Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Δουλεμπόριο


Μορφές δουλείας

Η κυρίαρχη μορφή δουλείας ήταν συνήθως για τους μεν άνδρες η εξαναγκαστική εργασία μέχρι φυσικής εξόντωσης, για τις δε γυναίκες η σεξουαλική εκμετάλλευση. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, χρησιμοποιούνταν συνήθως για σκληρή εργασία ή, σπανιότερα, για υποχρεωτική ενσωμάτωση στον κυρίαρχο πληθυσμό, αλλάζοντας θρήσκευμα και εθνικότητα. Επίσης, όταν έφταναν στην εφηβεία ή και νωρίτερα, τα κορίτσια άρχιζαν να χρησιμοποιούνται ως σεξουαλικά αντικείμενα και τα αγόρια μετά τα 13-14 λογαριάζονταν συνήθως ως ενήλικες δούλοι. Τα αγόρια σε κάποιους πολιτισμούς γίνονταν ευνούχοι ή αφομοιώνονταν σε στρατιωτικές υπηρεσίες, εφόσον είχαν ασπασθεί το θρήσκευμα, την ιδεολογία και την εθνικότητα της κυρίαρχης ομάδας.

Το φαινόμενο ήταν πιο ανεπτυγμένο στις κοινωνίες που είτε επειδή είχαν σχετικά χαμηλό πληθυσμό είτε για άλλους λόγους χρειάζονταν περισσότερο και φθηνότερο εργατικό δυναμικό για την ανάπτυξη της οικονομίας τους.

Η δουλεία εξακολουθεί να παρατηρείται και σήμερα με διάφορες μορφές, κυρίως σε βάρος γυναικών (εξαναγκαστική πορνεία), παιδιών (επαιτεία, κακοποίηση, εργασία) και σπανιότερα ανδρών (εκμετάλλευση αιχμαλώτων πολέμου σε μερικά αφρικανικά κράτη

Ορισμένοι θεωρούν ότι μορφή δουλείας αποτελεί σήμερα και η δουλειά σε οποιαδήποτε χώρα στηρίζει την οικονομία της στο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, λόγω της a priori εκμετάλλευσης της υπεραξίας των εργαζομένων, ενώ πολλοί ταυτίζουν τη δουλεία και με άλλες σκληρές, όμως σχετικά ηπιότερες μορφές εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο –π.χ. της δουλοπαροικίας. Μορφή δουλείας συνιστά κατά κάποιους και η σύγχρονη ποινή της προσωποκράτησης για οφειλές όπως και τα καταναγκαστικά έργα, στα οποία αρκετές χώρες υποβάλουν τους καταδίκους τους. Γενικά, ως δουλεία μπορεί -με την ευρύτερη έννοια της χρήσης των ατόμων- να θεωρηθούν όλες οι διάδοχες καταστάσεις οικονομικής εκμετάλλευσης και υποβιβασμού κοινωνικών ομάδων, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν ότι η κυριολεκτική χρήση του όρου δουλεία προϋποθέτει τη νόμιμη ή εθιμική αφαίρεση της ιδιότητας του υποκειμένου και την μετατροπή του ατόμου σε αντικείμενο (res) του νόμου.
Η κατάσταση σήμερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που απαγόρευσε στη νεότερη ιστορία τη δουλεία, αμέσως μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Το σύνταγμα του 1822[22], του 1823[23] όπως και του 1844[24] όριζαν ότι «εις την ελληνική επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας, άμα πατήσας το Ελληνικό έδαφος, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος».

Το σημερινό Σύνταγμα με το άρθρο 22, ορίζει ότι «οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται» και «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας.»

Περιπτώσεις δουλείας πάντως παρατηρούνται και σήμερα στην Ελλάδα, όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αφορά κυρίως τα παιδιά που παρανόμως εξωθούνται στην επαιτεία και των γυναικών που εξωθούνται παρά τη θέλησή τους στην πορνεία. Ο σημερινός ορισμός της δουλείας έχει διαφοροποιηθεί ελαφρά από τον κλασικό και ως δουλεία ορίζεται «η πλήρης εξουσία και έλεγχος ενός ανθρώπου επάνω σε κάποιον άλλο με στόχο κυρίως την οικονομική ή και άλλης μορφής εκμετάλλευσή του». Με αυτή την έννοια ο δούλος δεν στερείται νόμιμα της ανθρώπινης υπόστασής του όπως την εποχή που η δουλεία ήταν νόμιμη, αλλά παραμένει δούλος γιατί χειραγωγείται απόλυτα[25]

Επίσης συζητείται και το θέμα της προσωποκράτησης για οφειλές, γεγονός που στιγματίζεται από πολλούς νομικούς. Στην Ελλάδα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αποφανθεί αρνητικά, θεωρώντας το μέτρο αντισυνταγματικό, γιατί «αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επάνω στην περιουσία του οφειλέτη, αλλά επί του ιδίου του προσώπου του οφειλέτη». Η προσωποκράτηση για οφειλές έχει απαγορευθεί στις περισσότερες χώρες στον κόσμο τόσο για ηθικούς λόγους, όσο και για πρακτικούς –ο έγκλειστος δεν είναι δυνατόν να εργασθεί για να αποπληρώσει την οφειλή του.

Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι σήμερα ζουν περίπου 27.000.000 άνθρωποι σε διάφορες χώρες ως δούλοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Το δυσάρεστο είναι ότι αυτή η σύγχρονη μορφή δουλείας περνά σχεδόν απαρατήρητη και ο βασικότερος λόγος είναι ο παράνομος χαρακτήρας της. Όσο δηλαδή η δουλεία ήταν νόμιμη, τηρούνταν αρχεία εμπορικά και όλες οι πράξεις ήταν εμφανείς. Τώρα που η δουλεία διενεργείται παράνομα, τηρείται απόλυτη μυστικότητα από όλους τους αυτουργούς –τις ομάδες που συλλαμβάνουν τους δούλους, τις ομάδες που τους μεταφέρουν στην αγορά και την αγορά που τους εκμεταλλεύεται.

Η σύγχρονη δουλεία επιβιώνει επειδή επίσης δεν στηρίζεται σε φυλετικά κριτήρια και θύματά της αποτελούν όλες οι ανθρώπινες ομάδες που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την κατάσταση της αδυναμίας, ανεξαρτήτως θρησκείας, εθνικότητας, ηλικίας ή φύλου. Επίσης, οι δούλοι δεν απασχολούνται σε συγκεκριμένη αγορά ή βιομηχανία ή σε ορισμένες έστω πόλεις, και έτσι δεν υπάρχουν σταθερές οδοί μεταφοράς ή σταθερές αγορές, ώστε να ιχνηλατηθούν και να διαλυθούν τα κέντρα διοργάνωσης του δουλεμπορίου.

Τέλος, ο μέσος πολίτης δεν έχει συναίσθηση του γεγονότος ότι η δουλεία εφαρμόζεται πιθανόν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο πηγαίνει σχολείο το παιδί του ή εργάζεται ο ίδιος ούτε και αναγνωρίζει εύκολα τη δουλεία ως φαινόμενο. Συχνά την εκλαμβάνει ως ξεπεσμό του ατόμου με δική του πρωτοβουλία –δεν μπορεί π.χ. να διαχωρίσει εύκολα την πόρνη που επέλεξε και συνεχίζει να επιλέγει να ασκεί αυτό το επάγγελμα από εκείνην που εξαναγκάσθηκε να το επιλέξει όταν ήταν ανήλικη. Καθώς δηλαδή ο μέσος άνθρωπος θεωρεί κάποιες δραστηριότητες εξαιρετικά εξευτελιστικές, ομαδοποιεί τους ανθρώπους που τις ασκούν.

Εντούτοις, άπαξ και ένα άτομο προσπαθεί να διαφύγει από τον εξευτελισμό και δεν μπορεί, τότε είναι δούλος με την κλασική έννοια της λέξης. Αν επίσης έχει περιορισμένες πνευματικές ικανότητες, τότε ακόμα κι αν δεν προσπαθεί συνειδητά να διαφύγει, και πάλι αποτελεί δούλο, γιατί δεν επέλεξε ποτέ ο ίδιος να χρησιμοποιηθεί. Αν πρόκειται για παιδί, ασφαλώς και δεν είχε επιλογή εξαρχής, οπότε και πάλι αποτελεί δούλο.