Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Η απόπειρα Δολοφονίας του Σόιμπλε






Ο αντιδημοφιλής έως αντιπαθής στην Ελλάδα λόγω μνημονίου υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ζει και δρα σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι. Έμεινε παράλυτος στα κάτω άκρα, όταν έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης στις 12 Οκτωβρίου 1990, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας.
Τον Οκτώβριο του 1990 η Γερμανία βρισκόταν σε προεκλογικό πυρετό. Στις 2 Δεκεμβρίου θα διεξάγονταν οι πρώτες εκλογές μετά τη Γερμανική ενοποίηση, τις οποίες είχε προκηρύξει ο χριστιανοδημοκράτης καγκελάριος Χέλμουτ Κολ -ο αρχιτέκτονας της Γερμανικής Ενοποίησης, ελπίζοντας σε μία θριαμβευτική επικράτηση της κεντροδεξιάς κυβερνητικής συμμαχίας, που την αποτελούσαν οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU), οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας (CSU) και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP).
O Υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Κολ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ένας 48χρονος πρώην εφοριακός και επίδοξος δελφίνος του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, περιόδευε στην εκλογική του περιφέρεια στο ομοσπονδιακό κρατίδιο της Βάδης - Βυρτεμβέργης, διεκδικώντας μία ακόμη επανεκλογή στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Είχε εκλεγεί για πρώτη φορά το 1972, σε ηλικία 30 ετών. Το βράδυ της 12ης  Οκτωβρίου βρέθηκε στο Όπεναου, ένα όμορφο κεφαλοχώρι στο Μέλανα Δρυμό, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, που ψηφίζει παραδοσιακά Χριστιανοδημοκράτες. Στους 300 ενθουσιώδεις ψηφοφόρους του, που πήγαν στην τοπική μπυραρία για να τον ακούσουν και ο παρολίγον δολοφόνος του.
Γύρω στις 10 το βράδυ και μετά το τέλος της ομιλίας του, ο Σόιμπλε άρχισε να συνομιλεί χαλαρά με τους ψηφοφόρους του. Τότε, ο 31χρονος βοηθός τοπογράφου Ντίτερ Κάουφμαν έβγαλε από το δερμάτινο μπουφάν του ένα 38άρι περίστροφο τύπου Smith &Wesson και πυροβόλησε τρεις φορές προς το μέρος του Σόιμπλε. Δύο από τις σφαίρες πέτυχαν τον Σόιμπλε, η μία στη δεξιά παρειά και η άλλη στη σπονδυλική στήλη, ενώ η τρίτη τραυμάτισε έναν από τους σωματοφύλακές του. Ο δημοσιογράφος και φίλος του Χανς-Πέτερ Σιτζ, που ήταν παρών, ανακαλεί στη μνήμη του το περιστατικό: «Αρχικά νόμιζα ότι έσκασαν δύο μπαλόνια, που ήταν άφθονα στην αίθουσα, μέχρις ότου είδα τον Σόιμπλε να σωριάζεται δίπλα μου και να ψελλίζει “δεν αισθάνομαι το πόδι μου”».

Η έξοδος του Β. Σόιμπλε από το νοσοκομείο
Ο αιφνιδιασμός της αστυνομίας ήταν πλήρης, καθώς δεν μπόρεσε να προστατεύσει τον πολιτικό της προϊστάμενο. Η γερμανική αστυνομία είχε αι ένα άλλο λόγο να φρουρεί στενά τον Σόιμπλε, καθώς λίγους μήνες πριν είχε πέσει θύμα απόπειρας δολοφονίας και ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία Όσκαρ Λαφοντέν.

Ο Σόιμπλε μεταφέρθηκε αμέσως στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Φράιμπουργκ, όπου ξεκίνησε ένας αγώνας δρόμου των γιατρών για να τον κρατήσουν στη ζωή. Το κατάφεραν, αλλά με τίμημα να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σε αναπηρική πολυθρόνα. Η δεύτερη σφαίρα που έπληξε τη σπονδυλική του στήλη είχε κάνει όλη τη ζημιά. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν μπορούσε πλέον να παίζει τένις και ποδόσφαιρο και να κάνει σκι, τρία σπορ που τόσο αγαπούσε.
Ο δράστης της επίθεσης Ντίτερ Κάουφμαν ήταν γιος δημάρχου της περιοχής και στα νιάτα του, θέλοντας να αναζητήσει την προσωπική του ελευθερία και την αυτοεπιβεβαίωση, έφυγε από τη Γερμανία και έζησε για πολλά χρόνια στην Ασία. Μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τα οποία του δημιούργησαν ψυχολογικά προβλήματα. Στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν δήλωσε ότι ήθελε να εκδικηθεί το γερμανικό κράτος για τον «ψυχολογικό και σωματικό τρόμο», που του ασκούσε και επέλεξε ως προσωποποίησή του τον Υπουργό Εσωτερικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Τον Μάιο του 1991 προσήχθη σε δίκη, αλλά κρίθηκε ανίκανος για τον καταλογισμό της πράξης του, επειδή έπασχε από βαριάς μορφής σχιζοφρένεια. Κλείσθηκε σε ψυχιατρείο και αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους το φθινόπωρο του 2004.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής στις εκλογές της 2ας Δεκεμβρίου 1990 και συνέχισε την πολιτική του καριέρα από το αναπηρικό καροτσάκι του. Η δημοφιλία του αυξήθηκε κατακόρυφα στις 12 Οκτωβρίου 1995, όταν συγχώρεσε δημοσίως τον παρ’ ολίγον δολοφόνο του. Πιθανόν να είχε περάσει το κατώφλι της καγκελαρίας, αν οι Χριστιανοδημοκράτες δεν έχαναν τις εκλογές του 1998 και δεν βρισκόταν στον δρόμο του η ανατολικογερμανίδα Άγκελα Μέρκελ.
Σήμερα, εκτός από κυβερνητικό στέλεχος, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ασχολείται ενεργά με το αναπηρικό κίνημα. Είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Παραπληγικών Γερμανίας (DSQ) και του Διεθνούς Ερευνητικού Ινστιτούτου για τις παθήσεις της σπονδυλικής στήλης, που εδρεύει στη Ζυρίχη.


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/566#ixzz3oKWg6G7u
















Το τέλος της Γερμανικής Κατοχής 12/10/1944



Πλήθος κόσμου πανηγυρίζει στην Πλατεία Συντάγματος



12 οκτωβρίου 1944. Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό Πέμπτης, όταν οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα, καλώντας τους Αθηναίους να ξεχυθούν στους δρόμους και να πανηγυρίσουν το τέλος της γερμανικής κατοχής. Ως τις 3 Νοεμβρίου ο τελευταίος Γερμανός (και Βούλγαρος) στρατιώτης είχε αποχωρήσει από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Η αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρηση των Γερμανών και των συμμάχων τους Βουλγάρων από την Ελλάδα είχε σημάνει λίγους μήνες νωρίτερα, στις 6 Ιουνίου, όταν οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία και άρχισαν να περισφίγγουν τον κλοιό γύρω από τη Γερμανία μαζί τους προελαύνοντες Σοβιετικούς από την ανατολική πλευρά. Ήταν φανερό ότι οι ημέρες της Ναζιστικής Γερμανίας ήταν μετρημένες.
Στο χρονικό διάστημα μέχρι την απελευθέρωση είχαν ενταθεί οι πολιτικές διαβουλεύσεις για τη μετακατοχική κατάσταση στην Ελλάδα. Από την πλευρά τους, οι Γερμανοί έψαχναν παρασκηνιακά τρόπους ασφαλούς αποχώρησής τους από τη χώρα μας. Από τις 26 Απριλίου 1944 της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης ηγείτο ο Γεώργιος Παπανδρέου, οι Άγγλοι όμως ήταν αυτοί που κινούσαν τα νήματα. Με τις συμφωνίες Λιβάνου (17-20 Μαΐου 1944) και Καζέρτας (26 Σεπτεμβρίου 1944) οι ανταρτικές ομάδες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ είχαν τεθεί υπό τις διαταγές της κυβέρνησης Παπανδρέου, που είχε εμπλουτισθεί και με στελέχη του ΕΑΜ.
Οι Γερμανοί άρχισαν να αποχωρούν σταδιακά από την Αθήνα από το βράδυ της 11ης Οκτωβρίου με κατεύθυνση προς Βορρά. Στις 8 το πρωί της 12ης Οκτωβρίου, οι ελάχιστοι Γερμανοί που είχαν απομείνει στην Αθήνα, συγκεντρώθηκαν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Εκεί, σε μία πρόχειρη όσο και βιαστική τελετή, ο επικεφαλής των κατοχικών δυνάμεων, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι, συνοδευόμενος από τον κατοχικό δήμαρχο Αθηναίων Άγγελο Γεωργάτο, κατέθεσε στεφάνι.
Το μόνο που απέμενε ήταν η υποστολή της ναζιστικής σημαίας από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Ένας Γερμανός στρατιώτης κατέβασε τη σβάστικα χωρίς καμία επισημότητα στις 9:15 το πρωί, την πήρε υπό μάλης και αποχώρησε με σκυμμένο το κεφάλι, σηματοδοτώντας το τέλος της γερμανικής κατοχής που διήρκεσε 1.625 μέρες και την αρχή ενός τρελού πανηγυριού στους δρόμους της Αθήνας.
Χιλιάδες κόσμου με τη γαλανόλευκη στα χέρια αλληλοασπάζονταν, αναφωνώντας «Χριστός Ανέστη», παιδιά σκαρφάλωναν στις οροφές των τραμ, ενώ απ' άκρη σ' άκρη αντηχούσε ο Εθνικός Ύμνος. Μετά από τριάμισι χρόνια δουλείας και σκλαβιάς οι Αθηναίοι ανάπνεαν για πρώτη φορά τον μεθυστικό αέρα της λευτεριάς.
Στις έξι ημέρες που πέρασαν μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης στην Αθήνα, την εξουσία ασκούσε τριμελής επιτροπή, αποτελούμενη από τους Θεμιστοκλή Τσάτσο, Φίλιππο Μανουηλίδη και Γιάννη Ζεύγο, συνεπικουρούμενη από τον διοικητή της Αστυνομίας Αθηνών, Άγγελο Έβερτ. Δύο ημέρες αργότερα άρχισαν καταφθάνουν στην πρωτεύουσα δυνάμεις του 3ου Σώματος του βρετανικού στρατού υπό τον αντιστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπι, που έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από τους Αθηναίους.
Στις 18 Οκτωβρίου έφτασε στην Αθήνα ο Γεώργιος Παπανδρέου και η κυβέρνησή του. Την ίδια ημέρα, ο πρωθυπουργός σε μία συγκινητική τελετή ύψωσε την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη και στη συνέχεια μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος που είχε γεμίσει ασφυκτικά την πλατεία Συντάγματος από τον εξώστη του Υπουργείου Οικονομικών.
Σε μία αριστοτεχνικά δομημένη ομιλία του εξήγγειλε τις προθέσεις της κυβέρνησής του, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, την ανάγκη να ικανοποιηθούν οι εθνικές διεκδικήσεις, να αποκατασταθεί η λαϊκή κυριαρχία, να επιλυθεί το πολιτειακό ζήτημα μετά από ελεύθερο δημοψήφισμα και να τιμωρηθούν οι συνεργάτες των κατακτητών. Το πλήθος, που συχνά τον διέκοπτε με συνθήματα υπέρ του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, υποδέχθηκε τις εξαγγελίες του με κραυγές και ιαχές υπέρ της λαοκρατικής δημοκρατίας. Ο Παπανδρέου, που ήταν αναγκασμένος να ακροβατεί συνεχώς μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, απάντησε με τη χαρακτηριστική φράση που έμεινε στην ιστορία: «Πιστεύομεν και εις την λαοκρατίαν».
Όμως, οι χαρές και τα πανηγύρια για την απελευθέρωση κράτησαν μόνο 53 ημέρες. Στις αρχές Δεκεμβρίου τα όπλα θα αντηχήσουν ξανά στους δρόμους της πρωτεύουσας, αλλά αυτή τη φορά θα είναι στραμμένα κατά αδελφών («Δεκεμβριανά»).


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/13#ixzz3oKVcX5Z9