Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Δημήτριος Τόφαλος 1882 – 1966
























Θρυλικός αθλητής της άρσης βαρών. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1882 και από νεαρή ηλικία φάνηκαν οι φυσικές του δυνατότητες.
Όλη η πόλη μιλούσε γι' αυτόν και το πώς επέζησε από ένα σοβαρό ατύχημα. Το 1894 και σε ηλικία 12 ετών ο μικρός Δημήτρης έπαιζε κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές, όταν ένα βαγόνι ήρθε κατά πάνω του και του συνέτριψε το χέρι. Στο νοσοκομείο οι γιατροί επέμεναν να προχωρήσουν σε ακρωτηριασμό του χεριού του. Ο πατέρας του αρνήθηκε και στην πορεία του χρόνου δικαιώθηκε. Το χέρι του γιου του σώθηκε, αλλά παρέμεινε μικρότερο από το άλλο. Η μικρή αυτή αναπηρία δεν εμπόδισε τον Δημήτρη Τόφαλο να γίνει ένας σπουδαίος αθλητής.
Το 1899 γράφτηκε στη Γ.Ε. Πατρών, μετέπειτα Παναχαϊκή, και ασχολήθηκε με την άρση βαρών. Το 1904 ήταν πανέτοιμος για τη μεγάλη διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Αγίου Λουδοβίκου. Αρρώστησε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και αναγκάστηκε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο στην Αμβέρσα. Δύο χρόνια αργότερα στη Μεσολυμπιάδα της Αθήνας (9-19 Απριλίου 1906) κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο αγώνισμα της Άρσης Βαρών με τα δύο χέρια. Σήκωσε 142,5 κιλά, επικρατώντας έπειτα από σκληρή διήμερη μάχη του αυστριακού Γιόζεφ Στάινμπαχ. Η επίδοσή του αυτή ήταν πολύ μεγάλη για την εποχή και παρέμεινε ως παγκόσμιο ρεκόρ μέχρι το 1914.
Κατά την επιστροφή του στην Πάτρα, 6.000 φίλαθλοι του επιφύλαξαν αποθεωτική υποδοχή στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, εκεί όπου πριν από 12 χρόνια είχε το ατύχημα, που παρ' ολίγο να του κοστίσει τη ζωή. Ο Τόφαλος δεν μπόρεσε να συμμετάσχει σε Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς το 1908 στο Λονδίνο η άρση βαρών δεν συμπεριλαμβανόταν στο επίσημο πρόγραμμα.
Τον ίδιο χρόνο εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και για βιοποριστικούς λόγους ασχολήθηκε με την ελευθέρα πάλη (κατς). Έγινε γνωστός για το πείσμα του, παρά για τη δύναμή του. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο αγώνας του με τον παγκόσμιο πρωταθλητή Φρανκ Γκοτζ. Ο αντίπαλός του με μια λαβή του έσπασε το χέρι και ο Τόφαλος, σφαδάζοντας από τους πόνους, αγωνίστηκε μέχρι τέλους, χωρίς να εγκαταλείψει τη μάχη. Η επιμονή του αυτή του στοίχισε τρεις μήνες νοσηλείας, αλλά τον έκανε διάσημο.
Μετά την αποχώρησή του από τα ταπί έγινε μάνατζερ του πασίγνωστου έλληνα κατσέρ Τζιμ Λόντου, τον οποίον συνόδευσε στην Αθήνα το 1930 για τον αγώνα του κατά του Ζιμπίνσκι στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ο Τόφαλος υπήρξε εκ των ιδρυτών του ελληνοαμερικανικού αθλητικού συλλόγου της Νέας Υόρκης «Ερμής».
Το 1952 επανήλθε στην Ελλάδα και πέθανε στην Πάτρα στις 15 Νοεμβρίου 1966. Στην καριέρα του κατέκτησε 140 έπαθλα στην άρση βαρών και 251 στην ελευθέρα πάλη (κάτς). Η γενέτειρά του Πάτρα τον τίμησε, δίνοντας το όνομά του σε οδό και σε κλειστό γυμναστήριο.
Ο Δημήτριος Τόφαλος ήταν ιδιαίτερα εύσωμος. Για τον λόγο αυτό, το επώνυμό του επικράτησε να χρησιμοποιείται ως χαρακτηριστικό των ανθρώπων μεγάλου ύψους και βάρους («είναι Τόφαλος»).

Εξέγερση του Πολυτεχνείου



Αποτέλεσμα εικόνας για POLYTEXNEIO
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 ήταν μια μαζική και δυναμική εκδήλωση της λαϊκής αντίθεσης στο καθεστώς της Χούντας των Συνταγματαρχών. Η εξέγερση ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου 1973, με κατάληψη του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Αθηνών από φοιτητές και σπουδαστές που κλιμακώθηκε σχεδόν σε αντιχουντική εξέγερση και έληξε με αιματοχυσία το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, μετά από μια σειρά γεγονότων που ξεκίνησαν με την είσοδο άρματος μάχης στον χώρο του Πολυτεχνείουκαι την επαναφορά σε ισχύ του σχετικού στρατιωτικού νόμου που απαγόρευε συγκεντρώσεις και την κυκλοφορία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Οι αιτίες

Η Ελλάδα βρισκόταν από τις 21 Απριλίου 1967 υπό τη δικτατορική διακυβέρνηση του στρατού, ενός καθεστώτος που είχε καταργήσει τις ατομικές ελευθερίες, είχε διαλύσει τα πολιτικά κόμματα και είχε εξορίσει, φυλακίσει και βασανίσει πολιτικούς και πολίτες με κριτήριο τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Το 1973 βρίσκει τον ηγέτη της δικτατορίαςΓεώργιο Παπαδόπουλο να έχει ξεκινήσει μια διαδικασία φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, η οποία συμπεριλάμβανε την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων και την μερική άρση της λογοκρισίας, καθώς και υποσχέσεις για νέο σύνταγμα και εκλογές στις 10 Φεβρουαρίου 1974 για επιστροφή σε πολιτική διακυβέρνηση. Στελέχη της αντιπολίτευσης, μπόρεσαν έτσι να ξεκινήσουν πολιτική δράση ενάντια της χούντας.[1]
Η χούντα, στην προσπάθειά της να ελέγξει κάθε πλευρά της πολιτικής, είχε αναμιχθεί στον φοιτητικό συνδικαλισμό από το 1967, απαγορεύοντας τις φοιτητικές εκλογές στα πανεπιστήμια, στρατολογώντας υποχρεωτικά τους φοιτητές και επιβάλλοντας μη εκλεγμένους ηγέτες των φοιτητικών συλλόγων στην Eθνική Φοιτητική Ένωση Eλλάδας (ΕΦΕΕ).[2]Αυτές οι ενέργειες όπως είναι φυσικό δημιούργησαν έντονα αντιδικτατορικά αισθήματα στους φοιτητές, όπως τον φοιτητή Γεωλογίας Κώστα Γεωργάκη, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε δημόσια το 1970 στην Γένοβα της Ιταλίας σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στη χούντα.[3] Με αυτή την εξαίρεση, η πρώτη μαζική δημόσια εκδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στη χούντα ήρθε από τους φοιτητές στις 21 Φεβρουαρίου 1973.
Οι αναταραχές ξεκίνησαν λίγο νωρίτερα, στις 5 Φεβρουαρίου, όταν οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν αποχή από τα μαθήματά τους. Στις 13 Φεβρουαρίου γίνεται διαδήλωση μέσα στο Πολυτεχνείο και η χούντα παραβιάζει το πανεπιστημιακό άσυλο, δίνοντας εντολή στην αστυνομία να επέμβει. 11 φοιτητές συλλαμβάνονται και παραπέμπονται σε δίκη. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα, στις 21 Φεβρουαρίου, περίπου τρεις με τέσσερις χιλιάδες φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κατέλαβαν το κτίριο της σχολής στο κέντρο της Αθήνας επί της οδού Σόλωνος, ζητώντας ανάκληση του νόμου 1347 που επέβαλε την στράτευση «αντιδραστικών νέων», καθώς 88 συμφοιτητές τους είχαν ήδη στρατολογηθεί με τη βία. Από την ταράτσα του κτιρίου απαγγέλλουν τον ακόλουθο όρκο: «Εμείς οι φοιτηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμαστε στo όνομα της ελευθερίας να αγωνισθούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση: α) των ακαδημαϊκών ελευθεριών, β)του πανεπιστημιακού ασύλου, γ) της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων.» Η αστυνομία έλαβε εντολή να επέμβει και πολλοί φοιτητές σε γύρω δρόμους υπέστησαν αστυνομική βία, χωρίς όμως τελικά να παραβιαστεί το πανεπιστημιακό άσυλο. Τα γεγονότα στη Νομική αναφέρονται συχνά ως προάγγελος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.[2][4]
Η εξέγερση των φοιτητών επηρεάστηκε επίσης σημαντικά και από τα νεανικά κινήματα της δεκαετίας του '60, και ειδικά από τα γεγονότα του Μάη του '68.[5]

Τα γεγονότα

Στις 14 Νοεμβρίου 1973 φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν αποχή από τα μαθήματα και άρχισαν διαδηλώσεις εναντίον του βάναυσου στρατιωτικού καθεστώτος. Οι φοιτητές που αυτοαποκαλούνταν «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», οχυρώθηκαν μέσα στο κτίριο της σχολής επί της οδού Πατησίων και ξεκίνησαν τη λειτουργία του ανεξάρτητου ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου. Ο πομπός κατασκευάστηκε μέσα σε λίγες ώρες στα εργαστήρια της σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών από τον Γιώργο Κυρλάκη. Το, πλέον ιστορικό, μήνυμά τους ήταν: «Εδώ Πολυτεχνείο! Λαέ της Ελλάδας το Πολυτεχνείο είναι σημαιοφόρος του αγώνα μας, του αγώνα σας, του κοινού αγώνα μας ενάντια στη δικτατορία και για την Δημοκρατία». Εκφωνητές του σταθμού ήταν η Μαρία Δαμανάκη, ο Δημήτρης Παπαχρήστος και ο Μίλτος Χαραλαμπίδης.[6]
Οι διαδηλώσεις, τα συλλαλητήρια και οι εκδηλώσεις ενάντια στο καθεστώς της Χούντας αυξάνονται. Κυρίως στην Αθήνα αλλά και σε σημεία της επαρχίας δημιουργούνται συνθήκες εξέγερσης. Από τις 14 Νοεμβρίου μέχρι και τις 17 Νοεμβρίου (και πιο περιορισμένα μέχρι τις 18 Νοεμβρίου) στήνονται οδοφράγματα και διεξάγονται οδομαχίες μεταξύ εξεγερμένων και αστυνομίας. Στις 3 π.μ. της 17ης Νοεμβρίου, και ενώ οι διαπραγματεύσεις για ασφαλή αποχώρηση των φοιτητών είναι σε εξέλιξη, αποφασίζεται από την μεταβατική κυβέρνηση η επέμβαση του στρατού και ένα από τα τρία άρματα που είχαν παραταχθεί έξω από τη σχολή, γκρεμίζει την κεντρική πύλη. Κατά την είσοδο του άρματος συνθλίβονται 2-3 φοιτητές που βρίσκονταi πίσω από την πύλη (γεγονός "λίαν πιθανό αλλά ανεπιβεβαίωτο" σύμφωνα με το πόρισμα του εισαγγελέα Τσεβά).[7] Επίσης, από τα συντρίμμια τραυματίζεται σοβαρά (συντριπτικά κατάγματα στα πόδια) η φοιτήτρια Πέπη Ρηγοπούλου.[8] Ο σταθμός του Πολυτεχνείου έκανε εκκλήσεις στους στρατιώτες να αψηφήσουν τις εντολές των ανωτέρων τους και στη συνέχεια ο εκφωνητής απήγγειλε τον Ελληνικό Εθνικό Ύμνο. Η μετάδοση συνεχίστηκε ακόμα και μετά την είσοδο του άρματος στον χώρο της σχολής. Οι φοιτητές που είχαν παραμείνει στο Πολυτεχνείο, μαζεύτηκαν στο κεντρικό προαύλιο, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Η πτώση της πύλης ακολουθήθηκε από την είσοδο μιας μονάδας ενόπλων στρατιωτών των ΛΟΚ που οδήγησαν τους φοιτητές, χωρίς βια, έξω από το Πολυτεχνείο, μέσω της πύλης της οδού Στουρνάρη. Οι αστυνομικές δυνάμεις που περιμένουν στα δυο πεζοδρόμια της Στουρνάρη επιτίθενται στους φοιτητές, την έξοδο των οποίων αποφασίζουν (σύμφωνα και με το πόρισμα του εισαγγελέα Τσεβά) να περιφρουρήσουν κάποιοι από τους στρατιώτες, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις επενέβησαν και εναντίον των αστυνομικών που βιαιοπραγούσαν στους φοιτητές. Πολλοί φοιτητές βρίσκουν καταφύγιο σε γειτονικές πολυκατοικίες. Ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας ανοίγουν πυρ από γειτονικές ταράτσες, ενώ άνδρες της ΚΥΠ καταδιώκουν τους εξεγερθέντες. Οι εκφωνητές του σταθμου του Πολυτεχνείου παρέμειναν στο πόστο τους και συνέχισαν να εκπέμπουν το ιστορικό μήνυμα για 40 λεπτά μετά την έξοδο, οπότε συνελήφθησαν.[8][9]

Οι νεκροί του Πολυτεχνείου

Η πρώτη λίστα με τους καταγεγραμμένους νεκρούς της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, όπως δόθηκε σε συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσε ο υφυπουργός της Χούντας Σπύρος Ζουρνατζής στις 19 Νοεμβρίου 1973, από τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Δημήτρη Καψάσκη. Αναφέρονται τα ονόματα των νεκρών που είχαν νεκροτομηθεί ως το απόγευμα της Κυριακής 18 Νοεμβρίου 1973.

Στρατιώτες και αστυνομικοί έβαλαν με πραγματικά πυρά κατά πολιτών μέχρι και την επόμενη μέρα, με συνέπεια αρκετούς θανάτους στον χώρο γύρω από το Πολυτεχνείο, αλλά και στην υπόλοιπη Αθήνα. Η πρώτη επίσημη καταγραφή τον Οκτώβριο του 1974, από τον εισαγγελέα Δημήτρη Τσεβά, εντόπισε 18 επίσημους ή πλήρως βεβαιωθέντες νεκρούς και 16 άγνωστους "βασίμως προκύπτοντες".[7] Ένα χρόνο αργότερα ο αντιεισαγγελέας εφετών Ιωάννης Ζαγκίνης έκανε λόγο για 23 νεκρούς, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολούθησε προστέθηκε ακόμη ένας. Οι πρώτες (δημοσιογραφικές) προσπάθειες για την καταγραφή των γεγονότων μιλούσαν για 59 νεκρούς ή και 79 θύματα, με βάση τον κατάλογο Γεωργούλα.[10] Σύμφωνα με έρευνα του Διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος ΕρευνώνΛεωνίδα Καλλιβρετάκη το 2003, ο αριθμός των επωνύμων νεκρών ανέρχεται σε 23, ενώ αυτός των νεκρών αγνώστων στοιχείων σε 16.
Ο Χρήστος Λάζος υποστηρίζει ότι οι νεκροί είναι 83 και ίσως περισσότεροι. Ανάμεσά τους ο 19χρονος Μιχάλης Μυρογιάννης, ο μαθητής λυκείου Διομήδης Κομνηνός και ένα πεντάχρονο αγόρι που εγκλωβίστηκε σε ανταλλαγή πυρών στου Ζωγράφου. Κατά τη δίκη των υπευθύνων της χούντας υπήρξαν μαρτυρίες για τον θάνατο πολλών πολιτών κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Τέλος χιλιάδες σύμφωνα με εκτιμήσεις ήταν οι τραυματίες πολίτες.[11]

Η δίκη για τα γεγονότα


Στις 30 Δεκεμβρίου του 1975 και μετά από ακροαματική διαδικασία διόμισυ μηνών και διάσκεψη 6 ημερών ενώπιον του πενταμελούς εφετείου Αθηνών, εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου το οποίο κήρυξε ένοχους τους 20 από τους 32 κατηγορούμενους, ενώ αθώωσε άλλους 12. Οι κύριες ποινές που επιβλήθησαν:
  • Δημήτριος Ιωαννίδης (αρχηγός της ΕΣΑ την περίοδο της εξέγερσης): 7 φορές ισόβια για ηθική αυτουργία σε 7 ανθρωποκτονίες από πρόθεση και 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε 38 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση διάπραξης κακουργημάτων, καθώς και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.

  • Γεώργιος Παπαδόπουλος (εν ενεργεία δικτάτορας την περίοδο της εξέγερσης): 25 χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονίες από πρόθεση και απόπειρες ανθρωποκτονιών, καθώς και δεκαετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
  • Σταύρος Βαρνάβας (αντιστράτηγος Ε.Α.): 3 φορές ισόβια για ηθική αυτουργία σε 3 ανθρωποκτονίες από πρόθεση και 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε 17 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση διάπραξης κακουργημάτων, καθώς και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
  • Νικόλαος Ντερτιλής (ταξίαρχος Ε.Α.): Ισόβια κάθειρξη και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για ανθρωποκτονία από πρόθεση του διερχόμενου Μιχαήλ Μυρογιάννη.
  • Άλλοι τέσσερις ανώτατοι αξιωματικοί σε 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε συνολικά 12 ανθρωποκτονίες και 56 απόπειρες ανθρωποκτονιών, καθώς και δεκαετής στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων.
  • Άλλοι 12 κατηγορούμενοι σε μικρότερες ποινές, από 5 μήνες έως 10 χρόνια κάθειρξη για διάφορες κατηγορίες, κυρίως για ηθική αυτουργία σε επικίνδυνες σωματικές βλάβες. Οι ποινές κάτω του ενός έτους, ήταν εξαγοράσιμες.[12]

Συνέπειες - απόηχος

Η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης, που -όπως προκύπτει από την επισκόπηση του καταλόγου των καταγεγραμμένων νεκρών- χαρακτηρίσθηκε από δολοφονίες πολιτών ακόμη και δυο μέρες μετά τη στιγμή της εισόδου του τανκ στον περίβολο του Πολυτεχνείου, με κύρια αιτία την κήρυξη στρατιωτικού νόμου, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Οκτώ ημέρες μετά τα γεγονότα, εκδηλώθηκε νέο πραξικόπημα του ταξίαρχου Δημ. Ιωαννίδη το οποίο ανέτρεψε την σκιώδη κυβέρνηση του Σπ. Μαρκεζίνη, εξαφανίζοντας, παράλληλα, τις όποιες προοπτικές υπήρχαν για τη (σταδιακή έστω) φιλελευθεροποίηση του χουντικού καθεστώτος, που είχε εξαγγείλει ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ο τελευταίος, τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στην οικία του στο Λαγονήσι, όπου και παρέμεινε έκτοτε, μέχρι και την πτώση της δικτατορίας, στις 24 Ιουλίου του 1974. Με νέο, "αφανή δικτάτορα" τον Ιωαννίδη (καθώς στην "πρωθυπουργία" ανήλθε ο οικονομολόγος Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος και στην "προεδρία" της δήθεν δημοκρατίας ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης), η χούντα σκλήρυνε τη στάση της[13], ανακαλώντας τις αναβολές πολλών φοιτητών τους οποίους επιστράτευσε, ενώ πλήθυναν οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[14] και φιμώθηκε εκ νέου ο Τύπος. Μάλιστα, προκειμένου να εμπεδωθεί μια επίφαση δημοκρατικότητας στην κοινή γνώμη, ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης σκηνοθέτησε μια τηλεοπτική εκπομπή, παρουσιάζοντας μερικούς φοιτητές, με τους οποίους συζήτησε (υπό την παρουσία ανδρών της ΕΑΤ-ΕΣΑ που όμως δεν εμφανίζονταν στα πλάνα) τα αίτια και την αφορμή της εξέγερσης[15].
Η ανεπιτυχής απόπειρα πραξικοπήματος του Ιωαννίδη στις 15 Ιουλίου του 1974 ενάντια στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Γ', και μετέπειτα Πρόεδρο της Κύπρου, συνέπεσε με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Τα γεγονότα προκάλεσαν την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος και δήλωσαν την απαρχή της περιόδου της μεταπολίτευσης. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προσκλήθηκε από την αυτοεξορία του στη Γαλλία και διορίστηκε Πρωθυπουργός της Ελλάδας στο πλευρό του προέδρου Γκιζίκη. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία επανήλθε και οι βουλευτικές εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 ήταν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά από μια δεκαετία. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου, διεξήχθη δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος στο οποίο επικράτησε η αβασίλευτη δημοκρατία.
Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου υπήρξαν σταθμός στη διαμόρφωση της ταυτότητας της σύγχρονης ελληνικής Αριστεράς, από την οποία θεωρούνται ως κορυφαία εκδήλωση αυθόρμητης εξέγερσης, αντιαυταρχισμού, αντιαμερικανισμού κλπ. Ενδεικτικό στοιχείο της επιρροής τους σε ριζοσπαστικούς κύκλους είναι η επιλογή της ημερομηνίας "17 Νοέμβρη" ως ονόματος από την διαβόητη ακροαριστερή τρομοκρατική οργάνωση, η οποία ξεκίνησε τη δράση της το 1975 και επί σχεδόν τρεις δεκαετίες θεωρείτο ως η πιο επικίνδυνη τρομοκρατική ομάδα στην Ελλάδα.
Ο επίσημος εορτασμός της επετείου της εξέγερσης κάθε 17η Νοεμβρίου καθιερώθηκε το 1981, από την νεοεκλεγείσα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ.[16