Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Πάμπλο Νερούδα (φιλολογικό ψευδώνυμο του Νεφταλί Ρικάρδο Ρέγιες Μπασοάλτο, αναφέρεται ενίοτε στη βιβλιογραφία και τη δισκογραφία ως Πάβλο Νερούδα ή Νερούντα), (12 Ιουλίου 1904-23 Σεπτεμβρίου 1973) ήταν Χιλιανός συγγραφέας και ποιητής. Σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, θεωρείται ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα [1][2]. Το 1971 του απονεμήθηκε τοΝόμπελ Λογοτεχνίας, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις λόγω της πολιτικής του δραστηριότητας και των Κομμουνιστικών του πεποιθήσεων.[3]Εξέδωσε πληθώρα ποιητικών συλλογών ποικίλου ύφους, όπως ερωτικά ποιήματα, έργα που διέπονται από τις αρχές του σουρεαλισμού, ακόμα και κάποια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πολιτικά μανιφέστα. Τον Απρίλιο του 2013, 40 χρόνια μετά το θάνατό του, έγινε εκταφή της σορού του, με σκοπό να διακριβωθεί αν είχε πέσει θύμα δολοφονικής επίθεσης με δηλητήριο από πράκτορες του δικτατορικού καθεστώτος που κυβερνούσε τη Χιλή κατά το θάνατό του.[4
Παιδικά και νεανικά χρόνια
Γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου του 1904, στην πόλη Παράλ της Χιλής. Η μητέρα του πέθανε από φυματίωση έναν μήνα μετά τη γέννησή του κι έτσι ο πατέρας του, Χοσέ, σιδηροδρομικός υπάλληλος, μετακόμισε στην πόλη Τεμούκο, όπου ξαναπαντρεύτηκε. Ο Νερούδα ξεκίνησε να γράφει ποίηση σε ηλικία 10 ετών, αλλά ο πατέρας του τον αποθάρρυνε κι έτσι άρχισε να υπογράφει τα έργα του με το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούδα, υιοθετώντας το επώνυμο του γνωστού Τσέχου συγγραφέα και ποιητή Γιαν Νερούντα. Το μικρό του όνομα εικάζεται ότι το πήρε από τον Γάλλο ποιητή Πωλ Βερλαίν.
Από πολύ νεαρή ηλικία άρχισε να διαβάζει κλασικούς Λατινοαμερικάνους και Ευρωπαίους συγγραφείς. Στο Γυμνάσιο είχε καθηγήτρια την σπουδαία Χιλιανή πεζογράφο και μετέπειτα κάτοχο του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας Γκαμπριέλα Μιστράλ, η οποία τον μύησε στην κλασική Ρώσικη Λογοτεχνία. Εκείνη την εποχή αρχίζει να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με διάφορα ψευδώνυμα. Στη συνέχεια φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο και από εκεί και πέρα άρχισε η πορεία του προς την ευρεία αναγνώριση.[5]
Πρώτες ποιητικές συλλογές και θητεία στο Διπλωματικό Σώμα
Το 1921 μετακόμισε στην πρωτεύουσα, Σαντιάγο, για να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία. Κατά το διάστημα των σπουδών του, εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές: Crepusculario- Ηλιοβασιλέματα ,1923 και Veinte poemas de amor y una cancion desesperada - Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα απελπισμένο άσμα, 1924), συλλογή για την οποία έγινε περισσότερο γνωστός. Αυτές οι δύο ποιητικές συλλογές τον καταξίωσαν ως μεγάλο ποιητή. Διαπιστώνοντας ότι τα έσοδά του από τα εκδιδόμενα έργα του δεν του αρκούσαν, αποφάσισε να μπει στο Διπλωματικό Σώμα, κάνοντας έτσι πολυάριθμα ταξίδια ανά τον κόσμο από το 1927 ως το 1935, ως πρόξενος στη Βιρμανία, στην Κεϋλάνη, στην Ιάβα, στη Σιγκαπούρη, στο Μπουένος Άιρες, στηΒαρκελώνη και τη Μαδρίτη. Το 1938, μετά από απόφαση του Λαϊκού Μετώπου της Χιλής, ο Νερούντα στέλνεται πρέσβης στο Παρίσι και αργότερα στο Μεξικό.
Στην Ιάβα γνώρισε και παντρεύτηκε την Ολλανδέζα Μαρύκα Αντονιέτα Χάγκενααρ Βόγκελζανγκ, με την οποία χώρισε μετά από έξι χρόνια, κατά τη θητεία του στην Ισπανία. Εκεί, ερωτική του σύντροφος και μετέπειτα δεύτερη σύζυγός του υπήρξε επί δεκαέξι χρόνια η Αργεντίνα Δέλια ντελ Καρρίλ, είκοσι χρόνια μεγαλύτερή του.
Η πολιτικοποίησή του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η εμπειρία του από τις άθλιες συνθήκες επιβίωσης των ανθρώπων στην Ασία, τα καταπιεστικά καθεστώτα (υπήρξε ιδιαίτερα μαχητικός κατά του Ισπανικού Φρανκισμού και γενικά κάθε είδους Φασισμού) και η φιλία του με τους σχεδόν ομοϊδεάτες του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Λουί Αραγκόν και Φιντέλ Κάστρο, υπήρξαν ορισμένοι από τους παράγοντες που τον οδήγησαν να ενστερνιστεί τον κομμουνισμό. Στον Κάστρο είχε αφιερώσει και ένα ποίημα του, στο οποίο τον υμνούσε. Τα έργα του άρχισαν να γίνονται πιο πολιτικοποιημένα, με αποκορύφωμα το Κάντο Χενεράλ, το οποίο έχει μελοποιηθεί από το συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίο έχει μάλιστα συναντηθεί από κοντά. Όταν ο Πρόεδρος Γκονσάλες Βιδέλα απαγόρευσε τον κομμουνισμό στη Χιλή, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εις βάρος του Νερούδα. Για τέσσερις μήνες κρυβόταν στο υπόγειο ενός σπιτιού στην πόληΒαλπαραΐσο. Κατόπιν κατάφερε να διαφύγει στην Αργεντινή και από εκεί στην Ευρώπη, όπου έζησε εξόριστος από το 1948 ως το 1952. Στο μεταξύ είχε εκλεγεί Γερουσιαστής με τοΚομμουνιστικό Κόμμα Χιλής το 1948. Ανάμεσα στα μέρη που έζησε κατά την περίοδο της εξορίας του ήταν και το νησί Κάπρι της νότιας Ιταλίας, γεγονός από το οποίο είναι εμπνευσμένη η ταινία «Ο ταχυδρόμος»[6]. Στη διάρκεια της εξορίας του ταξίδεψε σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, σε πολλές από τις οποίες δεν έγινε δεκτός εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων.[7]
Το 1949 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν για τον εορτασμό των 100 χρόνων από τη γέννηση του σπουδαίου λογοτέχνη και ποιητή Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν. Εκεί γνώρισε τον επίσης κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, στον οποίο διηγήθηκε τα δεινά του λαού του. Γι' αυτό το ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση γράφει στην αυτοβιογραφία του:
''Αγάπησα με την πρώτη ματιά τη σοβιετική γη και κατάλαβα ότι απ' αυτήν όχι μόνον προέκυπτε ένα ηθικό μάθημα για όλες τις γωνιές της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά θα προέκυπτε και το μεγάλο πέταγμα''.
Κατά την εξορία του, γνώρισε και ανέπτυξε ερωτική σχέση με τη Χιλιανή τραγουδίστρια Ματίλντε Ουρρούτια, η οποία αποτέλεσε τη "μούσα" του για τα έργα του. Μετά το τέλος της δικτατορίας επέστρεψε στη Χιλή, αφού είχε γίνει πλέον διάσημος παγκοσμίως. Μετά το δεύτερο διαζύγιό του, παντρεύτηκε τελικά με την Ουρρούτια το 1966. Κατά τη δεκαετία του '60 το Κομμουνιστικό Κόμμα του απονέμει το μετάλλιο ''Ρεκαμπάρεμ'' , την υψηλότερη κομματική διάκριση.[8]
Το 1971 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο παρέλαβε όντας άρρωστος από καρκίνο. Βοήθησε τον σοσιαλιστή ηγέτη Σαλβαδόρ Αλιέντε στην προεκλογική του εκστρατεία, αλλά πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, λίγο μετά τη δολοφονία του Αλιέντε από τους πραξικοπηματίες του Πινοσέτ. Υπάρχουν θεωρίες ότι δεν του παρήχθησαν οι απαραίτητες ιατρικές φροντίδες, όσο αυτός ήταν σε κατ'οίκον περιορισμό. Ο Πινοσέτ απαγόρευσε να γίνει δημόσιο γεγονός η κηδεία του Νερούντα, ωστόσο το πλήθος αψήφησε την απαγόρευση και κατέκλυσε τους δρόμους, μετατρέποντας την κηδεία στην πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της Χιλής. Τα έργα του είχαν απαγορευθεί από το στρατιωτικό καθεστώς μέχρι και το 1990.
Ο αγωνιστικός και μαχητικός χαρακτήρας του Νερούντα, καθώς και η συμπόνοια που έδειχνε για το λαό και την εργατική τάξη, μπορεί επίσης να γίνει κατανοητή και από ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο. Συγκεκριμένα γράφει:
'' Ητανε της τύχης μου να υποφέρω όσα υπόφερα και της τύχης μου να αγωνιστώ όπως αγωνίστηκα, να αγαπήσω και να τραγουδήσω όπως τραγούδησα. Γνώρισα σε διάφορα σημεία της Γης το θρίαμβο και την ήττα, έχω ζωντανή στη μνήμη μου τη γεύση του ψωμιού, αλλά και τη γεύση του αίματος. Τι περισσότερο μπορεί να θέλει ένας ποιητής; Η ζωή μου στάθηκε η ίδια η ποίησή μου και η ποίησή μου υπήρξε το στήριγμα όλων των αγώνων μου.Αν και πολλά βραβεία μού δόθηκαν (σ.σ. μεταξύ των οποίων το Βραβείο Λένιν το 1952 και το Νόμπελ το 1971), κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με το τελευταίο βραβείο. Να είμαι ο ποιητής του λαού μου. Το μεγάλο, το μοναδικό μου βραβείο είναι αυτό κι όχι τα βιβλία μου που μεταφράστηκαν σ' όλες τις γλώσσες του κόσμου, ούτε τα βιβλία που γράφτηκαν για να αναλύσουν τα λόγια μου''