Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Νησος Σαντορινη





Προϊστορία
Σύμφωνα με τον μύθο, η Σαντορίνη αναδύθηκε από τα βάθη της θάλασσας – άποψη που δικαιολογείται από τη διαχρονική δραστηριότητα του υποθαλάσσιου ηφαιστείου και τη γεωλογική μορφολογία του νησιού. Ιχνη ζωής έχουμε από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, στα μέσα της τρίτης χιλιετίας π.Χ. Από τη Μέση Εποχή του Χαλκού (1900-1600 π.Χ.) οι ενδείξεις πληθαίνουν και μαρτυρούν μεγάλη ανάπτυξη.
Στην περιοχή του Ακρωτηρίου υπήρξε ένας προϊστορικός οικισμός με πολύ σημαντικό λιμάνι. Η μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Υστερης Εποχής του Χαλκού (1600 π.Χ. περίπου) έθαψε τον οικισμό αυτόν κάτω από 30 μέτρα τέφρας.

Ιστορικοί χρόνοι
Η έκρηξη του 1600 π.Χ. άλλαξε τη μορφή του νησιού. Δεν ξέρουμε αν όλοι οι κάτοικοι πρόλαβαν να το εγκαταλείψουν πριν από τη μεγάλη καταστροφή, πού μετοίκησαν, ή πότε επέστρεψαν. Σποραδικά ευρήματα από την περιοχή του Μονόλιθου μαρτυρούν κατοίκηση τουλάχιστον τον 13ο π.Χ. αιώνα.
Κατά τον Ηρόδοτο, το νησί που είχε το όνομα Στρογγύλη, λόγω του σχήματός του, μετονομάστηκε σε Καλλίστη, λόγω του κάλλους του. Στην Καλλίστη εγκαταστάθηκαν Φοίνικες τους οποίους οδήγησε ο Κάδμος ταξιδεύοντας για να βρει την Ευρώπη, την οποία είχε απαγάγει ο Δίας που είχε μεταμορφωθεί σε ταύρο. Οι οικιστές έμειναν στο νησί για οκτώ γενιές. Στη συνέχεια ήρθαν οι Λακεδαιμόνιοι με αρχηγό τον Θήρα, γιο του Αυτεσίωνα. Τον 10ο αιώνα, το νησί έγινε αποικία των Δωριαίων.

Γεωμετρική Εποχή (10ος -8ος π.Χ. αιώνας)
Για τους Γεωμετρικούς Χρόνους τα στοιχεία δεν είναι πολλά. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι στα τέλη του 9ου ή στις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. οι κάτοικοι μαζί με τους κατοίκους της Μήλου και της Κρήτης, υιοθέτησαν πρώτοι το φοινικικό αλφάβητο.
Στη Γεωμετρική Περίοδο ανήκουν τα νεκροταφεία που ανακαλύφθηκαν στη ΝΑ πλευρά της Σελλάδας και εκείνο που βρέθηκε στις παρυφές του Μέσα Βουνού. Τα νεκροταφεία χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά έως τον 7ο π.Χ. αιώνα και στους τάφους ήταν πιθανόν τοποθετημένα αρχαϊκά αγάλματα Κούρων, τα οποία πιθανόν έκαναν εισαγωγή από τη Νάξο.

Αρχαϊκή Περίοδος (7ος-6ος π.Χ. αιώνας)
Στην περίοδο αυτή οι κάτοικοι του νησιού ανέπτυξαν σχέσεις με τα γειτονικά νησιά -όπως η Κρήτη, η Μήλος, η Πάρος- και τα σημαντικά κέντρα της εποχής -όπως η Αθήνα, η Κόρινθος, η Ρόδος και τα Ιωνικά κέντρα στις ανατολικές ακτές του Αιγαίου. Το 630 π.Χ. οι Θηραίοι ίδρυσαν την αποικία της Κυρήνης, στις βόρειες ακτές της Αφρικής.
Στοιχεία για την περίοδο αυτή έχουμε από τα ευρήματα στο νεκροταφείο της ΒΑ πλευράς της Σελλάδας που χρησιμοποιήθηκε ως τον 4ο π.Χ. αι. καθώς και το νεκροταφείο στο Καμάρι. Η οικονομία ήταν κλειστή και οι Θηραίοι καλλιεργούσαν, ψάρευαν και έκαναν εμπόριο με τα προϊόντα τους. Τον 6ο αιώνα η Θήρα είχε δικό της νόμισμα, με τα δυο δελφίνια ως έμβλημά της.

Κλασικοί-Ελληνιστικοί Χρόνοι
Την περίοδο αυτή συνεχίστηκαν οι σχέσεις με τα σημαντικά κέντρα της εποχής και ένα από τα βασικά εξαγώγιμα προϊόντα ήταν το κρασί. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο η Θήρα υποστήριξε τη Σπάρτη, αφού ήταν δωρική αποικία. Στα ελληνιστικά χρόνια έγινε ναυτική και στρατιωτική βάση των Πτολεμαίων διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, για τους οποίους το νησί ήταν σταθμός στους θαλάσσιους δρόμους από το νότιο προς το βόρειο Αιγαίο. Σημαντική γι' αυτούς ήταν η θέση της αρχαίας Θήρας και οι όρμοι του Καμαρίου και της Περίσσας.

Πρωτοχριστιανική-Βυζαντινή Περίοδος
Λίγα είναι τα ευρήματα της περιόδου αυτής και δείχνουν ότι το κέντρο των χρόνων αυτών ήταν στο ΝΑ τμήμα της Θήρας. Τον 4ο αιώνα υπήρχε οργανωμένη εκκλησία με Eπίσκοπο. Ως πρώτος Eπίσκοπος μαρτυρείται ο Διόσκουρος (342-344). Χριστιανικοί ναοί ιδρύθηκαν στη θέση αρχαίων ιερών ή ναών, όπως εκείνος του Πυθίου Απόλλωνα στην αρχαία Θήρα.
Στη βυζαντινή εποχή η Θήρα ανήκε στο Θέμα του Αιγαίου. Λόγω των αραβικών επιδρομών στη διάρκεια του 9ου αιώνα, οι κάτοικοι μετοίκησαν στο εσωτερικό του νησιού, σε οχυρές και αθέατες από τη θάλασσα θέσεις. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από παρακμή και φτώχεια.
Στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, όταν καταστράφηκαν τα ορμητήρια των πειρατών και αποδυναμώθηκαν οι Αραβες, ιδρύθηκε η βυζαντινή εκκλησία της Επισκοπής Γωνιάς. Στο τέλος του 12ου αιώνα η πειρατεία άρχισε και πάλι να πλήττει τα νησιά του Αιγαίου, λόγω της αποδυνάμωσης του βυζαντινού στόλου.

Ενετοκρατία
Όταν ο Μάρκος Σανούδος (Marco Sanudo) ίδρυσε το Δουκάτο του Αρχιπελάγους (ή της Νάξου) το 1207, η Θήρα και η Θηρασιά παραχωρήθηκαν στον Ιάκωβο Μπαρότσι και παρέμειναν σ' αυτή την οικογένεια, με σύντομα διαλείμματα, έως το 1335. Στη διάρκεια της Ενετοκρατίας ίσχυε το φεουδαρχικό σύστημα και η Σαντορίνη έγινε έδρα της Καθολικής Αρχιεπισκοπής, μιας από τις τέσσερις του Δουκάτου.
Το 1335 ο Νικολός Σανούδος (Nicolo Sanudo) εξεδίωξε τους Μπαρότσι και προσάρτησε το νησί στο Δουκάτο της Νάξου. Μετά το 1487, η Βενετία ήταν εκείνη που όριζε πλέον τις τύχες των νησιών του Δουκάτου του Αιγαίου (1487).
Καθ' όλη τη διάρκεια της Λατινοκρατίας τα νησιά υπέφεραν σε μεγάλο βαθμό από πειρατικές επιδρομές Φράγκων, Μουσουλμάνων ακόμη και Ελλήνων, που ανάγκαζαν τους κατοίκους να ζουν σε οχυρωμένους οικισμούς, τα Καστέλια.
Την κατάσταση επέτεινε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις τοπικές λατινικές δυναστείες, ή ανάμεσα στον εκάστοτε Δούκα και τον Σουλτάνο. Την ίδια περίοδο, η συνύπαρξη δύο χριστιανικών κοινοτήτων –Kαθολικής και Oρθόδοξης– συχνά δημιουργούσε εντάσεις υποκινούμενες από τις θρησκευτικές ηγεσίες και των δύο κοινοτήτων.
Το 1537 ο διαβόητος πρώην πειρατής και ναύαρχος του τουρκικού στόλου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα κατέλαβε το νησί για λογαριασμό του Σουλτάνου. Το 1566 παραχωρήθηκε στον πλούσιο Εβραίο τραπεζίτη Ιωσήφ Νάζη που κυβέρνησε μέσω αντιπροσώπου τα νησιά ως το 1579. Τότε η Σαντορίνη και τα άλλα νησιά, εκτός της Τήνου, παραχωρήθηκαν οριστικά στην οθωμανική αυτοκρατορία.




Μεσαιωνικοί οικισμοί
Οι οικισμοί της Σαντορίνης την εποχή του Μεσαίωνα χωρίζονται στους οχυρούς (Καστέλια) και σε αυτούς που δεν είχαν οχύρωση. Τα Καστέλια αναφέρονται στις γραπτές πηγές από τις αρχές του 15ου αιώνα. Από τα βυζαντινά χρόνια το μεγαλύτερο πρόβλημα των νησιών του Αιγαίου ήταν οι πειρατές οι οποίοι καταλάμβαναν τις ακτές, επιβάλλοντας φόρους και λεηλατώντας. Ετσι, οι κάτοικοι για να προστατευτούν δημιούργησαν κάστρα στα οποία προσέφευγαν όλοι –ακόμη και οι δουλοπάροικοι–, όταν δινόταν το σήμα συναγερμού. Από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας αναφέρεται στο νησί η ύπαρξη πέντε κάστρων.

Τα 5 Καστέλια
Ο Σκάρος στο Ημεροβίγλι ήταν το σημαντικότερο και εκεί εγκαταστάθηκαν οι Φράγκοι, μαζί με τον Δεσπότη τους. Δεύτερο κατά σειρά ερχόταν το Καστέλι της Επάνω Μεριάς (Οία), το οποίο ονομάστηκε του Αγίου Νικολάου. Το τρίτο βρισκόταν στην περιοχή του Πύργου, το τέταρτο στο Εμπορείο και το πέμπτο στον οικισμό του Ακρωτηρίου. Τα τέσσερα τελευταία πριν από τον καταστροφικό σεισμό του 1956 διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση.
Δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς κτίστηκαν τα Καστέλια (σίγουρα μεταξύ 14ου-18ου αιώνα), γιατί δεν έχουν σωθεί επιγραφές, ή ιστορικά στοιχεία σχετικά με αυτά. Βρίσκονται, πάντως, σε στρατηγικά σημεία και ήταν δύσκολα προσβάσιμα από τη θάλασσα. Είχαν έντονο φρουριακό χαρακτήρα, χάρη στη μορφολογία του εδάφους και στις οργανωμένες ως οχυρά κατοικίες της εξωτερικής περιμέτρου, οι οποίες είχαν ελάχιστα ανοίγματα προς τα έξω και σχημάτιζαν ουσιαστικά το τείχος.
Η δόμηση στο εσωτερικό τους ήταν πολύ πυκνή και τα κτίσματα ακουμπούσαν το ένα στο άλλο, ενώ αναπτύσσονταν καθ' ύψος. Ήταν διώροφα ή τριώροφα, στενά και επιμήκη, με κοινό μεσότοιχο. Οι δρόμοι ήταν πολύ στενοί.
Σχεδόν όλη η καθολική αριστοκρατία των Ενετών έμενε μέσα στα Καστέλια. Στην είσοδό τους οι τότε άρχοντες είχαν φτιάξει εκκλησίες αφιερωμένες στην Αγία Θεοδοσία, προστάτιδα των Καστελιών.

Οι Γουλάδες
Χαρακτηριστικό των Καστελιών ήταν οι αμυντικοί πύργοι-παρατηρητήρια, που ονομάζονται Γουλάδες (από την τουρκική λέξη κουλές). Ήταν πολυώροφοι, με χοντρά τοιχώματα και ορθογώνιες κατόψεις. Επρόκειτο για δημόσια ή ιδιωτικά κτίσματα και αποτελούσαν τα ύστατα καταφύγια των κατοίκων σε περίπτωση επίθεσης. Οι Γουλάδες βρίσκονταν μέσα στα Καστέλια (όπως στην Οία και στο Ακρωτήρι), ή έξω από αυτά (όπως στα Φηρά και στο Εμπορείο) ώστε να καταφεύγουν εκεί οι αγρότες.
Ο πιο καλοδιατηρημένος Γουλάς είναι αυτός των Φηρών, γνωστός ως Γουλάς των Δελένδα. Κτίστηκε από την οικογένεια των Ενετών Μπότζι, πριν από την ερήμωση του κάστρου στον Σκάρο. Πριν τον Β' παγκόσμιο πόλεμο εδώ κατοικούσε ο Γάλλος ευγενής Compte de Simoni. Σήμερα ανήκει στην οικογένεια Πέτρου Μ. Νομικού.
Πριν από τους σεισμούς του 1956 το καλύτερα διατηρημένο κάστρο ήταν του Πύργου. Του Σκάρου είναι τελείως κατεστραμμένο - ωστόσο αποτέλεσε το πρότυπο για τα άλλα Καστέλια του νησιού. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν μειώθηκαν οι πειρατικές επιδρομές, τα κτίσματα επεκτάθηκαν έξω από τον αμυντικό περίβολο των Καστελιών, δημιουργήθηκαν οι οικισμοί και η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από τον Σκάρο, στα Φηρά. Οι επεκτάσεις των Καστελιών και οι νέοι οικισμοί έγιναν χωρίς σχεδιασμό, με βάση τη μορφολογία του εδάφους. Οι δρόμοι που τα ένωναν με τους χώρους δουλειάς και παραγωγής (όπως ήταν οι κάναβες και οι ανεμόμυλοι), αποτέλεσαν τις κύριες οδούς των επεκτάσεων. Αντίστοιχα, γύρω από τον βασικό δρόμο άρχιζε να αναπτύσσεται ο κάθε νέος οικισμός –όπως έγινε στα Φηρά, στο Φηροστεφάνι, και στο Ημεροβίγλι.
Το διάστημα 1700-1900 ήταν καθοριστικό για το δομημένο περιβάλλον των οικισμών αφού επήλθε και αστικοποίησή τους -κυρίως μετά την Επανάσταση του 1821.


Τουρκοκρατία-20ος αιώνας
Ο σουλτάνος Μουράτ ο Γ΄το 1580, χορήγησε σημαντικά προνόμια στα νησιά των Κυκλάδων και αυτό βοήθησε στην ανάπτυξη του εμπορίου και στην αυτοδιοίκησή τους. Οι συνθήκες ζωής άλλαξαν. Οι χριστιανοί ήταν ελεύθεροι να κτίζουν ή να επισκευάζουν τις εκκλησίες τους –κάτι που αποδεικνύεται από τον αριθμό των ναών της περιόδου αυτής: Ο Francois Richard αναφέρει συνολικά 700, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν ορθόδοξοι. Η πίστη των ντόπιων στην Παναγία ήταν πολύ ισχυρή. Σ' Εκείνη έταζαν πριν ταξιδέψουν και Της άφηναν την περιουσία τους όταν πέθαιναν.
Κατά τον Richard, οι κάτοικοι έτρωγαν κριθαρόψωμο και παστά ορτύκια που έπιαναν με τα δίχτυα τους, έπιναν βρόχινο νερό από στέρνες, καλλιεργούσαν τα αμπέλια τους, κριθάρι, φασόλια, φάβα, κεχρί, κολοκύθια, αγγούρια και πεπόνια. Το κρασί το έκαναν εξαγωγή στη Χίο, τη Σμύρνη, τον Χάνδακα (Ηράκλειο Κρήτης), τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος περιέγραψε και τις εκρήξεις του 1650.
Στα τέλη του 16ου και του 17ου αι. κτίστηκε το Καστέλι του Πύργου και οι εκκλησίες της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, η Αγία Θεοδοσία, η εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου, η Αγία Αικατερίνη, ο Ταξιάρχης και άλλες. Οι Ενετοί είχαν παρουσία στο νησί και επί Τουρκοκρατίας, ενώ το 1642 εγκαταστάθηκαν Ιησουίτες μοναχοί και πήραν άδεια να κτίσουν την πρώτη τους εκκλησία. Μάλιστα, καθώς το Καστέλι του Σκάρου είχε ήδη εγκαταλειφθεί, χρησιμοποίησαν οικοδομικό υλικό από εκεί.
Στα τέλη του 17ου αιώνα, το προνομιακό καθεστώς της Σαντορίνης και των άλλων νησιών, μαζί με τις αλλαγές στην κοινοτική οργάνωση, έδωσαν τη δυνατότητα για οικονομική ανάπτυξη –κάτι που έγινε πιο ορατό τον 18ο αιώνα. Δημιουργήθηκαν εμπορικοί στόλοι που ταξίδευαν στον Πόντο, το Αιγαίο, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Μεσόγειο. Οι έμποροι δημιούργησαν στενές σχέσεις με μεγάλα λιμάνια στην Ανατολική Μεσόγειο (Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Οδησσό), όπου ίδρυσαν σημαντικές αποικίες.
Η Σαντορίνη ανέπτυξε τη γεωργία και τη ναυτιλία της και δημιουργήθηκε η κοινωνική τάξη των καραβοκύρηδων. Τον 18ο αιώνα ο πληθυσμός έφτασε τους 9.000 κατοίκους.
Κατά τον 19ο αιώνα έως τις αρχές του 20ου, η ιστιοφόρος ναυτιλία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και σημαντικός αριθμός Σαντορινιών πλοίων έπλεαν στο Αιγαίο μεταφέροντας αγαθά. Η οικονομική ανεξαρτησία που απέκτησαν μέσω αυτών των δραστηριοτήτων είναι σήμερα ορατή στα παλιά μεγάλα σπίτια που σώζονται ακόμη στα χωριά της Σαντορίνης.
Τις παραμονές της επανάστασης του 1821 τα Σαντορινιά ιστιοφόρα πλοία αριθμούσαν αρκετές δεκάδες, αφού το νησί είχε τον μεγαλύτερο στόλο στο Αιγαίο, μετά την Υδρα και τα Ψαρά. Το 1856 είχε 269 και η ανάπτυξη συνεχίστηκε μέχρι την επικράτηση των ατμόπλοιων, στο τέλος του 19ου αιώνα. Λαμπρό παράδειγμα ήταν η Οία, το «χωριό των καπεταναίων». Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις πρώτες του 20ού, στη Σαντορίνη αναπτύχθηκε και η βιομηχανία.
Ο σεισμός του 1956 επιτάχυνε την οικονομική παρακμή του νησιού. Η θεαματική ανάκαμψη άρχισε μετά το 1970 όταν άρχισε να αναπτύσσεται ο τουρισμός με ρυθμούς πραγματικά εντυπωσιακούς.