηνά», αρ. φύλ. 2318, 26.9.1855.
[17] Βλ. Ξεν. «Ελλ.» 2.4.11.
[18] Βλ. εφημ. «Εθνοφύλαξ», αρ. φυλ. 2435, 28.3.1872.