Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Στα ύψη φτώχεια, πείνα και ανισότητα στην Ελλάδα







Του Θανάση Κουκάκη

Αύξηση των Ελλήνων που στερούνται βασικών ειδών διατροφής και διαβίωσης και διατήρηση της εισοδηματικής φτώχειας και ανισότητας στα ύψη καταδεικνύουν στοιχεία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).

Από τη μελέτη της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού το 2015 προκύπτει ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές µίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο ή αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών µε δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών), δεν αφορά µόνο το φτωχό πληθυσμό αλλά και μέρος του µη φτωχού πληθυσμού.


Ενδεικτικά το 47,5% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των µη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 1,8%. Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 29,2%, ενώ είναι 50,8% για τα φτωχά νοικοκυριά και 23,7% για τα µη φτωχά νοικοκυριά.

Το 87,2% των φτωχών νοικοκυριών και το 44,5% των µη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 410 ευρώ.

Το 52,4% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Το 60,9% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασµών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κλπ.
Το 75,9% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του µε το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του. Το ελάχιστο µέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.889 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.600 ευρώ, ενώ τα µη φτωχά νοικοκυριά 1.963 ευρώ!

Το 21,3% των φτωχών νοικοκυριών, το 7,8% των µη φτωχών νοικοκυριών και το 10,6% του συνόλου των νοικοκυριών δε διαθέτουν ένα τουλάχιστον ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 17,9% των φτωχών νοικοκυριών, το 6,0% των µη φτωχών και το 8,4% του συνόλου των νοικοκυριών δε διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και το χρειάζονται, λόγω οικονομικής αδυναμίας.

Ως προς την υλική στέρηση που σχετίζεται µε την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών µε κοινωνικές δραστηριότητες - για άτομα ηλικίας άνω των 16 ετών - προέκυψε πως το 18,4% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συναντιέται (στο σπίτι ή κάπου αλλού) µε φίλους ή συγγενείς για ένα γεύμα ή ένα ποτό τουλάχιστον µια φορά το μήνα, το 26,7% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ., το 45,7% δεν έχει την δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιον άλλον, ενώ το 10,1% του πληθυσμού δε διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο για οικιακή χρήση για οικονομικούς λόγους.

Τα ποσοστά φτώχειας

Αλλά και η έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών 2015 της ΕΛΣΤΑΤ είναι αποκαλυπτική. Σύμφωνα με την έρευνα ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 35,7% του πληθυσμού της χώρας. Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.512 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 9.475 ευρώ για νοικοκυριά µε δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το µέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα ανέρχεται σε 8.796 ευρώ και το µέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε 17.182 ευρώ. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 860.117 σε σύνολο 4.195.840 νοικοκυριών, και τα µέλη τους σε 2.293.172 στο σύνολο των 10.723.089 ατόμων του πληθυσμού της χώρας.

Το 2015, το 21,4% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας όταν το όριο φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου εισοδήματος του νοικοκυριού. Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (39,4%).

Αναλυτικότερα, ο πληθυσμός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό εκτιμάται για τους Έλληνες σε 37,4% και για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα σε 64,3%. Το ποσοστό που ενώ δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, διαβιεί σε νοικοκυριά µε υλική στέρηση αλλά χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 8,4%. Το ποσοστό του πληθυσμού, που δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, και διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση αλλά µε χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 4,8%.

Οι ανισότητες

Η Ελληνική Στατιστική Αρχή διαπιστώνει και διατήρηση των ανισοτήτων εντός της ελληνικής κοινωνίας.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 6,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.

Η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω διαμορφώνεται στο 4,1 όπως ήταν και το 2014, ενώ μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών διαμορφώνεται στο 7,4 παρουσιάζοντας μικρή άνοδο σε σχέση µε το 2014, που ήταν στο 7,3.

Πιο αναλυτικά το 25% των νοικοκυριών µε το χαμηλότερο εισόδημα κατέχει το 8,9% του συνολικού εθνικού εισοδήματος, ενώ το 2014 κατείχε το 9,0%. Το 25% των νοικοκυριών µε το υψηλότερο εισόδημα, σε σχέση µε το προηγούμενο έτος κατέχει μικρότερο μέρος του συνολικού εθνικού εισοδήματος το 2015 και συγκεκριμένα το 47,2% έναντι του 47,6% που κατείχε το 2014, λόγω κυρίως των αυξημένων φορολογικών βαρών.

















Οδυσσέας Ελύτης 1911 – 1996



Έλληνας ποιητής και ζωγράφος. Ο Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές μας, που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979. Αποτέλεσε ένα από τα επίλεκτα μέλη της λεγόμενης «γενιάς του τριάντα» στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά του Λέσβιου επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της συμπατριώτισσάς του Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του εγκαταστάθηκε το 1895 στο Ηράκλειο, όπου ίδρυσε εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελουργίας, και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη μητέρα του.
Με την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ο Παναγιώτης Αλεπουδέλης μεταφέρει την επιχειρηματική του δραστηριότητα στην Αθήνα και εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην οδό Σόλωνος 98α. Σε ηλικία έξι ετών ο Οδυσσέας εγγράφεται στο ιδιωτικό Λύκειο Μακρή, που βρισκόταν τότε στην οδό Ιπποκράτους. Το 1918 πεθαίνει η μεγαλύτερη αδελφή του Μυρσίνη, σε μόλις ηλικία 20 ετών. Το 1923, ένα έτος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια Αλεπουδέλη ταξιδεύει στο εξωτερικό (Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία, Γιουγκοσλαβία). Το 1924 θα γνωρίσει στη Λωζάνη τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που αποτελούσε το πολιτικό ίνδαλμα της οικογένειάς του.
Το φθινόπωρο του 1924 μετεγγράφεται στο Γ' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και τον επόμενο χρόνο χάνει τον πατέρα του. Σ’ αυτή την περίοδο των μαθητικών του χρόνων εκδηλώνονται τα πρώτα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Συνεργάζεται με το περιοδικό Διάπλασις των Παίδων, διαβάζει ελληνική και γαλλική λογοτεχνία και το 1927 έρχεται σε επαφή με την ποίηση του Καβάφη. Το 1928 παίρνει το απολυτήριο του τότε Γυμνασίου και γνωρίζει την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη. Όλα αυτά τα χρόνια ο Οδυσσέας επισκεπτόταν σχεδόν κάθε καλοκαίρι κάποιο από τα νησιά του Αιγαίου, γεγονός που θα επηρεάσει το λυρικό υπόστρωμα της ποίησής του.
Το 1929 αποτελεί καθοριστικό έτος για την ποιητική του διαδρομή. Ανακαλύπτει τον σουρεαλισμό και διαβάζει Λόρκα και Ελιάρ. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα και τα στέλνει με ψευδώνυμο σε περιοδικά. Το 1930 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και η οικογένειά του μετακομίζει στην οδό Μοσχονησίων 146 (Πλατεία Αμερικής). Το 1933 γίνεται μέλος της Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου και συμμετέχει σε εκδηλώσεις και συζητήσεις με τους Ιωάννη Συκουτρή, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, Παναγιώτη Κανελλόπουλο και Κωνσταντίνο Τσάτσο.
Το 1935 θα γνωρίσει τον ποιητή και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο, που θα επηρεάσει καθοριστικά την ποίησή του, όπως και τη λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου, η οποία θα ασκήσει σημαντική επίδραση στον εικονιστικό προσανατολισμό της ποίησής του. Τον ίδιο χρόνο, ο φίλος και ομότεχνός του Γιώργος Σαραντάρης τον φέρνει σε επαφή με τη λογοτεχνική συντροφιά, που εξέδιδε το πρωτοποριακό περιοδικό Νέα Γράμματα. Την αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, οι Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης. Στα Νέα Γράμματα θα δημοσιευτεί το πρώτο του δόκιμο ποίημα με τίτλο Του Αγαίου, με την υπογραφή: Ελύτης.
Το 1936 γνωρίζεται με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο και από τότε θα τους συνδέσει μια μακρόχρονη και στενή φιλία. Στην παρέα τους εντάσσονται οι ζωγράφοι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Γιάννης Μόραλης, καθώς και ο ποιητής Νίκος Καρύδης, δημιουργός του εκδοτικού οίκου Ίκαρος, ο οποίος θα εκδώσει τα περισσότερα από τα βιβλία του Ελύτη. Τον ίδιο χρόνο θα διακόψει τις σπουδές του στη Νομική και θα στρατευθεί. Θα απολυθεί ως έφεδρος αξιωματικός το 1938.
Τον Δεκέμβριο του 1939, όταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ξεσπάσει, θα εκδώσει σε 300 αντίτυπα την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Προσανατολισμοί, μια φωτεινή αχτίδα μέσα «στη συννεφιά του κόσμου». Το 1940 η οικογένεια Αλεπουδέλη μετακομίζει στην οδό Ιθάκης 31 και την ίδια χρονιά ο Σάμουελ Μπο-Μποβί μεταφράζει τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη στα γαλλικά.

Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940) επιστρατεύεται ως ανθυπολοχαγός και ο παγωμένος χειμώνας του '40, τον βρίσκει στην πρώτη γραμμή του πυρός. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 προωθείται με το λόχο του εντός του αλβανικού εδάφους. Στις αρχές του 1941 παθαίνει κοιλιακό τύφο και μεταφέρεται ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Γλυτώνει τον θάνατο ως εκ θαύματος και μεταφέρεται στην Αθήνα. Η μακριά του ανάρρωση συμπίπτει με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και την επακολουθήσασα Κατοχή.
Το 1943 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική του συλλογή Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, μια αλληγορική αντίσταση μέσα στην Κατοχή, καμουφλαρισμένη σε μια υπερρεαλιστική φόρμα, όπως η Αμοργός του Γκάτσου και ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, που κυκλοφορούν την ίδια χρονιά.
Το 1945 συνεργάζεται με το υπερρεαλιστικό περιοδικό Τετράδιο. Δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων του Λόρκα κι ένα δικό του έργο, την ελεγεία Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Την ίδια χρονιά, με εισήγηση του Γιώργου Σεφέρη, τοποθετείται διευθυντής προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), θέση από την οποία παραιτείται μετά από λίγο. Την περίοδο αυτή ασχολείται με τη ζωγραφική, που ήταν μια παλιά του απασχόληση, συμπληρωματική της ποίησης του.
Το 1948 φεύγει από την Ελλάδα, που δοκιμάζεται από τον Εμφύλιο Πόλεμο, για την Ελβετία και από εκεί στο Παρίσι, όπου εγκαθίσταται. Εκεί γνωρίζεται με την πρωτοπορία της γαλλικής διανόησης (Μπρετόν, Ελιάρ, Τζαρά, Καμί) και έρχεται σε επαφή με εικαστικούς καλλιτέχνες, όπως οι Πικάσο, Ματίς, Σαγκάλ και Τζιακομέτι. Το 1950 επισκέπτεται την Ισπανία και στο τέλος του ίδιου χρόνου εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου συνεργάζεται με το BBC.
Το 1952 επιστρέφει στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο επανακάμπτει στο ΕΙΡ ως διευθυντής προγράμματος, θέση που θα κρατήσει για ένα μονάχα χρόνο. Το 1959 κυκλοφορεί το Άξιον Εστί, μια κορυφαία στιγμή της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο ποιητής καταδύεται στις ρίζες του ελληνικού μύθου και αντλεί υλικό και μορφές, εικόνες και ήχους, επιτυγχάνοντας μια δραματική σύνθεση, στην οποία το λυρικό «εγώ» ταυτίζεται με το επικό «εμείς» και η σύγχρονη γραφή συνδυάζεται με μια περιουσία, αρχαία βυζαντινή και νεώτερη. Το έργο αυτό του Ελύτη θα γνωρίσει πλατιά αναγνώριση και θα γίνει «κτήμα του Λαού», όταν θα μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1964.
Το 1967 το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου τον βρίσκει να μεταφράζει αποσπάσματα της Σαπφούς, στη νέα του κατοικία επί της οδού Σκουφά 23. Το 1969 φεύγει για δεύτερη φορά από την Ελλάδα και εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει έως το 1971, οπότε επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίζεται πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 - 1977). Παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών Επικρατείας, ο Ελύτης αρνείται, παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική. Το 1977 αρνείται, επίσης, την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.
Το 1979 έρχεται η μεγάλη στιγμή για τον ποιητή. Στις 18 Οκτωβρίου η Σουηδική Ακαδημία ανακοινώνει ότι θα του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την ποίησή του, που με βάθρο την ελληνική παράδοση περιγράφει με αισθητική δύναμη και υψηλή πνευματική διακριτικότητα, τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και τη δημιουργία». Στην ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας επισημαίνεται ότι το Άξιον Εστί αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ποίησης του 20ου αιώνα. Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής στις 10 Δεκεμβρίου 1979 στη Στοκχόλμη, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο Γουσταύο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα.
Τα επόμενα χρόνια θα είναι αρκούντως δημιουργικά για τον Ελύτη, με σημαντικές εκδόσεις έργων του στην ποίηση, το δοκίμιο και τη μετάφραση. Οι διακρίσεις και οι τιμές για το έργο του, εντός και εκτός της Ελλάδας, θα συνεχιστούν και θα ενταθούν. Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης θα φύγει από τη ζωή στις 18 Μαρτίου 1996, σε ηλικία 85 ετών.
Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του τριάντα, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος».

Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης χρησιμοποίησε ψευδώνυμο για το λογοτεχνικό έργο του, επειδή ήθελε να αποστασιοποιηθεί από το οικογενειακό του επίθετο, το οποίο ήταν «συνυφασμένο με ό,τι εγώ μισώ στη ζωή, το πρακτικό δηλαδή πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό». Το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ελύτης μπορεί να προέρχεται από τον συνδυασμό της συλλαβής «ελ», αρχικής σε ονόματα σημαδιακά, όπως Ελλάδα, Ελπίδα, Ελευθερία, Ελένη, με τη γενική τοπωνυμική κατάληξη των ελληνικών ονομάτων ανάλογα με το «Πολίτης», όπως προτείνει ο ελληνιστής Κίμων Φράιερ. Παλαιότερα οι φίλοι υποστήριζαν τρεις εκδοχές του ψευδωνύμου Ελύτης: το όνομα Eluard (Ελιάρ) και τις λέξεις elite (ελίτ) και αλήτης.























Η Διακήρυξη Μπάλφουρ






Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ
2 Νοεμβρίου 1917: Ενώ η εξέγερση κατά των Οθωμανών εξελίσσεται νικηφόρα για τους Άραβες που ονειρεύονται ανεξαρτησία, ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ, αποστέλλει μία επιστολή στον ηγέτη της εβραϊκής κοινότητας της Μεγάλης Βρετανίας, Λόρδο Ρότσιλντ, ζητώντας να τη διαβιβάσει στη Διεθνή Σιωνιστική Ομοσπονδία.
Πρόκειται για τη «Διακήρυξη Μπάλφουρ», όπως θα μείνει στην ιστορία, με την οποία δίδεται η υπόσχεση για την εγκαθίδρυση μιας «εβραϊκής πατρίδας» στην Παλαιστίνη, με σεβασμό στα δικαιώματα των λαών που ζουν ήδη στην περιοχή. Ως αντάλλαγμα, η εβραϊκή κοινότητα καλείται να ενθαρρύνει τις ΗΠΑ να εισέλθουν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι συζητήσεις που προηγήθηκαν της Διακήρυξης είχαν να κάνουν με τις λεπτομέρειες στη διατύπωση. Η φράση «εβραϊκή πατρίδα» χρησιμοποιήθηκε εσκεμμένα αντί της λέξης «πολιτεία», μιας και το επίσημο Λονδίνο δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι στόχος του ήταν η δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους. Επιπλέον, η αλλαγή μιας πρόθεσης οροθετούσε αυτή την πατρίδα μέσα στην Παλαιστίνη προς αποφυγής του εποικισμού όλης της περιοχής, ενώ στο τελικό κείμενο προστέθηκε και η αναφορά στα δικαιώματα των μη εβραϊκών κοινοτήτων.
Όλες αυτές οι αλλαγές ήταν αποτέλεσμα πιέσεων ενός αντι-σιωνιστή εβραίου και υπουργού της ινδικής κυβέρνησης, του Έντουιν Σάμιουελ Μοντάγκου, που πίστευε ότι η Διακήρυξη Μπάλφουρ στην αρχική της μορφή θα ενίσχυε τους αντισημιτικούς διωγμούς.
Η επιστολή περιελήφθη τρία χρόνια αργότερα στη Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία διαμοιράστηκαν τα ιμάτια της πάλαι ποτέ κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Μ. Βρετανία πήρε υπό την εντολή της τα εδάφη της Παλαιστίνης, κατόπιν αποφάσεως της Κοινωνίας των Εθνών. Οι Εβραίοι της Διασποράς ενθαρρύνθηκαν να μεταναστεύσουν κατά χιλιάδες στη «Γη της Επαγγελίας» και των προγόνων τους, προς μεγάλη αντίδραση των ντόπιων Αράβων.
Η πληθυσμιακή ισορροπία της περιοχής άρχισε να διαταράσσεται, η απελευθερωτική για τους Εβραίους -τρομοκρατική για τους Άραβες- οργάνωση «Χαγκάνα» ανέλαβε δράση και οι Βρετανοί «ένιπταν τας χείρας τους», όταν δεν υποστήριζαν το εβραϊκό στοιχείο. Έτσι φθάσαμε στο 1948, όταν δημιουργήθηκε το κράτος του Ισραήλ σε παλαιστινιακά εδάφη.
Η επιστολή Μπάλφουρ προς Ρότσιλντ δεν ήταν απλώς ένα ευχολόγιο!