Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Παλαιά Κοκκινιά








Η Παλαιά Κοκκινιά είναι ιστορική εργατική συνοικία στα βόρεια του δήμου Πειραιά και στο κέντρο του Πειραϊκού συγκροτήματος.
Ιστορικά είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον γειτονικό δήμο Νίκαιας, ο οποίος κατοικήθηκε αργότερα, γι'αυτό και ονομάστηκε Νέα Κοκκινιά ή απλά Κοκκινιά και στη συνέχεια Νίκαια. Οι δύο αυτές περιοχές σήμερα δεν πρέπει να συγχέονται, αν και έχουν κοινή ιστορία.

Οικισμός της περιοχής τον 19ο αιώνα

Ιερός Ναός Αγίων Αναργύρων - Παλαιά Κοκκινιά
Τμήμα της πλατείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρα σε Παλαιά Κοκκινιά
Το εκκλησάκι της Ευαγγελίστριας - Παλαιά Κοκκινιά
Πλατεία Δηλαβέρη
Στην περιοχή την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Οθωμανοί είχαν νεκροταφείο που χρησιμοποιούσαν για δικό τους σκοπό ακόμα και μετά την απελευθέρωση το Τουρκικό νεκροταφείο αποτελούσε ιδιοκτησία του Τουρκικού κράτους και απαγορευόταν η χρήση του από τους Έλληνες, σήμερα χρησιμοποιείται σαν μουσείο. Η Παλαιά Κοκκινιά είναι μια από τις παλιότερες συνοικίες που κατοικήθηκαν στην περιοχή του Πειραιά από τα μέσα του 19ου αιώνα πολύ πριν έρθουν οι πρόσφυγες από την Σμύρνη και οι Αρμένιοι που αποτελούν τον κορμό του σημερινού πληθυσμού. Πρώτοι κάτοικοι της Παλαιάς Κοκκινιάς ήταν μεταφερόμενοι αγρότες από διάφορα Αρβανιτοχώρια της Αττικής όπως τα Σπάτα, το Μενίδι και τα Λιόσια εκεί βρήκαν το κόκκινο έδαφος της περιοχής κατάλληλο για τις καλλιέργειες και τα ζώα τους.
Η περιοχή εκείνη την περίοδο μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα ήταν πολύ αραιοκατοικημένη με Αρβανίτικα καλύβια σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους, οι κάτοικοι είχαν τεράστιες εκτάσεις από χωράφια όπως και πολλές άμαξες γι'αυτό πήραν την ονομασία αραμπατζήδες. Οι πρώτοι κάτοικοι έχτισαν το δικό τους νεκροταφείο δίπλα από το παλιό Τουρκικό και το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων που σταδιακά επεκτάθηκε ώσπου μετατράπηκε στην σημερινή μεγαλοπρεπή εκκλησία στην γωνία της Οδού Αναργύρων και της 25ης Μαρτίου πολύ κοντά στον δήμο της Νίκαιας. Η δεύτερη εκκλησία που ανεγέρθη από τους νέους κατοίκους το 1868 το πανέμορφο Βυζαντινού ρυθμού εκκλησάκι του Αγίου Σωτήρα στην γωνία της Οδού Θηβών και της Οδού Αγίων Αναργύρων σε πολύ κοντινή απόσταση με το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, σήμερα είναι μεγαλοπρεπής ναός σε μεγάλο πευκόφυτο χώρο την πλατεία Μεταμόρφωσης του Σωτήρα την κεντρική πλατεία της Παλαιάς Κοκκινιάς.

Αρμένιοι και Σμυρνιοί, οι νεώτεροι πρόσφυγες

Η μορφή του οικισμού άλλαξε από τις αρχές του 20ου αιώνα με τον μαζικό ερχομό των προσφύγων που ήταν Αρμένιοι και Έλληνες πρόσφυγες σχεδόν όλοι από την περιοχή της Σμύρνης. Πρώτοι ήρθαν οι Αρμένιοι μετά την σφαγή τους από τους Τούρκους την περίοδο (1916 - 1918) διασκορπίστηκαν σε διάφορες κατευθύνσεις, η πλειοψηφία όσων ήρθαν στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Παλαιάς Κοκκινιάς σε ακατοίκητες περιοχές που υπήρχαν βορειότερα από την θέση των παλιών κατοίκων. Οι Αρμένιοι πολύ εργατικοί είχαν σημαντική συμβολή στην ταχύτατη ανάπτυξη της περιοχής με μια ισχυρή κοινότητα στην οποία κατασκεύασαν Αρμενική Ορθόδοξη εκκλησία, Αρμενική Καθολική εκκλησία, Αρμενικό σχολείο, βιβλιοθήκες, θέατρο και ιατρεία. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή το 1922 ακολούθησε η εγκατάσταση των προσφύγων από την Σμύρνηαλλά επειδή η περιοχή ήταν ήδη κατοικημένη οι Σμυρνιοί εγκαταστάθηκαν στις ακατοίκητες περιοχές βορειότερα όπου ίδρυσαν δική τους συνοικία την Νέα Κοκκινιά που διαχωρίστηκε απο την Παλαιά Κοκκινιά, είναι ο σημερινός δήμος Νίκαιας.

Η Παλαιά Κοκκινιά σήμερα

Μετά την δεκαετία του 1930 σε συνδυασμό με το πασίγνωστο εργοστάσιο του Ρετσίνα λίγο νοτιότερο η περιοχή οικοδομήθηκε ταχύτατα και άναρχα, μετατρεπόμενη σε πυκνοκατοικημένη εργατική συνοικία. Η Οδός Θηβών ένας από τους σημαντικότερους οδικούς κόμβους σε ολόκληρη την Αττική που ξεκινά από το εργοστάσιο του Ρετσίνα διασχίζει την συνοικία στην μέση, υπάρχουν επιπλέον τα εκκλησάκια της Ευαγγελιστρίας και της Ανάστασης. Κέντρο της συνοικίας είναι η διασταύρωση της Οδού Θηβών με την Οδό Αναργύρων που υπάρχει η σύγχρονη εκκλησία του Σωτήρα, μεγάλο πάρκο, γήπεδα, αθλητικά κέντρα, το 14ο - 15ο Γυμνάσιο Πειραιώς και το 10ο - 11ο Λύκειο Πειραιώς. Στα νότια απέναντι από το εργοστάσιο του Ρετσίνα υπάρχει το μεγάλο άλσος Δηλαβέρη στο οποίο εδράζεται ο Αθλητικός Όμιλος Φοίνικας και πολύ πρόσφατα το (2014) εγκαινιάστηκε γήπεδο μπάσκετ.

Πηγές

  • Μεγάλο Πειραϊκό Λεύκωμα, Χρήστου Πατραγά, Εκδόσεις Μυτιληναίος, Πειραιάς, 2004
  • "Ιστορία του Πειραιώς απο του 1833 - 1882 έτους" υπο Παντελέοντος Καμπούρογλου, Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών
  • 15o Γυμνάσιο Πειραιά, Πολιτιστικά Προγράμματα Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Θέμα : "Παλαιά Κοκκινιά, Ένα ταξίδι στον χρόνο", Κωνσταντίνος Μπέλσης, Ευαγγελία Παππά, Πειραιάς 2008 - 2009.
  • Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά.










Ανδρέας Καρκαβίτσας 1865 – 1922






Έλληνας πεζογράφος, κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος με τουςΑλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία. Πιο γνωστά έργα του είναι η συλλογή διηγημάτων Λόγια της Πλώρης και η νουβέλα Ο Ζητιάνος.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν το μεγαλύτερο από τα έντεκα παιδιά του ρουμελιώτη Δημητρίου Καρκαβίτσα και της ντόπιας Άννας Σκαλτσά. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της Λυγερής (1896).
Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε τον Δεκέμβριο του 1888. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της Εστίας τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία, τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του Ο ζητιάνος (1897).
Μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας το 1891 δούλεψε ως γιατρός στο ατμόπλοιο Αθήναι, με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα 
παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο Σ’ Ανατολή και Δύση και αξιοποιήθηκαν στην περίφημη συλλογή διηγημάτων του Λόγια της πλώρης (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου (συνταγματάρχη). Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις, που επιδίωκε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε «αειφυγία»).
Ο Καρκαβίτσας υπήρξε μέλος της «Εθνικής Εταιρίας», που προωθούσε τη «Μεγάλη Ιδέα» και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στου Γουδή, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο βενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης», με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση.
Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του. Στις 22 Οκτωβρίου του 1922 άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στο Μαρούσι από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου, την οποία εγκατέστησε γενική κληρονόμο του, με διαθήκη που συνέταξε τέσσερις ημέρες πριν από τον θάνατό του.
Η πεζογραφία του Καρκαβίτσα κινήθηκε αρχικά στο πλαίσιο της ειδυλλιακής ηθογραφίας, με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό, με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με κορυφαία έκφραση τον Ζητιάνο (1897). Από τα ογδόντα, συνολικά, διηγήματά του σταθμός στάθηκε η συλλογή Λόγια της πλώρης (1899), ενώ στο τελευταίο έργο του Ο αρχαιολόγος (1904) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη, που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του, με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων, σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ.
Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η πορεία του στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα, όμως, στράφηκε στη δημοτική και συνέβαλε στη διαμόρφωσή της χωρίς να υιοθετήσει τις ακρότητες του Ψυχάρη.