Το σημερινό όνομα της νήσου προέρχεται από το αρχαιοελληνικό Σάμος, που σημαίνει «ύψος κοντά στο γιαλό» και ήταν μία από τις ονομασίες της κατά την αρχαιότητα, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.
Το όνομα του νησιού είναι ευρύτατα γνωστό λόγω του αγάλματος της πτερωτής Νίκης (Νίκη της Σαμοθράκης), που βρίσκεται σήμερα στο Λούβρο των Παρισίων και χρονολογείται από το 220-190 π.Χ. Εικάζεται ότι το άγαλμα ήταν ανάθημα των Ροδίων στους Μεγάλους Θεούς για κάποια θαλάσσια νίκη και ανακαλύφθηκε τεμαχισμένο σε 118 κομμάτια, διάσπαρτα στην περιοχή του ιερού τους, το 1863 από το Γάλλο αρχαιολόγο Charles Champoiseau.
Η Σαμοθράκη κατοικούνταν από τα προϊστορικά χρόνια, όταν γεννήθηκε η μυστηριακή θρησκεία των Καβείρων που καθιέρωσε το νησί ως ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά κέντρα της αρχαιότητας.
Αργότερα, κατά τον 7ο αιώνα, ήρθαν στο νησί οι πρώτοι Έλληνες, αιολικής καταγωγής. Η σημερινή Παλαιάπολη, αποτελούσε κατά την αρχαιότητα το σημαντικότερο κέντρο του νησιού, το οποίο κυβερνιόταν από «βασιλέα», λάτρευε ως προστάτιδα την Αθηνά και έκοβε δικό του αργυρό νόμισμα. Στη συνέχεια η Σαμοθράκη πέρασε στην εξουσία των Μακεδόνων και των Ρωμαίων. Ο Περσέας, ο τελευταίος βασιλιάς της Μακεδονίας, επέλεξε το νησί ως τελευταίο καταφύγιο του πριν πέσει στα χέρια των Ρωμαίων. Κατά το Μεσαίωνα, στα πλαίσια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, το νησί αποτελούσε τόπο εξορίας, και δεχόταν συχνά επιδρομές ξένων, Σλάβων, Σαρακηνών ή άλλων πειρατών. Για προστασία από τις επιθέσεις χτίστηκε το κάστρο της Χώρας καθώς και οι πύργοι-βίγλες στην Παλαιάπολη και το Φονιά.
Στην εποχή της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και στα νεότερα χρόνια η Σαμοθράκη γνώρισε σοβαρές δοκιμασίες: την κυριαρχία από τους Γενουάτες Gattilusi το 1430 και την κατάκτηση από τους Τούρκους το 1479. Ιδιαίτερα η τελευταία κατάκτηση οδήγησε σε δραματική μείωση του πληθυσμού, που το 17ο αιώνα περιοριζόταν στους 800 μόλις κατοίκους. Την ανοδική πορεία του επόμενου αιώνα ακολούθησε η επανάσταση του 1821, όταν οι Τούρκοι έσφαξαν το μεγάλο μέρος των εξεγερμένων κατοίκων. Όμως το νησί κατάφερε να αναγεννηθεί οικονομικά και πληθυσμιακά και το 1912 ενώθηκε με την Ελλάδα. Μετά τη δοκιμασία του Β” Παγκοσμίου πολέμου ακολούθησε η αιμορραγία της μετανάστευσης. Τελικά όμως η Σαμοθράκη για άλλη μια φορά ορθοπόδησε και σήμερα αριθμεί περίπου 2500 κατοίκους.
Η Νίκη και η πλώρη
Η Νίκη της Σαμοθράκης είναι μαρμάρινο γλυπτό άγνωστου καλλιτέχνη της ελληνιστικής εποχής που βρέθηκε στο ναό των «Μεγάλων Θεών» Καβείρων στηΣαμοθράκη, παριστάνει φτερωτή τη θεά Νίκη και εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου από το 1884.
Είναι μία από τις τρεις φτερωτές Νίκες που βρέθηκαν στο ναό της Σαμοθράκης.
Οι άλλες δύο εκτίθενται η μεν πρώτη, που αποτελεί ρωμαϊκό αντίγραφο και το βρήκαν Αυστριακοίαρχαιολόγοι, στο μουσείο «Kunsthistorisches Museum» της Βιέννης και η δεύτερη, που βρέθηκε από την αμερικανική αποστολή του Karl Lehmann και της Phyllis Williams-Lehmann το 1949, στο αρχαιολογικό μουσείο τηςΣαμοθράκης.
Ο Lehmann και η σύζυγός του βρήκαν αργότερα (το 1950) σε ανασκαφές και τμήματα του δεξιού χεριού της «Νίκης της Σαμοθράκης». Λίγους μήνες μετά το ίδιο ζευγάρι αρχαιολόγων εντόπισε και δάχτυλα του δεξιού χεριού της ίδιας Νίκης στο προαναφερόμενο αυστριακό μουσείο, που τα είχε ακαταχώρητα και δεν γνώριζε ότι ανήκαν σε εκείνην.
Η δεξιά παλάμη της ανασυστάθηκε αποκαλύπτοντας ότι δεν κρατούσε σάλπιγγα όπως πολλοί πίστευαν μέχρι τότε και εκτίθεται επίσης στο Λούβρο, σε χωριστή βιτρίνα κοντά στα άγαλμα.
Το άγαλμα έχει ύψος 3,28 μ (με τα φτερά) και 5,58 με το πλώρη του πλοίου πάνω στην οποία είναι τοποθετημένο σήμερα. Φιλοτεχνήθηκε σε λευκό παριανό μάρμαρο για να τιμήσει τη θεά Νίκη αλλά και μια ναυμαχία – δεν είναι βέβαιο ποια. Ήταν αφιερωμένο σε ναό της Σαμοθράκης και χρονολογείται μεταξύ και 220 και 190 π.Χ. – οι περισσότεροι συγκλίνουν στο 190 π.Χ.
Σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου το έχουν τοποθετήσει σε μια βάση και αυτή με τη σειρά της είναι στερεωμένη σε μαρμάρινη πλώρη πλοίου. Στην αρχαιότητα εικάζεται ότι εκείνος που αφιέρωσε το έργο στο ναό της Σαμοθράκης (τόπο φημισμένο στην αρχαιότητα για την ιερότητά του) είχε δώσει παραγγελία να σχεδιαστεί ένα μικρό σύμπλεγμα θεάς και πλοίου.
Η μεν θεά φιλοτεχνήθηκε χωριστά από λευκό παριανό μάρμαρο και ίσως κρατούσε στεφάνι για το νικητή ή είχε υψωμένο το χέρι της στο στόμα για να διαλαλήσει τη νίκη χωρίς να κρατά τίποτα ή, τέλος, ίσως χαιρετούσε. Το άγαλμα στο ελληνιστικό σύμπλεγμα ήταν στερεωμένο στην επίσης μαρμάρινη πλώρη ενός πλοίου και έδινε την αίσθηση ότι μόλις είχε «προσγειωθεί» σε αυτό και πατούσε φευγαλέα. Το πλοίο ήταν από μάρμαρου Ρόδου. Οι ειδικοί εικάζουν ότι το έργο ήταν σχεδιασμένο για να το βλέπει ο κόσμος από τα αριστερά, κατά τα ¾ του προφίλ, επειδή όπως συνηθιζόταν στα ελληνιστικά χρόνια ήταν πιο καλοδουλεμένη η μία πλευρά του –εκείνη από την οποία προοριζόταν να το βλέπει το κοινό.
Μία εκδοχή των αρχαιολόγων για το αφιέρωμα επί πολλά χρόνια ήταν πως το είχε κάνει οΔημήτριος ο Πολιορκητής (337-283 π.Χ.) όταν νίκησε τον στόλο του Πτολεμαίου στα ανοιχτά της Κύπρου γύρω στο 290 π.Χ. Σήμερα όμως πολλοί πιστεύουν ότι το αφιέρωσαν οι Ρόδιοι όταν το 191 π.Χ., συμμαχώντας με την Πέργαμο, νίκησαν τον Αντίοχο Γ΄ της Συρίας σε ναυμαχία στα ανοιχτά της Σίδης
Το δεξιό φτερό βρέθηκε σχεδόν διαλυμένο εκτός από μικρά κομμάτια του και αποτελεί πρόσθετο έργο ανασύστασης «καθρέφτη» του αριστερού, από εμπειρογνώμονες τουΛούβρου. Το άγαλμα εικάζεται ότι κατακρημνίστηκε και έσπασε εξαιτίας μεγάλου σεισμούκατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα.
Τα κομμάτια του γλυπτού βρέθηκαν τμηματικά και στην αρχή η Νίκη εκτίθετο στο Λούβρο δίχως τον κορμό και τα φτερά της αλλά και δίχως την πλώρη, τα κομμάτια της οποίας οι Γάλλοι ειδικοί στην αρχή είχαν εκλάβει ότι ανήκαν σε τύμβο και τα είχαν αφήσει στηΣαμοθράκη.
Συγκεκριμένα, η ανεύρεση άρχισε το 1863 από μια αρχαιολογική αποστολή στην οποία επικεφαλής ήταν ο Κάρολος Σαμπουαζό (1830-1909) (Charles Champoiseau) υποπρόξενος της Γαλλίας στην Αδριανούπολη (σημερινό Εντιρνέ Τουρκίας). Ενώ έσκαβαν σε μια χαράδρα στις 15 Απριλίου του 1863, στα βόρεια του νησιού, ένας Έλληνας εργάτης φώναξε στον Σαμπουαζό «Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα!» – ήταν η μισή Νίκη της Σαμοθράκης.
Ο Σαμπουαζό ήρθε αμέσως σε επικοινώνια με τον πρέσβη της πατρίδας του στην Κωνσταντινούπολη και εκείνος φρόντισε η Τουρκία να δώσει τότε έγκριση για να αποπλεύσει γαλλικό πολεμικό πλοίο και να φορτώσει τη Νίκη της Σαμοθράκης για τη Γαλλία -η Σαμοθράκη είχε σημαντική αυτονομία, αλλά ανήκε ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απελευθερώθηκε στις 19 Οκτωβρίου του 1912 Το άγαλμα έφτασε στο Λούβρο στις 11 Μαϊου του 1864και δύο χρόνια μετά εκτέθηκε για πρώτη φορά μετά τις απαραίτητες εργασίες – χωρίς όμως ακόμα να μπορούν να εκθέσουν το επάνω μέρος τους κορμού και τα φτερά.
Το άγαλμα βρέθηκε σε πολλά κομμάτια γιατί στα ελληνιστικά χρόνια οι καλλιτέχνες δούλευαν το γλυπτό τους σε πολλά κομμάτια εξαρχής – στην αρχαία Ελλάδα δούλευαν χωριστά μόνον το κεφάλι και τα άκρα που εξείχαν. Ο άγνωστος λοιπόν γλύπτης είχε επεξεργαστεί το έργο του κατά τμήματα και μετά το είχε ενώσει, οπότε στο σεισμό με την κατακρήμνιση του γλυπτού, αυτό έσπασε πολύ πιο εύκολα και σε πολλά σημεία.
Αποτελείται από το μεγάλο κομμάτι κάτω από το στήθος μέχρι τα πόδια, από ένα δεύτερο κομμάτι που είναι ο άνω κορμός, το αριστερό φτερό (το δεξί προστέθηκε αντιγράφοντας το αριστερό) και από το κεφάλι – αυτό δεν βρέθηκε ποτέ από όσο γνωρίζουν οι ειδικοί. Τα χέρια, τα φτερά και τα πόδια, όπως και πολλά κομμάτια του ενδύματος σμιλεύονταν τότε χωριστά και μετά το άγαλμα συναρμολογείτο. Τα φτερά ήταν από δύο μεγάλα μάρμαρα που ήταν συνδεδεμένα στην πλάτη χωρίς εξωτερική στήριξη και αυτό δημιουργούσε πρόβλημα ισορροπίας στο άγαλμα, αλλά ο γλύπτης το έλυσε με μεγάλη τέχνη
Το 1875 Αυστριακοί αρχαιολόγοι είδαν στον τόπο της ανασκαφής τα μάρμαρα που ο Σαμπουαζό νόμισε ότι ανήκαν σε τύμβο και αναλογιζόμενοι ελληνικά νομίσματα που απεικόνιζαν τη Νίκη σε πλώρες πλοίων κατάλαβαν ότι επρόκειτο για τμήματα μαρμάρινης πλώρης. Ο Σαμπουαζό έμαθε για τα μάρμαρα της πλώρης το 1879 και κατάφερε να τα πάρει κι αυτά στο Λούβρο. Η συναρμολόγηση και η αποκατάσταση (π.χ. του αριστερού φτερού που βρέθηκε σε πολλά κομμάτια και του δεξιού που ουσιαστικά είναι σχεδόν όλο προσθήκη μια που βρέθηκε ένα πολύ μικρό κομμάτι του) ολοκληρώθηκε το 1884