Ιδιαίτερα δημοφιλής προορισμός για ξένους τουρίστες αλλά και Αθηναίους, δεδομένης της σχετικά μικρής της απόστασης από την πρωτεύουσα. Οφείλει το όνομά της στα άφθονα νερά, που ανάβλυζαν από τις πλούσιες πηγές που είχε κατά την αρχαιότητα. Έχει σημαντική ναυτική ιστορία και παράδοση. Αναπαλαιωμένα αρχοντικά, το παλιό γραφικό λιμάνι με τις πολεμίστρες και τα κανόνια, τα μουσεία, τα μοναστήρια, η ναυτική σχολή, συνθέτουν την εικόνα του νησιού, η οποία μας μαρτυρεί την σημαντική ιστορική σημασία της. Κατά τον αγώνα της επανάστασης του 1821 η Ύδρα μαζί με τις Σπέτσες και τα Ψαρά έπαιξαν σημαντικό ρόλο, λόγω της μεγάλης ναυτικής δύναμης που διέθεταν. Στην Επανάσταση του 1821 η Ύδρα διέθετε 186 πλοία.
Μεγάλοι πλοιοκτήτες, ναυμάχοι του 1821 και πολιτικοί κατάγονται από το νησί. Ανάμεσά τους οι Ανδρέας Μιαούλης, Κουντουριώτης, Κριεζής, Τσαμαδός, Σαχίνης, Τομπάζης κ.α. Αυτή η ναυτική παράδοση συνεχίζεται μέχρι σήμερα με έναν μικρό αλιευτικό στόλο και την Ακαδημία Εμποροπλοιάρχων, που άρχισε να λειτουργεί αμέσως μετά την επανάσταση του 1821 και είναι η αρχαιότερη σχολή εμποροπλοιάρχων της ανατολικής Μεσογείου· στις μέρες μας στεγάζεται στο αρχοντικό του Λάζαρου Τσαμαδού και της Μαρίας Δ. Σαχίνη και βοηθητικά κτίρια δωρεάς Αθ. Κουλούρα.
Η πόλη της Ύδρας, που είναι και η μοναδική πόλη του νησιού, έχει ανακηρυχθεί διατηρητέα και απαγορεύονται τα τροχοφόρα. Είναι απλωμένη σε δύο βραχώδεις λόφους και σφύζει από παραδοσιακά σπίτια με κεραμιδένιες σκεπές, έντονες μπλε πόρτες και παράθυρα. Η Ύδρα εδώ και δεκαετίες, είναι ένας από τους αγαπημένους προορισμούς Ελλήνων και ξένων επισκεπτών. Στο νησί υπάρχουν 300 εκκλησίες και πέντε μοναστήρια.
Η σημαντικότερη γιορτή σήμερα στην Ύδρα είναι τα Μιαούλεια, τα οποία είναι εκδηλώσεις, αφιερωμένες στη δράση του Ναύαρχου Μιαούλη και πραγματοποιούνται κάθε χρόνο, προς το τέλος του Ιουνίου.
Η Ύδρα, περισσότερο από όλα τα Ελληνικά νησιά, ενέπνευσε τις Καλές Τέχνες. Διάσημοι Έλληνες και ξένοι ζωγράφοι απεικόνισαν στα έργα τους τα τοπία της. Μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Πάμπλο Πικάσο και ο Μαρκ Σαγκάλ, την επισκέφτηκαν και αποτύπωσαν σε σχέδια τα αυστηρά της σχήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ύδρα υπάρχει παράρτημα της Σχολής Καλών Τεχνών από το 1936, το οποίο στεγάζεται στο τετραώροφο αρχοντικό του Εμμανουήλ Τομπάζη και της Ξανθής Δ. Σαχίνη στα δεξιό τμήμα του λιμανιού.
Η Ύδρα συνδέεται ακτοπλοϊκώς, όλο το έτος, με τα υπόλοιπα νησιά του Αργοσαρωνικού, καθώς και με τα Μέθανα, την Ερμιόνη, το Πόρτο Χέλι, το Ναύπλιο, τον Tυρό. Μπορεί να μη διαθέτει αεροδρόμιο και ίσως ποτέ δεν θα αποκτήσει εξαιτίας του ορεινού εδάφους της, πλην όμως διαθέτει ελικοδρόμιο.
Ιστορία
Η Ύδρα σύμφωνα με νεότερες αρχαιολογικές έρευνες, έχει κατοικηθεί από τη Νεολιθική εποχή. Δρύοπες, Μυκηναίοι, Κάρες, Σάμιοι, Αθηναίοι πρόσφυγες της εποχής των περσικών πολέμων, εποίκησαν και κατοίκησαν την Ύδρα. Η ακμή του νησιού συνέπεσε με την Πρωτοελλαδική και την Μυκηναϊκή εποχή. Το νησί ήταν εμπορικό-ναυτικό κέντρο, ανάμεσα στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου. Η περιοχή της Επισκοπής, του Αγίου Γεωργίου-Αγίου Νικολάου Μπίστη, το Μπαλί, η ακρόπολη του Βλυχού και η περιοχή της Ζωοδόχου Πηγής της Ζούρβας, ήταν σημαντικοί οικισμοί εκείνης της εποχής, ενώ την Κλασσική εποχή η Ύδρα ήταν στη δικαιοδοσία της Ερμιόνης. Από αυτούς, την αγόρασαν Σάμιοι πολιτικοί εξόριστοι που οχύρωσαν την ακρόπολη του Βλυχού. Οι Σάμιοι, αφού ήρθαν σε σύγκρουση και μετά από ήττα με τους Αιγινήτες, πούλησαν την Ύδρα στους Τροιζήνιους. Την Κλασσική εποχή η Ύδρα παρουσιάζει έναν συγγραφέα κωμωδιών, τον Ευάγη τον Υδρεάτη. Την Ρωμαίικη και κατόπιν την Βυζαντινή περίοδο το νησί κατοικείται ανελλιπώς. Κατά των 15ο αιώνα αρχίζει η σημαντική ανάπτυξη της Ύδρας με την εγκατάσταση Αρβανιτών φυγάδων, καταδιωγμένων από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή, που είχε κυριεύσει την Πελοπόννησο. Τότε είναι που ξεκινά να χτίζεται και η σημερινή πόλη της Ύδρας και συγκεκριμένα γύρω από τον λόφο του Κιάφα για λόγους ασφαλείας από πειρατικές επιδρομές.
Ένα δεύτερο μεγάλο εποικιστικό κύμα έφτασε στην Ύδρα στα τέλη του 16ου αιώνα όταν μεγάλες οικογένειες έρχονται στο νησί. Μεταξύ αυτών οι οικογένειες Λαζάρου και Ζέρβα μετέπειτα Κοκκίνη και Κουντουριώτη από την Ήπειρο, οι οικογένειες Μπαρού από την Κύθνο, Νέγκα, Γκιώνη, Γκούμα, Γιακουμάκη μετέπειτα Τομπάζη από τα Βουρλά της Σμύρνης, Κιοσσέ μετέπειτα και Σαχίνη από τη Γένοβα, Μπουντούρη από την Εύβοια, Βώκου μετέπειτα και Μιαούλη από τα Φύλλα Ευβοίας. Τον 17ο αιώνα ήταν κτήση των Ενετών και τον 18ο αιώνα περιέρχεται στους Τούρκους έως την επανάσταση του 1821 κατά την οποία αριθμούσε περί τους 27,000 κατοίκους.
Η Ύδρα στην Επανάσταση του 1821
Η Επανάσταση βρίσκει την Ύδρα κάτοχο αμύθητου πλούτου απο χρυσά νομίσματα της εποχής, αποτέλεσμα κυρίως της επιτυχημένης εμπλοκής της στο εμπόριο σίτου κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους. Το εμπόριο μετά το 1810 είχε κάμψη αλλά ο στόλος της αριθμούσε 186 μικρά και μεγάλα πλοία συνολικής χωρητικότητας 27.736 τόνων δηλαδή ήταν διπλάσιος απο αυτόν των Σπετσών που διέθεταν ως δύναμη 64 πλοία συνολικά 15.907 τόνων. Τα Ψαρά διέθεταν 35 - 40 πλοία και η Κάσος 15. Τα πληρώματα είχαν αποκτήσει και πολεμική εμπειρία λόγω των συγκρούσεων με πειρατές της Αλγερίας. Τουλάχιστον από το 1820 οι προεστοί είχαν μυηθεί από τη Φιλική Εταιρεία στο μυστικό της Επανάστασης. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, οι Υδραίοι ενημερώθηκαν με αλληλογραφία από τους πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. Με επιστολή της 24 Μαρτίου 1821 οι προύχοντες της Πελοποννήσου ενημερώνουν τους Υδραίους και Σπετσιώτες ότι η Επανάσταση άρχισε νωρίτερα γιατί το μυστικό είχε προδοθεί από "τουρκολάτρες", και ζητούν τη βοηθειά τους για ναυτικό αποκλεισμό του εχθρού. Οι Σπετσιώτες ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης την 26 Μαρτίου, αλλά οι Υδραίοι φάνηκαν διστακτικοί στο να εξεγερθούν αμέσως, θυμούμενοι τις καταστροφές που είχαν πάθει κατά την προηγούμενη αποτυχημένη εξέγερση του 1770 και λαμβάνοντας υπόψη την στρατιωτική υπεροχή του εχθρού. Τελικώς κήρυξαν την επανάσταση στις 14 Απριλίου με εκκλησιαστική πομπή και ταυτόχρονα εξέδοσαν γραπτή επαναστατική διακήρυξη που έφερε τον τίτλο "Διαβατήριον των Ελληνικών Μαχομένων Πλοίων". Το έγγραφο αυτό αποτέλεσε και εθνική διακήρυξη, παρόμοια με αυτή που εκδόθηκε από άλλες Ελληνικές Αρχές:
"Το Ελληνικόν Έθνος βεβαρυμένον πλέον να στενάζη υπό τον σκληρόν ζυγόν υπό τον οποίον τέσσαρας περίπου αιώνας καταθλίβεται επονειδίστως, τρέχει με γενικήν και ομόφωνον ορμήν εις τα όπλα δια να κατασυντρίψη τας βαρείας αλύσσους τας υπό των βαρβάρων Μωαμεθανών περιτεθίσας εις αυτό. ...
Ημείς οι προύχοντες, οι συγκροτούντες την διοίκησιν της Νήσου ταύτης επιτρέπομεν εις τον Καπετάνιον Γιακουμάκην Τουμπάζην του πλοίου Θεμιστοκλής, το οποίον έχει κανόνια δεκαέξ και άλλα πολεμικά όπλα υπό την Ελληνικήν σημαίαν να υπάγη μετά του πλοίου τούτου, όπου ήθελε κρίνει ωφέλιμον και αναγκαίον εις τον κοινόν αγώνα, και να ενεργή κατά των Οθωμανικών δυνάμεων δια ξηράς τε και θαλάσσης πάν ό,τι συγχωρείται εις νόμιμον πόλεμον, έως ού η ελευθερία και ανεξαρτησία του Ελληνικού Γένους να αποκατασταθή με στερέωσιν ...
16 Απριλίου 1821".
Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα υδραίικα πληρώματα αποκαλούνταν "Σουλουτζαλήδες", έναντι των Σπετσιώτικων που αποκαλούνταν "Τζαμουτζαλήδες", που όμως ήταν λίαν περιζήτητα ακόμη και από τους Οθωμανούς στολάρχους, όπως και από τον Καρά-Αλή.
Περί το τέλος της δεκαετίας του '50 η διάσημη ηθοποιός Σοφία Λόρεν, ανταποκρινόμενη σε αίτημα της τότε Βασίλισσας Φρειδερίκης, "γύρισε" στην Ύδρα την γνωστή κινηματογραφική επιτυχία "Το παιδί και το δελφίνι", τα γυρίσματα της οποίας παρακολούθησε η ίδια η Βασίλισσα. Ήταν ακριβώς η απαρχή της μεταφοράς του τουριστικού ενδιαφέροντος (ανάπτυξης) από το Λουτράκι στα νησιά του Αργοσαρωνικού, υποβοηθούμενη από την έβδομη τέχνη.