Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Τούρκικο Νεκροταφείο




 από τις αρχές του 19ου αιώνα στην περιοχή της Παλιάς Κοκκινιάς, στις οδούς Δομοκού και Αγίων Αναργύρων, βρίσκεται το τουρκικό νεκροταφείο, το οποίο είναι ιδιοκτησία του τουρκικού κράτους και προ­στατεύεται από διεθνείς συμβάσεις. Μεταπολεμικά το τουρκικό νεκροταφείο χαρακτηρί­στηκε Ηρώον και έχει μόνο μουσειακό χαρακτήρα.
    Παρ' όλα αυτά επί δημαρχίας Γιάννη Παπασπύρου, αλλά και παλαιότερα, έγινε προσπάθεια ταφής νε­κρών τουρκικής υπηκοότητας, αλλά η ταφή αποτράπηκε από την αντίθεση των κατοίκων και την παρέμβαση του τότε δημάρχου.

Κάθε χρόνο, στα μέσα Μαρτίου, στο Τουρκικό Στρατιωτικό Νεκροταφείο που βρίσκεται στην Κοκκινιά, πραγματοποιείται τελετή, όπου οι Τούρκοι, με προεξάρχοντα τον πρέσβη τους στην Αθήνα, αποτίνουν τον οφειλόμενο φόρο τιμής στους νεκρούς στρατιώτες τους, που έπεσαν στους Βαλκανικούς πολέμους.( Δώδεκα συνολικοί τάφοι)

Η ιστορία του πάει κοντά ενάμιση αιώνα πίσω, στα 1859, όταν το ελληνικό κράτος παραχώρησε με αίτημα της οθωμανικού κράτους και στη συνέχεια του δημοτικού συμβουλίου του δήμου Πειραιά 2.700 τ.μ. για την ταφή μουσουλμάνων που πέθαιναν στην Αθήνα και στον Πειραιά. Αυτή η έκταση το 1890 παραχωρήθηκε από την βασίλισσα Όλγα στο τουρκικό κράτος. Εκεί θάφτηκαν όσοι από τους Τούρκους αιχμαλώτους των Βαλκανικών Πολέμων και του Α Παγκοσμίου πολέμου πέθαναν, οπότε θεωρήθηκε χώρος των «μαρτύρων» και χαρακτηρίστηκε από το 1954 στρατιωτικό νεκροταφείο των πεσόντων. Ο δε τελευταίος μουσουλμάνος που αναπαύθηκε εκεί ήταν το 1951.

Εκτοτε δεν γίνονται ταφές και κηδείες εκεί, το δε τουρκικό κράτος όχι μόνο το φροντίζει –που σημαίνει διεκδικεί τον χώρο- αλλά πληρώνει και για την επιστασία του. Που στην προκειμένη περίπτωση σόι πάει… η επιστασία του νεκροταφείο, αφού η τωρινή επιστάτης είναι κόρη του προηγούμενου επιστάτη που ήταν γιος του πρώτου επιστάτη που όρισε το ελληνικό κράτος. 
















ΤΟ ΧΑΜΑΜ ¨ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ¨




Το Χαμάμ
    Τα περίφημα χαμάμ της Ανατολής είναι γνωστά για τις περιποιητικές  υπηρεσίες που προσέφεραν στους ανθρώπους που τα επισκέπτονταν. Τα δημόσια λουτρά φρόντιζαν όχι μόνον την καθαριότητα των λουομένων, αλλά μεριμνούσαν για την περιποίηση των σωμάτων και την αναζωογόνηση των ψυχών. Προσέφεραν την ανάπαυλα από τον καθημερινό μόχθο, ενώ ταυτοχρόνως δρούσαν ως τόποι συνάντησης, υγιεινής, καλαισθησίας κι επικοινωνίας των επισκεπτών.
    Η αναβίωση της αστικής κουλτούρας των προσφύγων της Μικράς Ασίας υπαγόρευε την περιποίηση και τη φροντίδα του σώματος, την επιμέλεια της εμφάνισης, την αναζήτηση της ομορφιάς. Έτσι, με την ίδρυση της πόλης της Κοκκινιάς δημιουργήθηκε το λουτρό-χαμάμ για την καθαριότητα των προσφύγων, από τον Αρμένιο αρχιτέκτονα Αρτίν Παλατζιάν. Το χαμάμ λεγόταν “Μικρά Ασία”, ξεκίνησε να χτίζεται το 1923, ολοκληρώθηκε το 1925 κι άρχισε να λειτουργεί το 1926. Την οικοδόμησή του ανέλαβαν επιχειρηματίες, μιας και το οικονομικό μέγεθος του έργου ήταν αρκετά υψηλό. Η λειτουργία του χαμάμ ήταν ημερήσια. Από τις 8 π.μ. μέχρι τις 5 μ.μ.  δεχόταν τις γυναίκες, ενώ οι άντρες το επισκέπτονταν από τις 5 μ.μ. μέχρι τις 9-10  μ.μ.. Τα παιδιά μέχρι 5 χρόνων έμπαιναν με τις γυναίκες, ενώ τ’ αγόρια από 5 ετών και πάνω θεωρούνταν άντρες.
    Το χαμάμ είχε δυο θέσεις. Η πρώτη περιλάμβανε δωμάτιο με δυο κρεβάτια και αποδυτήριο, όπου αφού γδύνονταν τυλίγονταν με το σεντόνι ή την πετσέτα οι λουόμενοι και φορούσαν ειδικά τσόκαρα για να μη γλιστρούν. Αφού ετοιμάζονταν έμπαιναν στον κοινό χώρο του λουτρού. Το εισιτήριο αυτής της θέσης ήταν 15 δραχμές, ενώ η δεύτερη -που δεν είχε την πολυτέλεια του ιδιωτικού χώρου-  χρεωνόταν 10 δραχμές.
    Στο κέντρο του χαμάμ υπήρχε ένας πάγκος, πάνω στον οποίο ο λουτράρης για τους άντρες ή αντιστοίχως η λουτράρισσα για τις γυναίκες έτριβε το γυμνό σώμα μ’ ένα γάντι τρίφτη, που ξεβγαζόταν μετά από κάθε τρίψιμο. Ακολουθούσε το λούσιμο με σαπούνι στις γούρνες. Το χαμάμ προμηθευόταν το νερό  από νερουλάδες, ενώ αργότερα σκάφτηκε ένα πηγάδι κι αγοράστηκε αντλία προκειμένου να έχει δικό του νερό. Στο χαμάμ υπήρχε, επίσης, ένας ειδικός χώρος για την αποτρίχωση. Τότε ήταν διαδεδομένο φαινόμενο η ύπαρξη της ψείρας κι η αποτρίχωση σ’ ολόκληρο το σώμα ήταν η πιο ενδεδειγμένη θεραπευτική λύση.
    Η εφημερίδα Ελληνική γράφει το1926: «Οι κάτοικοι της Κοκκινιάς είναι υπερήφανοι δια το χαμάμ των. Και δεν έχουν άδικον, αφού ο Πειραιεύς, πόλις με 350.000 κατοίκους, δεν κατόρθωσε να αποκτήσει χρόνια τώρα έναν τέλειον τύπον παρομοίων λουτρών». Βεβαίως, το χαμάμ  ήταν ένα από τα “επιτεύγματα” για τα οποία μπορούσαν -δικαίως- να είναι υπερήφανοι οι κάτοικοι της Κοκκινιάς. Πλήθος ήσαν οι κατακτήσεις τους -σε πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο- σε διάφορους τομείς που αφορούσαν την  πόλη και συνδέονταν άρρηκτα  με  την ιστορική πολιτισμική μνήμη της πατρίδας τους.[1]
[1] Αφήγηση Παναγιώτη Μεταξά, επιχειρηματία του Χαμάμ Κοκκινιάς
      στο Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 27, 31-32.