Διακεκριμένος Έλληνας ηθοποιός και δάσκαλος της υποκριτικής.
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1920 στον Πειραιά. Σπούδασε αρχικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στις δραματικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης.
Στο Θέατρο Τέχνης έκανε το ντεμπούτο του το 1942, παίζοντας μαζί με το δάσκαλό του, Κάρολο Κουν, στην ιστορική παράσταση της «Αγριόπαπιας» του Ίψεν, με την οποία το «Θέατρο Τέχνης» έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο «Αλίκης» (νυν «Μουσούρη»).
Μέχρι και το 1949, που παρέμεινε στο Θέατρο Τέχνης, ερμήνευσε περισσότερους από 30 ρόλους που τον καθιέρωσαν ως πρωταγωνιστή του ελληνικού θεάτρου. Ανάμεσα στα έργα που έπαιξε ήταν και τα «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο, «Ρόσμερσχολμ» και «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Για ένα κομμάτι γης» του Κόλντγουελ, «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, «Εμείς και ο χρόνος» και «Ο ανακριτής έρχεται» του Πρίσλεϊ, «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» και «Ο θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ, «Ματωμένος γάμος» του Λόρκα, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’ Νιλ, «Το φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Λεωφορείο ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς και «Άννα Λουκάστα» του Τζόρνταν.
Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου «Ανώμαλος Προσγείωσις» στο ρόλο του Μαυρογιαλούρου, ρόλο που δόξασε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στην κινηματογραφική εκδοχή της κωμωδίας το 1965 με τον τίτλο «Υπάρχει και Φιλότιμο». Μέσα στον ίδιο χρόνο προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο. Εκεί έπαιξε σε παραστάσεις σταθμούς: «Ερρίκος Δ’» του Πιραντέλο, «Άνθρωποι και ποντίκια» του Στάινμπεκ, «Τρεις αδελφές» και «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, «Αγία Ιωάννα» του Μπέρναρντ Σο, τα περισσότερα σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν.
Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον θίασο της Κατερίνας στη «Νίνα» του Ρουσέν και το καλοκαίρι του 1950 πρωταγωνίστησε στην κωμωδία των
Τη σεζόν 1953-1954 συγκροτεί προσωπικό θίασο και ανεβάζει το έργο «Εκατομμυριούχοι της Νάπολης» του Ντε Φιλίπο, πάλι με σκηνοθέτη τον Κουν και το «Ο άνθρωπος, το κτήνος και η αρετή» του Πιραντέλο. Το καλοκαίρι του 1954 συνεργάζεται με τον θίασο του Νίκου Χατζίσκου και ερμηνεύει το ρόλο του πατέρα Λαυρέντιου στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σέξπιρ, που ανεβαίνει στο θέατρο «Εθνικού Κήπου». Τη σεζόν 1954-1955 κάνει μία έκτακτη εμφάνιση στο νέο «Θέατρο Τέχνης», που έχει ξεκινήσει την πορεία του στο υπόγειο του «Ορφέα», με τα μονόπρακτα του Τσέχοφ «Αρκούδα», «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού» και του Πιραντέλο «Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα».
Επανέρχεται στο Εθνικό Θέατρο το 1956 και συμμετέχει στις παραστάσεις «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σέξπιρ, «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, «Η ηδονή της τιμιότητας» του Πιραντέλο, «Η άμαξα» του Μεριμέ, «Βασιλιάς Ληρ» και «Οθέλος» του Σέξπιρ.
Το 1958 είναι έτος - σταθμός στην καριέρα του. Ιδρύει το «Νέο Θέατρο», που εγκαινιάζει το σημερινό θέατρο «Αλάμπρα» και λειτουργεί έως το 1966 με πρωταγωνίστρια την τότε σύντροφό του Μαρία Αλκαίου. Ανεβάζει τα έργα: «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Καμπανέλλη, «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» του Κασόνα, μία παράσταση που αφήνει εποχή και γίνεται θρύλος, «Το φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Γαλιλαίος» του Μπρεχτ, «Σαββάτο, Κυριακή, Δευτέρα» του Ντε Φιλίπο, «Πέντε στρέμματα παράδεισος» των Σταύρου - Φραγκιά, «Το νησί της Αφροδίτης» του Πάρνη, «Αθάνατη πολυαγαπημένη» του Ρούσσου, όπου ερμήνευσε τον Μπετόβεν, άλλον ένα ρόλο του που πολυσυζητήθηκε, «Η τύχη της Μαρούλας» του Κορομηλά και άλλα. Για την προσφορά του τότε είχε τιμηθεί από την πολιτεία με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α’.
Ένα χρόνο αργότερα οι δύο ηθοποιοί θα κάνουν μία ακόμα επιτυχία περιοδεύοντας στην Ελλάδα με την πολιτική επιθεώρηση «Ω, τι κόσμος, μπαμπά» του Κώστα Μουρσελά, σε μουσική του Βασίλη Δημητρίου, αλλά και με τα έργα «Ας παίξουμε τους δολοφόνους» του Φάιφερ και «Συνεργός» του Ντίρενματ.
Τα επόμενα χρόνια εμπλουτίζει το προσωπικό του δραματολόγιο με πρωταγωνιστικές εμφανίσεις σε μερικά ακόμα από τα σημαντικότερα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου: «Ασήμαντος πόνος» του Πίντερ, «Σχολείο γυναικών» του Μολιέρου, «Σφήκες» του Αριστοφάνη, «Παραθεριστές» του Γκόρκι, «Φοίνισσες» του Ευριπίδη με σκηνοθέτες τον Μίνωα Βολανάκη, τον Ντίνο Γιαννόπουλο, τον Γιώργο Μιχαηλίδη, τον Λεωνίδα Τριβιζά και άλλους. Θα παίξει τον Καρένιν στην «Άννα Καρένινα» του Τολστόι, που ανεβάζει η Κάτια Δανδουλάκη, θα ανεβάσει ο ίδιος στη Νίκαια το «Μίστερο μπούφο» του Ντάριο Φο, θα παίξει με την Κατερίνα Βασιλάκου «Δωδέκατη νύχτα» του Σέξπιρ, με τον Ανδρέα Μπάρκουλη στο «Σλουθ» του Άντονι Σάφερ και θα είναι ο Αζντάκ στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ και ο Βολπόνε στην ομώνυμη κωμωδία του Μπεν Τζόνσον, που ανεβάζει ο Μίνως Βολανάκης.
Το 1993 ιδρύει το «Σύγχρονο Θέατρο» και ανεβάζει την «Ανάκριση» του Πέτερ Βάις. Εκεί έπαιξε και τον τελευταίο του ρόλο στο θέατρο. Είχε γράψει, επίσης, το θεατρικό «Οι καλικαντζαραίοι», που παρουσίασε το 1979 στο θέατρο του Λυκαβηττού.
Στην τηλεόραση εμφανίσθηκε από πολύ νωρίς, ήδη από τα πρώτα βήματα του ΕΙΡ (σημερινής ΕΡΤ), με το μονόπρακτο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Αυτός και το παντελόνι του» (1966). Εκτός από το «Εκείνος κι εκείνος», έπαιξε σε σειρές, όπως «Ο συμβολαιογράφος», «Χατζηεμμανουήλ», «Αλέξανδρος Δελμούζος», «Λαυρεωτικά», «Η αγάπη άργησε μια μέρα» και στην τηλεταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Καλή σου νύχτα κυρ Αλέξανδρε» (1981), όπου υποδύθηκε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Το 1977 έγραψε και σκηνοθέτησε την κωμική σειρά «Από την κλειδαρότρυπα», με πρωταγωνιστές τον ίδιο, τη Χρυσούλα Διαβάτη και τον Θύμιο Καρακατσάνη.
Δίδαξε υποκριτική από νέος στις δραματικές σχολές του «Θεάτρου Τέχνης» και του Εθνικού Θεάτρου, ενώ ίδρυσε και δική του δραματική σχολή, που λειτούργησε παράλληλα με το «Νέο Θέατρο». Το 1983 δημιούργησε το «Θεατρικό Εργαστήρι» και το 1994 τη δραματική σχολή «Ίασμος».
Υπήρξε ενεργό μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) και είχε αναπτύξει συνδικαλιστική και πολιτική δραστηριότητα στο χώρο του ΚΚΕ.
Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη με την ηθοποιό και ραδιοφωνική παραγωγό Τώνια Καράλη, με την οποία απέκτησε μία κόρη και τη δεύτερη με την ηθοποιό Μαρίνα Γεωργίου, με την οποία απέκτησε ένα γιο.
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος πέθανε από ανακοπή καρδιάς στις 5 Μαΐου 1999, σε ηλικία 78 ετών.