Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Η Τρούμπα του Πειραιά






  Η Τρούμπα πήρε το όνομά της από την τρόμπα – αντλία- που ήταν τοποθετημένη  από  το 1860  σε πηγάδι, στην περιοχή αυτή,  στην αρχή  της  οδού Αιγέως, σημερινής 2ας Μεραρχίας,  από  το  οποίο  έπαιρναν νερό τα πλοία.
     Τα  κακόφημα σπίτια – οίκοι ανοχής - άρχισαν να εγκαθίστανται εκεί μετά την Κατοχή. Πριν από αυτήν  υπήρχαν  διάφορα κέντρα διασκέδασης, μεταξύ των οποίων και τεκέδες.  Όμως έκλεισαν τα Βούρλα, και γρήγορα   έγιναν  πάρα  πολλά, μιας και το περιβάλλον προσφερόταν, στο  μεγάλο τετράγωνο που περικλειόταν από την Ακτή Μιαούλη, τη Φιλελλήνων, την Κολοκοτρώνη και τη Σωτήρος Διος. Επίκεντρο  οι δρόμοι  Φίλωνος και Νοταρά. Δεκάδες κόκκινα φανάρια, και εκατοντάδες  ονόματα Τζένη, Λιάνα, Μαίρη, Πίτσα, Κίτσα κλπ, όλα ψεύτικα βέβαια.
     Μια πολύ ανάγλυφη εικόνα  μας δίνει ακόμα και σήμερα  η ταινία « Κόκκινα Φανάρια».
     Στα 1960-65  ή  Τρούμπα  ήταν στις…. δόξες της. Πάρα πολλοί  οι οίκοι ανοχής,  κι ανάμεσά τους τα καμπαρέ, με επικεφαλής τα « Τζων Μπουλ», « Μπλακ Κατ»,   και τα άλλα παρόμοια κέντρα.  Με  στριπ τηζ  και άλλα νούμερα, που προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν  και τα πιο  δύσκολα γούστα.

 Ο ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟΣ  ΠΕΙΡΑΙΑΣ  ΚΑΙ  Η ΤΡΟΥΜΠΑ

  Για τον προπολεμικό Πειραιά και το ρεμπέτικο,  ο ρεμπέτης    Νίκος  Μάθεσης,     γράφει  στα  απομνημονεύματά  - όπως τα παρέδωσε  στον Κώστα Χατζηδουλή:
      «Ο Πειραιάς πριν μισό αιώνα με τα καταγώγια, τους ντεκέδες, τα μπαρμπουταντζίδικα, τα Βούρλα και τα   «καφέ-σαντάν»  του.
      Ο Πειραιάς με τους νταήδες του, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών. Ο Πειραιάς προ 57 χρόνια όπως τον έζησα εγώ, τότε ήμουν 11 χρονών και τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Τότε και πριν έλθουν οι πρόσφυγες ήταν μικρός. Θυμάμαι το 1917 όπου ήμουν πρόσκοπος στην ομάδα του Λελούδα με έναν συμμαθητή μου που τώρα είναι δικηγόρος, επίσης και ο αδερφός του δικηγόρος είναι. Και όταν ερχότανε απ' τη Θεσσαλονίκη το "Λαφαγιέτ", το πλοίο νοσοκομείο (γαλλικό ήτανε) στου Ξαβέριου και έφερνε Έλληνες στρατιώτες τραυματίες από τις μάχες του Σκρα και τους κερνούσαμε και μετά τους πήγαιναν στο Χατζηκυριάκειον που ήτανε νοσοκομείο τότε. Εκεί μπροστά στου Ξαβέριου ήταν αραγμένα πολεμικά καράβια γαλλικά , ιταλικά, αγγλικά και ελληνικά. Και σαν δεν είχαμε δουλειά πηγαίναμε παρέες και κολυμπάγαμε και λέγαμε στους Γάλλους "μουσχιού ντόνε μουά λεπέν" ή "ντόνε μουά νεσού". Δηλαδή, "κύριε δω μας ψωμί" ή "δω μας μια δεκάρα". Κι αυτοί μας έλεγαν "μαργαρήτ...".
     Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος. Από την μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά μας μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλαο, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες το δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε; Από στρατιώτη αγράμματο βουνήσιο τον ρίξανε χωροφύλακα στον Πειραιά μες τα λυσσασμένα τσακάλια. Πρωτοδικείο, Εισαγγελία δεν είχε τότε ο Πειραιάς! Από  την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλουν την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενον. Ο Μαρούδας και ο Γαλιγάλης, οι μάγκες είχανε συνθέσει και στίχους για τους μόρτες καταδότες και ας μην τους ήξεραν και το τραγουδούσαν παίζοντας το μπουζούκι τους.
       »Ο Πειραιάς τότε είχε και έφιππη χωροφυλακή. Χαμαιτυπεία είχε μόνο στα Βούρλα που τώρα είναι φυλακές. Εκεί οι γυναίκες δεν βγαίνανε έξω, απαγορευότανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον τρόπο τους και πηδάγανε τα μεσάνυχτα μέσα παρ' όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι! Αλλά καμία δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια οι γυναίκες αλλά όσοι εγκληματούσαν για την γυναίκα, αυτή ήταν υποχρεωμένη μέχρι να βγει απ' την φυλακή να τον συντηρεί. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, θα σκοτωνότανε απ' τους φίλους του. Αλλά και όταν έβγαινε, η πρώτη του δουλειά ήταν να την στεφανωθεί. απαραίτητος κανών!!! Για τον σκυλόμαγκα ο άγραπτος νόμος είναι σκληρός! Καφωδεία ο Πειραιάς είχε πολλά γύρω στην Ντρούμπα. Απάνω στο πάλκο έπαιζαν τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικο κ.λ.π. Κάτω στο πάλκο ορχήστρα ευρωπαϊκή, πιάνο, βιολί και τζάζι για ταγκό κ.λ.π. Και μπροστά χαμηλά, σχεδόν κάτω ήταν δώδεκα κορίτσια σε παράταξη άβαφτες Γερμανίδες που έπαιζαν με την σειρά τους βιολιά. Αυτή την διαρρύθμιση είχαν όλα τα καφωδεία της Τρούμπας. Οι φόνοι εκεί γινόντουσαν συχνότατα. Αφού του έτρωγε τα λεπτά του και τον έκανε στούπα, του έλεγε να την περιμένει απέξω! Και η αρτίστα έβγαινε αγκαζέ με τον ντερβίση της, αλλά και ο άλλος ο επαρχιώτης άγριος, και το ψυχικό γινότανε...
    Επίσης και τα παιχνίδια ήταν πάμπολλα (λέσχες). Μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι, μπράβοι, αβανταδόροι, μούτρα, να πουν αμέσως φυλακή σε ένα γνέμα! Φόνοι πιο πολλοί στα παιχνίδια γιατί έχανες τα λεπτά σου, ίσως και ξένα που στα είχαν εμπιστευθεί να τους ψωνίσεις κάτι πράγματα. Και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι και ... όσο για μάγκες, δηλαδή ρεμπέτες, κάθε συνοικία είχε τους δικούς της. Αν ακουγότανε κανένας ρεμπέτης καλός με πράξεις σωστές ρεμπέτικες, δηλαδή παλικαρίσιες εξηγήσεις, τότε ακουγότανε και στον Πειραιά, δηλαδή στην καρδιά του Πειραιά. Στα παιχνίδια που είχαν οι νταήδες ανεγνωρισμένοι... Έσπαγε τα δεσμά της συνοικίας του και από μαχαλόμαγκας αφανής –ενός μαχαλά -γινότανε διεθνής. Αναγνωριζότανε από όλες τις συνοικίες, αλλά πως;
        Έπρεπε με έργα και όχι με λόγια, να μαλώσει, να μαχαιρώσει, να μπιστολίσει, να τραυματίσει καλόν νταή ανεγνωρισμένον, ασχέτως εάν δεν πήγε στην φυλακή. Μηνύσεις δεν γινόντουσαν, θα καθαρίζανε στον δεύτερο γύρο που θα έβγαινε ο χτυπημένος απ' το νοσοκομείο...
        Η αστυνομία το μάθαινε και ερχότανε να σου πάρει κατάθεση και εσύ τους έλεγες ότι έπεσες από ένα μικρό γκρεμό και σου μπήκαν κάτι σίδερα στην κοιλιά... και σου έλεγε μακάρι μόλις βγεις να σου μπούνε κι άλλα να ησυχάσουμε από εσάς τα τομάρια...Αν όμως έκανες μήνυση κατέρρεες αυτομάτως και όλοι οι μάγκες είχαν να κάνουν με σένα και να σε ξεφτιλίζουν...Τέτοια γινόντουσαν που και που, μάλλον από γερασμένους νταήδες και από φιγουρατζήδες ρεμπέτες...
      Όσο για μπουζούκια, ο Πειραιάς με τους μαγκίτες του, ήτανε ορχήστρα πλήρης. Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαριλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο - φυλακή. Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι. Παιδιά κάτω των 20 χρόνων και ανώμαλοι απαγορευότανε η είσοδος δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλοτσάς! Εδώ το νταραβέρι είναι του τάδε και συχνάζει όλο το σκυλολόι».

 Το  1925   είχαν ξεσπάσει  δύο μεγάλες πυρκαγιές στον Πειραιά  στις 19-7-1925 στο σύμπλεγμα αποθηκών της Αμερικάνικης περίθαλψης στην Ηετιωνία ακτή, και στις 18-9-1925 στο Τελωνείο στην Τρούμπα. 
        Πολλοί από τους  μεγάλους ρεμπέτες  δούλεψαν στην Τρούμπα. Μεταξύ αυτών:
===   Στα 1949- 50   ο Μάρκος Βαμβακάρης  δούλεψε  στην Τρούμπα σ’ ένα μαγαζί στην παραλία,   στου Λινάρη.
===  Μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο ο Μιχάλης  Γενίτσαρης ανέλαβε ένα μαγαζί στην Τρούμπα. Μαζί του  ήταν   ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης,  ώσπου μία φασαρία με έναν Εγγλέζο στάθηκε η αφορμή να του το κλείσει η αστυνομία.
 === Ο  Τάκης Μπίνης  είχε  παλιό  όνειρο την Τρούμπα. Αφηγείται σχετικά:
  « Τέλειωσα τη δευτέρα Γυμνασίου με άριστα, το ίδιο και στην Τρίτη και άκουγα κάπου - κάπου που συζητούσαν η μάνα κι ο πατέρας μου για το μέλλον μου. Ο ένας έλεγε πως θα γινόμουν δικηγόρος, ο άλλος ήθελε να γίνω αξιωματικός κι εγώ έλεγα από μέσα μου, «κούνια που σας κούναγε, σε λίγο θα με χάσετε και από την Τούμπα, θα είμαι μπουζουξής μες στη μαγκιά, στην  Τρούμπα του Πειραιά».
      Ο  Τάκης Μπίνης  από τη  Θεσσαλονίκη,  έκανε το όνειρό του πραγματικότητα στην   κατοχή.  Συνελήφθη για αντιστασιακή δράση  αλλά  δραπέτευσε και ύστερα από πολύμηνη περιπλάνηση στα βουνά έφτασε με τα πόδια στη Χαλκίδα και από κει στον  Πειραιά  το 1944 , και  δούλεψε στην Τρούμπα  σαν μπουζουκτσής.
===  Ο λαϊκός συνθέτης  κιθαρίστας και τραγουδιστής Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης  δούλεψε   στο «Καρρέ του Aσσου» στην  Τρούμπα , που το 'χε ο Ηλίας Νοταράς.  Και πολλοί άλλοι



  ΒΑΣΙΛΗΣ Π. ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ
   Δημοσιογράφος -ερευνητής
        25 -11 - 2000

















Η ιστορία της στο πέρασμα των αιώνων - το έθιμo της Λαγάνας





Τα νηστίσιμα αλλά και τα θαλασσινά έχουν την τιμητική τους. Εκτός όμως από τον χαλβά, την φασολάδα και τις γαρίδες, δεν λείπει από το Σαρακοστιανό τραπέζι η πατροπαράδοτη λαγάνα.

Η ιστορία της Λαγάνας

Η λαγάνα είναι άζυμος άρτος, δηλ. παρασκευάζεται χωρίς προζύμι. Τέτοιος άρτος πρόχειρος χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες κατά τη νύχτα της Εξόδου τους από την Αίγυπτο υπό την αρχηγία του Μωυσή. Έκτοτε επιβαλλόταν από το Μωσαικό Νόμο για όλες τις ημέρες της εορτής του Πάσχα, μέχρι που ο Χριστός στο τελευταίο του Πάσχα ευλόγησε τον ένζυμο άρτο.

Η ιστορία της λαγάνας διατρέχει όλη τη διατροφική παράδοση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο Αριστοφάνης στις “Εκκλησιάζουσες” λέει “Λαγάνα πέττεται” δηλαδή “Λαγάνες γίνονται”.

Ο Οράτιος στα κείμενά του αναφέρει τη λαγάνα ως “Το γλύκισμα των φτωχών”. Το έθιμο της λαγάνας παρέμεινε αναλλοίωτο ανά τους αιώνες και συνηθίζεται να παρασκευάζεται με μεράκι από τον αρτοποιό της γειτονιάς, τραγανή λαχταριστή και σουσαμένια και καταναλώνεται κατά την Καθαρά Δευτέρα, την Πρωτονήστιμη Δευτέρα της Σαρακοστής.

Η ονομασία της “Καθαρά” προήλθε από τη συνήθεια που είχαν οι νοικοκυρές το πρωί της ημέρας αυτής, να πλένουν με ζεστό νερό και στάχτη όλα τα μαγειρικά σκεύη, ως “ημέρα κάθαρσης”. Στη συνέχεια τα κρεμούσαν στη θέση τους όπου και παρέμεναν μέχρι τη λήξη της νηστείας. Επίσης κατά την ημέρα αυτή εξέρχονταν όλοι οικογενειακώς στην ύπαιθρο και έστρωναν κάτω στη γη και έτρωγαν νηστίσιμα φαγητά όπως χαλβά, ελιές, ταραμά και λαγάνα.

Από την Καθαρά Δευτέρα προετοιμάζεται ο άνθρωπος μετά τις εορτές και την καλοφαγία των Απόκρεων, να καθαρίσει την ψυχή και το σώμα του για να φτάσει στο τέρμα δηλ. στο Πάσχα και να αναστηθεί ξανά με την Ανάσταση του Κυρίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λαγάνα που έχει το σχήμα της “κυρα-Σαρακοστής”,που παριστάνει μια μακριά γυναίκα που έχει ένα σταυρό στο κεφάλι, δεν έχει στόμα γιατί είναι όλο νηστεία.

Τα χέρια της είναι σταυρωμένα για τις προσευχές, έχει επτά πόδια που συμβολίζουν τις επτά εβδομάδες της νηστείας. Έθιμο που συνηθιζόταν για να μετρούν το χρόνο κατά την περίοδο της Σαρακοστής ήταν κάθε Σάββατο να κόβουν το ένα πόδι και το τελευταίο το έκοβαν το Μ.Σάββατο όπου το έκρυβαν σε ένα ξερό σύκο ή σε ένα καρύδι και όποιος το έβρισκε ήταν ο τυχερός της επόμενης χρονιάς.

Η νόστιμη και λαχταριστή για όλους μας λαγάνα είναι ένα προϊόν άξιο σεβασμού και με πραγματική πλούσια ιστορία, θα είναι μεγάλη απώλεια για τις επερχόμενες γενεές να ξεχάσουν τις παραδόσεις μας, να ξεχάσουν τις παλιές σαρακοστιανές μυρουδιές.

Οι αρτοποιοί της γειτονιάς πιστοί στις παραδόσεις μας παρασκευάζουν την Καθαρά Δευτέρα τη λαγάνα συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του εθίμου, ώστε οι νέες γενεές να έχουν την ευκαιρία να ακούσουν, να μυρίσουν και να γευτούν τη Σαρακοστή γιατί οι Σαρακοστιανές μυρωδιές είναι έμμεσοι φορείς μιας βαθιάς πνευματικότητας.
















Χαλβάς





Με το όνομα χαλβάς βρίσκουμε μια ποικιλία από εντελώς διαφορετικά γλυκίσματα τα οποία συναντώνται σε διάφορες παραλλαγές σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων, αρκετές της Μεσογείου και αρκετές της Μέσης Ανατολής (μέχρι και την Ινδία και το Πακιστάν). Πρώτες ύλες για τους χαλβάδες είναι συνήθως κάποια λιπαρή ουσία (βούτυρο, ελαιόλαδο, ηλιέλαιο, ταχίνι), άμυλο (νισεστές, σιμιγδάλι, ταχίνι), ενώ σε μερικές χώρες χρησιμοποιούν και υλικά όπως καρότο, ρεβίθι ή παπάγια) και γλυκαντικές ουσίες (ζάχαρη, μέλι, πετιμέζι, γλυκόζη, χαρουπόμελο). Για ποικιλία στις γεύσεις ή σαν διακόσμηση προστίθενται συνήθως διάφοροι ξηροί καρποί (κυρίως αμύγδαλα, σταφίδες) και αρωματίζεται με μπαχαρικά (βανίλια, γαρύφαλλα, κανέλα, κάρδαμο, κρόκος), μέλι, κακάο ή σοκολάτα, ξύσμα ξινών φρούτων ή/και κομματάκια από αυτά, χυμούς φρούτων ή άλλα φυσικά αρωματικά παρασκεύασματα (ροδόνερο, αφεψήματα λουλουδιών).

Η ονομασία του φαίνεται να προέρχεται από την αραβική ρίζα حلوى ή hulw (χαλβά) που σημαίνει γλυκό. Η προφορά της λέξης στις χώρες αυτές είναι περίπου ίδια, ωστόσο οι παραλλαγές ξεχωρίζονται από την όψη και την υφή. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς μπήκε στην Ελλάδα, πιθανολογείται ότι πέρασε στην ελληνική κουζίνα προς το τέλος του 12ου αιώνα. Τα σύγχρονα διατροφικά αδιέξοδα που δημιούργησε η τεχνολογία τροφίμων με την κατάχρηση συντηρητικών και χημικών υποκατάστατων, έστρεψαν και πάλι το ενδιαφέρον στις διατροφικές συνήθειες των περασμένων δεκαετιών και σε μία σειρά προϊόντων που αποτελούσαν τη βάση της διατροφής από αρχαιοτάτων χρόνων, ώστε άρχισαν να συζητιούνται το πετιμέζι, το ταχίνι και το σουσαμόλαδο.[1]

Από τους γνωστότερους χαλβάδες είναι ο σησαμένιος, ο σιμιγδαλένιος, ο φαρσαλινός ή παζαριώτικος, παραδοσιακός χαλβάς των Φαρσάλων, ο περσικός και ο κετέν χαλβάς. Ο χαλβάς από σησάμι (σωστότερα από ταχίνι) είναι νηστίσιμος, ανάλογα, όμως, με την τήρηση της νηστείας για το λάδι, νηστίσιμοι θεωρούνται και οι άλλοι δύο τύποι εφόσον έχουν παρασκευαστεί τοιουτοτρόπως.