Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Ενθύμιο ενός βομβαρδισμού των συμμάχων το 1943 η βόμβα στο Κορδελιό




Η βόμβα που «περίμενε» 74 σχεδόν χρόνια στα έγκατα της δυτικής Θεσσαλονίκης για να εξουδετερωθεί με την γιγαντιαία σημερινή επιχείρηση , δεν είναι ιστορικό «ενθύμιο» των Γερμανών κατακτητών, αλλά των Εγγλέζων συμμάχων «φίλων» μας.
Ένα φρικαλέο λάθος που έκαναν το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου 1943 τα εγγλέζικα -συμμαχικά αεροπλάνα είχε ως επίπτωση περί τους 500 νεκρούς, και μια σειρά από ογκώδεις βομβιστικούς μηχανισμούς που «διασώζονται» μέχρι σήμερα.
Από το 1943 άρχισαν τα εγγλέζικα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν τις γερμανικές εγκαταστάσεις στο λιμάνι και στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης
«Δεκέμβρης του 43 ήταν, βράδυ Κυριακής, όταν τα συμμαχικά αεροπλάνα έκαναν ένα φρικαλέο λάθος. Στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Βάρνας, της Νεάπολης και του Τόπαλτι (σημερινό Ροδοχώρι) υπήρχαν πολλές παράγκες με σκεπές από λαμαρίνες. Γυάλιζαν οι λαμαρίνες τη νύχτα και τις ανταύγειες από τις σκεπές τις εξέλαβαν οι Εγγλέζοι πιλότοι των βομβαρδιστικών για θάλασσα για το λιμάνι και τις επιταγμένες από τους Γερμανούς αποθήκες κι άρχισε ένας ανελέητος βομβαρδισμός » λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο λογοτέχνης Περικλής Σφυρίδης ,83 ετών σήμερα - μόλις 10 το βράδυ εκείνο.
Από το κεφάλαιο του μυθοστορήματος του Περικλή Σφυρίδη «Ψυχή μπλε και κόκκινη» , που αναφέρεται στον βομβαρδισμό αυτόν, διαβάζουμε πως όταν άρχισαν να φωνάζουν οι σειρήνες, η οικογένεια Σφυρίδη δεν ανησύχησε, διότι, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, αυτό γινόταν συχνά. Θεωρούσαν τους Εγγλέζους δικούς τους ανθρώπους, συμμάχους, που ήξεραν πού χτυπούσαν. Γράφει: «Θα τους αλλάξουνε τα φώτα», είπε ο πατέρας, «θα ρημάξουν τα τρένα και το λιμάνι», κι είχε η φωνή του μια δόση χαράς ή θριάμβου.
Μόλις όμως άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες δίπλα τους, όλα τα μέλη της οικογένειας, αλλόφρονα, έτρεξαν να φύγουν από το σπίτι, να προφυλαχτούν όπου μπορούσαν. Ο πατέρας του Σφυρίδη πήρε τη σύζυγό του και τον μικρό Περικλή και έτρεξαν σε παρακείμενο εγκαταλειμμένο παλαιό καταφύγιο. Γράφει: « Αυτό το πανδαιμόνιο θα κράτησε κάνα εικοσάλεπτο, όταν ένα αεροπλάνο, σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας, έριξε μια υπέρλαμπρη φωτοβολίδα που έκανε τη νύχτα μέρα, κι αμέσως, ως δια μαγείας, σταμάτησε ο βομβαρδισμός κι απομακρύνθηκαν τα συμμαχικά αεροπλάνα αφήνοντας πίσω τους κόλαση». Εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι η φωτοβολίδα βοήθησε τους πιλότους να αντιληφθούν το λάθος τους και να συνεχίσουν τον βομβαρδισμό στο λιμάνι, που βρίσκεται κοντά στο κέντρο της πόλης.
«Το πρωί ξυπνήσαμε νωρίς από τα κλάματα, το θρήνο μιας ολόκληρης γειτονιάς. “Ευτυχώς που οι Πόντιοι έλειπαν”, είπε ο πατέρας και αναφερόταν στους γείτονές μας, όπου το καταφύγιο στην αυλή και η βόμβα που έσκασε σύρριζα στο σπίτι τους και μας γέμισε λάσπη και σουβάδες. “Είχαν γάμο κι ύστερα τραπέζι σε ταβέρνα στις Συκιές”, τον πληροφόρησε η μάνα, αλλά σε λίγο ακούστηκαν σπαραχτικές φωνές από τα απέναντι σπίτια των Ποντίων, γιατί μια οβίδα έσκασε πάνω στη συγκεκριμένη ταβέρνα όπου γλεντούσαν κι έπεσε η πλάκα, η οροφή, και σκότωσε πολλούς, τους περισσότερους από τους θαμώνες, μαζί με τη νύφη και το γαμπρό. Ανάμεσα στα θύματα ήταν κι η Σεβαστή με την αδελφή της Ανθούλα, δυο ψηλές και γεμάτες κοπέλες, που όταν ήμουν μικρός, αλλά και αργότερα, με έπαιρναν συχνά αγκαλιά στα αφράτα τους μπράτσα. Είχε σωθεί μόνο ο αδελφός τους ο Αντρέας, που μαζί με άλλους προσπαθούσαν όλη νύχτα, με κασμάδες και φτυάρια, να ξεθάψουν τους πλακωμένους. Όταν έφεραν τα κορίτσια στο σπίτι πάνω σ' ένα κάρο, ο Αντρέας δεν ξεκολλούσε από πάνω τους, έκλαιγε, χτυπιόταν και καταριόταν τους Εγγλέζους, αυτός που μισούσε τους Γερμανούς και ξέραμε ότι ήταν οργανωμένος και τους πολεμούσε. Οι γονείς τους γέρασαν ξαφνικά μεμιάς, δυο χούφταλα που μαράθηκαν πάνω σε δυο σκαμνιά, δίπλα στα φέρετρα που εν τω μεταξύ κάποιοι είχαν φέρει, και έκρυβαν το πρόσωπό τους με τα χέρια κι άλλοτε τραβούσαν τα μαλλιά τους. Οι δικοί μου όλοι είχαν αμέσως τρέξει στο σπίτι της Σεβαστής και της Ανθούλας για να συμπαρασταθούν στους επιζήσαντες. Έτσι βρήκα εγώ την ευκαιρία να βγω έξω για να δω τι είχε γίνει, τη συμφορά με τα δικά μου μάτια. Θυμάμαι ότι ήταν ένα πρωινό με ήλιο, έναν ήλιο που δάγκωνε, αφού το κρύο ήταν τσουχτερό και υπήρχαν λίγα χιόνια στις παρυφές του δρόμου. Τράβηξα προς τις Συκιές για να βρω την ταβέρνα που έγινε ομαδικός τάφος. Στην άκρη του δρόμου υπήρχαν κάποια πτώματα, οι νεκροί που δεν τους είχαν ακόμη αναγνωρίσει ή μαζέψει οι δικοί τους. Μα πιο πολλά, ανατριχιάζω ακόμα και τώρα που το γράφω, ήταν τα σκόρπια μέλη, χέρια και πόδια, αφού οι συγγενείς τους σήκωσαν τα πτώματα, αλλά ήταν νύχτα ή χρόνος χαμένος για να ψάξουν για τα μέλη που έλειπαν. Τη μνήμη μου καίει ακόμα ένα ποδαράκι που φορούσε ένα καινούργιο παιδικό παπούτσι. Παρότι ήμουν συνηθισμένος από νεκρούς, όπως άλλωστε κι όλα τα παιδιά της Κατοχής, που είχαμε δει αρκετούς σκοτωμένους ή πεθαμένους από πείνα, αυτή η μαζική δολοφονία - τι τραγικό, από λάθος!» (Περικλή Σφυρίδη «Ψυχή μπλέ και κόκκινη» σελ. 93-94, «Βιβλιοπωλείον της Εστίας»).
«Οι νεκροί θάφτηκαν άρον-άρον...Λίγες μέρες μετά τελέστηκε μνημόσυνο τους στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Παρέστη μάλιστα και ο Γερμανός διοικητής της πόλης που συλλυπείται -σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του τύπου της εποχής τους οικείους των νεκρών και μιλά για “αχρείους δολοφόνους”. Τόσο θράσος» συνεχίσει στη διήγηση του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Περικλής Σφυρίδης.
Αναφορές στον «κατά λάθος» βομβαρδισμό της περιοχής κάνει στο μυθιστόρημα «Μεγάλη Πλατεία» και ο Θεσσαλονικιός λογοτέχνης Νίκος Μπακόλας.
Ο επίσης Θεσσαλονικιός πεζογράφος Γιώργος Ιωάνννου γράφει: «Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 1943. Ο καιρός είναι καλός. Έφαγα μπιζέλια νερόβραστα. Χθες το βράδυ ενώ η ωχρά σελήνη εφώτιζε τα πάντα και ήταν πραγματικώς μαγευτική η βραδιά αντήχησαν αι τρομεραί σειρήναι. Εγώ δεν εσηκώθηκα ποσώς. Σχεδόν μαζί με τας σειρήνας ήρχισαν να πίπτουν βροχηδόν αντιαεροπορικά παντός διαμετρήματος, ως και πολυβόλα, διότι τα αεροπλάνα ήταν πολύ χαμηλά. Αλλά μετ' ολίγον έλαμψε ο τόπος και τρομεροί κρότοι σαν εκρήξεις βομβών ηκούοντο επί ένα τέταρτον. Εμείς και όλος ο κόσμος βέβαια ετρομοκρατήθημεν. Τα παράθυρα έτριζον απειλητικώς, αι θύραι ήνοιγον μόναι των και ολόκληρον το οικοδόμημα εσείετο εκ θεμελίων . Περί ώραν 11-12 ηκούσθησαν και πάλιν αι σειρήναι, τίποτα όμως περισσότερο. Την πρωίαν έμαθα ότι βομβάρδισαν την Νεάπολη, Συκιές, Βάρνα. 'Απαντες συνοικισμοί. Περί τους πεντακοσίους ανέρχονται οι νεκροί. Το απόγευμα επεσκέφθην την πληγείσαν περιοχήν της Βάρνας. Οι φονιάδες γκρέμισαν τις παράγκες και σκότωσαν τον κόσμο στα κρεβάτια τους. Σχεδόν τα θύματα τα είχαν μαζέψει. Εγώ είδα δύο νεκρούς σκεπασμένους με ένα σεντόνι. Τα ερείπια μαρτυρούν περί της αναισχύντου ατιμίας που διεπράχθη από τους «φίλους» μας!» (Γ. Ιωάννου, «Η πρωτεύουσα των προσφύγων» - «Κατοχικό ημερολόγιο»).
Πάντως, μια ακόμη βόμβα της εποχής του Β Παγκοσμίου Πολέμου (αγγλικής κατασκευής και βάρους 200 κιλών) είχε αποκαλυφθεί και εξουδετερωθεί στις 19 Μαρτίου 1997, στα θεμέλια οικοδομής υπό ανέγερση στην περιοχή του Κορδελιού.
























Τσικνοπέμπτη - Έθιμα σε όλη την Ελλάδα






Τσικνοπέμπτη
Αν και οι Έλληνες το θεωρούμε καθαρά δικό μας έθιμο, το «τσίκνισμα» της Τσικνοπέμπτης, δηλαδή η συνήθειά μας να ενδίδουμε σε κρεατοφαγικές «ατασθαλίες», δεν είναι αποκλειστικά ελληνική υπόθεση. Πόσοι για παράδειγμα γνωρίζετε ότι παραλλαγή του εθίμου συναντούμε και στη Γαλλία και στη Γερμανία;

Οι Γερμανοί λοιπόν γιορτάζουν αντίστοιχα την Weiberfastnacht, οι Γάλλοι τη Mardi Gras (Fat Tuesday), οι Ιταλοί έχουν την Giovedi Grasso τους, ενώ στην Ισπανία η αντίστοιχη ημέρα με τη δική μας Τσικνοπέμπτη, είναι η Jueves Lardero. Η παράδοση συνεχίζεται φυσικά και σε άλλα κράτη με χριστιανικούς πληθυσμούς, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία.

Ας επιστρέψουμε όμως στη δική μας Τσικνοπέμπτη, που είναι η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου. Οι τρεις εβδομάδες των Αποκριών είναι η Προφωνή, η Κρεατινή και η Τυροφάγος. Κατά την Κρεατινή εβδομάδα, και αναμένοντας τη νηστεία της Σαρακοστής, η ορθόδοξη παράδοση, σεβόμενη τις νηστείες της Τετάρτης και της Παρασκευής, τοποθέτησε ανάμεσά τους, την Πέμπτη δηλαδή, μια ημέρα εκτόνωσης με «τσίκνισμα» και κραιπάλη.

Γιατί λέγεται Τσικνοπέμπτη ή…Τσικνοπέφτη; Γιατί αυτήν την Πέμπτη, σύμφωνα με την παράδοση, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, έλιωναν το λίπος από τα χοιρινά, ενώ παρέες συγκεντρώνονταν στα σπίτια για να ψήσουν κρέας, να το τσικνίσουν δηλαδή. Η διάχυτη μυρωδιά της τσίκνας σε όσα σπίτια είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν κρέας, οδήγησε στο να ονομαστεί Τσικνο-Πέμπτη.

Η προέλευση του εθίμου μάλλον ανάγεται στις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων αλλά και των Ρωμαίων, που επιβίωσαν με παραλλαγές μέχρι και τα χριστιανικά χρόνια. Η πολυφαγία και πολυπιοτία, χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης ημέρας, θυμίζουν πρακτικές που σχετίζονται με την ευφορία της γης και που, όταν συνδυάζονται με την χριστιανική παράδοση, σημαίνουν την προετοιμασία για τη σαρανταήμερη νηστεία (Σαρακοστή) πριν το Πάσχα.

Εκτός από την κρεοφαγία τη συγκεκριμένη ημέρα σε πολλά μέρη της Ελλάδας συνηθίζεται να προσφέρεται ως γλυκό το γαλακτομπούρεκο και η γλυκιά κολοκυθόπιτα (κουγκουλούαρι τη λένε οι Αρβανίτες) αλλά και ο μπακλαβάς στη βόρεια Ελλάδα.

Κάθε τόπος φυσικά, ανέπτυξε τα δικά του ιδιαίτερα έθιμα.

Στη Θήβα, την Τσικνοπέμπτη ξεκινά ο «βλάχικος» γάμος, που περιλαμβάνει το προξενιό, συνεχίζεται με τον γάμο και ολοκληρώνεται με το γλέντι και την «επίδοση» των προικιών της νύφης, την Καθαρή Δευτέρα.

Οι Πατρινιοί, στήνουν ψησταριές ακόμη και στα πεζοδρόμια, έξω από τα μαγαζιά τους, και αναβιώνουν το δρώμενο του γάμου «Της Γιαννούλας της Κουλουρούς». Η Γιαννούλα ήταν υπαρκτό πρόσωπο, που έζησε πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πουλούσε κουλούρια για να ζήσει. Αγράμματη καθώς ήταν, πίστευε τους συμπολίτες της που της έταζαν να την παντρέψουν με τον Πρόεδρο της Αμερικής Ουίλσον (Ιούλσο, όπως τον πρόφερε η ίδια)! Έτσι στηνόταν μια ολόκληρη φάρσα, ο υποτιθέμενος Ουίλσον, ο γαμπρός, ερχόταν με πλοίο στο λιμάνι, ντυμένος με φράκο και η Γιαννούλα περίμενε τον γαμπρό, ενώ ο κόσμος γύρω διασκέδαζε με την ψυχή του…

Στην Κομοτηνή, τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια ανταλλάσσουν πεσκέσια, βρώσιμα είδη συνήθως, την Τσικνοπέμπτη καψαλίζουν και στέλνουν στα ταίρια τους μια κότα, που θα φαγωθεί την Κυριακή της Αποκριάς.

Στις Σέρρες ανάβουν αυτή τη μέρα φωτιές γύρω από τις οποίες γίνονται τα προξενιά, καθώς ανακατεύονται τα…κάρβουνα!

Τα έθιμα της Τσικνοπέμπτης δεν έχουν τέλος! Από τόπο σε τόπο, από χωριό σε χωριό, βρίσκουμε συνήθειες που οι καταβολές τους χάνονται στα βάθη του χρόνου, όμως κάποια βαθιά – γονιδιακή ή ιστορική μόνο; – ανάγκη επιβάλλει τη διαιώνισή τους.
Καλό τσίκνισμα!