Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Η ιστορία του Ταζ Μαχάλ




Το Ταζ Μαχάλ (Taj Mahal) βρίσκεται κοντά στην πόλη Άγκρα της βόρειας Ινδίας, στις όχθες του ποταμού Γιούμα. Κατασκευάστηκε από τον μογγόλο αυτοκράτορα Σαχ Γιαχάν Α', τον 17ο αιώνα, στη μνήμη της συζύγου του Μουμτάζ Μαχάλ (εξ ου και Ταζ Μαχάλ). Πολλοί το έχουν χαρακτηρίσει ως το όγδοο θαύμα του κόσμου! Πρόκειται για ένα από τα ομορφότερα μνημεία και η ιστορία του είναι μία από τις πιο ρομαντικές.
Ο Γιαχάν, που βασίλεψε από το 1628 έως το 1658, παντρεύτηκε την Αριουμάντ Μπάνο Μπέγκουμ το 1612. Τη λάτρευε, γι' αυτό και την αποκαλούσε Μουμτάζ Μαχάλ (Κορόνα του Παλατιού). Η βασίλισσα τον ακολουθούσε παντού, ακόμα και στις στρατιωτικές εκστρατείες.
Στις 17 Ιουνίου του 1631, κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας στο Μπουρχανπούρ της Κεντρικής Ινδίας, η Μουμτάζ Μαχάλ πέθανε, λίγα λεπτά αφότου έφερε στον κόσμο το 14ο παιδί τους. Η τελευταία επιθυμία που εξέφρασε στο σύζυγό της ήταν να φτιάξει ένα μνημείο προς τιμήν της, τόσο λαμπρό που όμοιό του ο κόσμος δεν θα 'χε ξαναδεί. Και ο αυτοκράτορας κράτησε την υπόσχεσή του...
Οι εργασίες κατασκευής του Ταζ Μαχάλ ξεκίνησαν το 1632 και ολοκληρώθηκαν 22 χρόνια αργότερα. Για την ανέγερσή του δούλεψαν 20.000 εργάτες και δαπανήθηκαν 32 εκατομμύρια ρουπία (κατά προσέγγιση 65.000 ευρώ). Όταν ολοκληρώθηκε, ένας χρυσός φράχτης τοποθετήθηκε γύρω από το φέρετρο, το οποίο -λένε- ο αυτοκράτορας το στόλισε με πέρλες και διαμάντια. Επίσης, τοποθέτησε 2.000 φρουρούς για να το φυλάνε.
Ο Σαχ Γιαχάν σκόπευε να χτίσει άλλο ένα μνημείο από μαύρο μάρμαρο, στην αντίπερα όχθη του ποταμού, για να το αφιερώσει στον ίδιο του τον εαυτό. Πριν ξεκινήσει, όμως, για το δεύτερο εγχείρημά του, ο γιος του Ορανγκζέμπ κατέλαβε την εξουσία και τον φυλάκισε. Ο αυτοκράτορας πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στο οχυρό της πόλης Άγκρα, κοιτώντας το Ταζ Μαχάλ και περιμένοντας τη στιγμή που θα ξανασυναντούσε την πολυαγαπημένη του σύζυγο. Μετά το θάνατό του, το 1666, ετάφη δίπλα της.
Η ιστορία του Ταζ Μαχάλ είναι μια διαχρονική ιστορία αγάπης, που εκατομμύρια άνθρωποι απ' όλο τον κόσμο συρρέουν για να την ξαναζήσουν, θαυμάζοντας το μοναδικό αυτό μνημείο.






















Ο θρύλος του Τουταγχαμών

Ο Κάρτερ μελετά τη σαρκοφάγο του Τουταγχαμών

Ο Τουταγχαμών, σήμερα, είναι αναμφισβήτητα ο πιο γνωστός Φαραώ της Αιγύπτου. Ωστόσο, πριν από την ανακάλυψη του τάφου του στην Κοιλάδα των Βασιλέων δεν ήταν παρά μόνο μια μικρή μορφή της 18ης Δυναστείας.
Γεννήθηκε γύρω στο 1347 π.Χ. και πέθανε ξαφνικά, σε ηλικία 18 ετών. Τα αίτια του θανάτου του δεν είναι ξεκάθαρα. Μία κρανιοεγκεφαλική κάκωση, που εντοπίστηκε κατά την εξέταση της μούμιας με Ακτίνες Χ, μαρτυρά ότι ο θάνατός του ήταν βίαιος, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν επρόκειτο για δολοφονική επίθεση ή ατύχημα.
Ο τάφος του ανακαλύφθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1922 από τον βρετανό αρχαιολόγο Χάουαρντ Κάρτερ και η σαρκοφάγος ανοίχτηκε στις 16 Φεβρουαρίου του 1923. Ήταν ο πρώτος βασιλικός τάφος που βρέθηκε ασύλητος, γεγονός που αποδίδεται από πολλούς στο θρύλο της κατάρας που τον συνόδευε. Ο Κάρτερ, ως επιστήμονας, τον απέρριψε από την πρώτη στιγμή.
Πιθανολογείται ότι οι ρίζες αυτού του θρύλου βρίσκονται σ' ένα μυθιστόρημα, το «Χαμένος στην πυραμίδα: Η κατάρα της μούμιας», που γράφτηκε από τη Λουίζα Μέι Άλκοτ το 1896. Ως θεωρία τροφοδοτήθηκε από δημοσιεύματα της εποχής, τα οποία επικεντρώθηκαν στους θανάτους ανθρώπων που εμπλέχτηκαν στις ανασκαφές, όπως ο Λόρδος Κάρναρβον που χρηματοδότησε την αποστολή.
Ωστόσο, μία έρευνα του επιδημιολόγου Μαρκ Νέλσον, του πανεπιστημίου Μόνας της Αυστραλίας, αποφαίνεται ότι βάση στατιστικών δεν υπάρχει τίποτα τα αξιοσημείωτο, που να στηρίζει αυτό το θρύλο. Από τους 24 ανθρώπους που εκτέθηκαν στην υποτιθέμενη κατάρα πέθαναν μόνο οι έξι, πολύ λιγότεροι δηλαδή από τους επιζήσαντες. Εξάλλου, κανείς από αυτούς που απεβίωσαν δεν ήταν κάτω των 70 ετών, επομένως ο θάνατός τους δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόωρος.