Του Θανάση Κουκάκη
Αύξηση των Ελλήνων που στερούνται βασικών ειδών διατροφής και διαβίωσης και διατήρηση της εισοδηματικής φτώχειας και ανισότητας στα ύψη καταδεικνύουν στοιχεία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Από τη μελέτη της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού το 2015 προκύπτει ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές µίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο ή αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών µε δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών), δεν αφορά µόνο το φτωχό πληθυσμό αλλά και μέρος του µη φτωχού πληθυσμού.
Ενδεικτικά το 47,5% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των µη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 1,8%. Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 29,2%, ενώ είναι 50,8% για τα φτωχά νοικοκυριά και 23,7% για τα µη φτωχά νοικοκυριά.
Το 87,2% των φτωχών νοικοκυριών και το 44,5% των µη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 410 ευρώ.
Το 52,4% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Το 60,9% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασµών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κλπ.
Το 75,9% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του µε το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του. Το ελάχιστο µέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.889 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.600 ευρώ, ενώ τα µη φτωχά νοικοκυριά 1.963 ευρώ!Από τη μελέτη της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού το 2015 προκύπτει ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές µίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο ή αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών µε δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών), δεν αφορά µόνο το φτωχό πληθυσμό αλλά και μέρος του µη φτωχού πληθυσμού.
Ενδεικτικά το 47,5% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των µη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 1,8%. Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 29,2%, ενώ είναι 50,8% για τα φτωχά νοικοκυριά και 23,7% για τα µη φτωχά νοικοκυριά.
Το 87,2% των φτωχών νοικοκυριών και το 44,5% των µη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 410 ευρώ.
Το 52,4% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Το 60,9% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασµών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κλπ.
Το 21,3% των φτωχών νοικοκυριών, το 7,8% των µη φτωχών νοικοκυριών και το 10,6% του συνόλου των νοικοκυριών δε διαθέτουν ένα τουλάχιστον ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 17,9% των φτωχών νοικοκυριών, το 6,0% των µη φτωχών και το 8,4% του συνόλου των νοικοκυριών δε διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και το χρειάζονται, λόγω οικονομικής αδυναμίας.
Ως προς την υλική στέρηση που σχετίζεται µε την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών µε κοινωνικές δραστηριότητες - για άτομα ηλικίας άνω των 16 ετών - προέκυψε πως το 18,4% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συναντιέται (στο σπίτι ή κάπου αλλού) µε φίλους ή συγγενείς για ένα γεύμα ή ένα ποτό τουλάχιστον µια φορά το μήνα, το 26,7% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ., το 45,7% δεν έχει την δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιον άλλον, ενώ το 10,1% του πληθυσμού δε διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο για οικιακή χρήση για οικονομικούς λόγους.
Τα ποσοστά φτώχειας
Αλλά και η έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών 2015 της ΕΛΣΤΑΤ είναι αποκαλυπτική. Σύμφωνα με την έρευνα ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 35,7% του πληθυσμού της χώρας. Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.512 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 9.475 ευρώ για νοικοκυριά µε δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το µέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα ανέρχεται σε 8.796 ευρώ και το µέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε 17.182 ευρώ. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 860.117 σε σύνολο 4.195.840 νοικοκυριών, και τα µέλη τους σε 2.293.172 στο σύνολο των 10.723.089 ατόμων του πληθυσμού της χώρας.
Το 2015, το 21,4% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας όταν το όριο φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου εισοδήματος του νοικοκυριού. Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (39,4%).
Αναλυτικότερα, ο πληθυσμός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό εκτιμάται για τους Έλληνες σε 37,4% και για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα σε 64,3%. Το ποσοστό που ενώ δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, διαβιεί σε νοικοκυριά µε υλική στέρηση αλλά χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 8,4%. Το ποσοστό του πληθυσμού, που δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, και διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση αλλά µε χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 4,8%.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το µέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα ανέρχεται σε 8.796 ευρώ και το µέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε 17.182 ευρώ. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 860.117 σε σύνολο 4.195.840 νοικοκυριών, και τα µέλη τους σε 2.293.172 στο σύνολο των 10.723.089 ατόμων του πληθυσμού της χώρας.
Το 2015, το 21,4% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας όταν το όριο φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου εισοδήματος του νοικοκυριού. Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (39,4%).
Αναλυτικότερα, ο πληθυσμός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό εκτιμάται για τους Έλληνες σε 37,4% και για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα σε 64,3%. Το ποσοστό που ενώ δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, διαβιεί σε νοικοκυριά µε υλική στέρηση αλλά χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 8,4%. Το ποσοστό του πληθυσμού, που δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, και διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση αλλά µε χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 4,8%.
Οι ανισότητες
Η Ελληνική Στατιστική Αρχή διαπιστώνει και διατήρηση των ανισοτήτων εντός της ελληνικής κοινωνίας.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 6,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
Η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω διαμορφώνεται στο 4,1 όπως ήταν και το 2014, ενώ μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών διαμορφώνεται στο 7,4 παρουσιάζοντας μικρή άνοδο σε σχέση µε το 2014, που ήταν στο 7,3.
Πιο αναλυτικά το 25% των νοικοκυριών µε το χαμηλότερο εισόδημα κατέχει το 8,9% του συνολικού εθνικού εισοδήματος, ενώ το 2014 κατείχε το 9,0%. Το 25% των νοικοκυριών µε το υψηλότερο εισόδημα, σε σχέση µε το προηγούμενο έτος κατέχει μικρότερο μέρος του συνολικού εθνικού εισοδήματος το 2015 και συγκεκριμένα το 47,2% έναντι του 47,6% που κατείχε το 2014, λόγω κυρίως των αυξημένων φορολογικών βαρών.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 6,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
Η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω διαμορφώνεται στο 4,1 όπως ήταν και το 2014, ενώ μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών διαμορφώνεται στο 7,4 παρουσιάζοντας μικρή άνοδο σε σχέση µε το 2014, που ήταν στο 7,3.
Πιο αναλυτικά το 25% των νοικοκυριών µε το χαμηλότερο εισόδημα κατέχει το 8,9% του συνολικού εθνικού εισοδήματος, ενώ το 2014 κατείχε το 9,0%. Το 25% των νοικοκυριών µε το υψηλότερο εισόδημα, σε σχέση µε το προηγούμενο έτος κατέχει μικρότερο μέρος του συνολικού εθνικού εισοδήματος το 2015 και συγκεκριμένα το 47,2% έναντι του 47,6% που κατείχε το 2014, λόγω κυρίως των αυξημένων φορολογικών βαρών.