Ο όρμος που σχηματίζεται στο κέντρο του λιμανιού ονομάζεται Ακτή Τζελέπη. Η Ακτή Τζελέπη οφείλει την ονομασία της στον Γιαννακό Τζελέπη ο οποίος υπήρξε από τους πρώτους κατοίκους του νεώτερου Πειραιά. Το 1829 ο Τζελέπης, φέρεται ότι έχτισε στην περιοχή «οικία περιωπής».
Μεταξύ της πλατείας Καραϊσκάκη, Ακτής Τζελέπη απέναντι από τον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά ονομάστηκε η περιοχή Λεμονάδικα γιατί ξεφόρτωναν τα καΐκια από τα νησιά. Ο Βαγγέλης Παπάζογλου έγραψε και το γνωστό ρεμπέτικο «Kάτω στα Λεμονάδικα» ενώ ο μεγάλος ρεμπέτης του Πειραιά Γιώργος Τσωρός, γνωστός ως Γιώργος Μπάτης ή Αμπάτης ήταν από τους πρώτους «μάγκες» και ρεμπέτες του Πειραιά. Το 1931 ο Γιώργος Μπάτης άνοιξε έναν καφενέ, το «Ζώρζ Μπατέ», στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη (Ακτή Τζελέπη). Επίσης δημιούργησε το πρώτο Ρεμπέτικο συγκρότημα μαζί με τον Μήτσο Γκόγκο ή Μπαγιαντέρα, το Στέλιο Κερομύτη και άλλους που δίδαξαν το μπουζούκι και το ρεμπέτικο τραγούδι.
Η γνωστή οπωραγορά του Πειραιά που καταλάμβανε μέρος της Ακτής Τζελέπη (από Πλατεία Καραϊσκάκη) κατά μήκος της παραλίας μέχρι λίγο πριν από τον Ηλεκτρικό Σταθμό του Η.Σ.Α.Π.
Εκεί από την εποχή ακόμα που οι οδικές μεταφορές ήταν ανύπαρκτες λόγω έλλειψης οδικού δικτύου και μεταφορικών μέσων, κατέφθαναν καΐκια από όλα τα μέρη φορτωμένα φρούτα και λαχανικά. Στο ίδιο σημείο συγκεντρώνονταν έμποροι, μεταπράτες, λογιστές, αγοραστές και πωλητές. Από την πλευρά του δρόμου πλήθος αμαξών συγκεντρώνονταν για την μεταφορά των φορτίων που ξεφόρτωναν τα καΐκια. Αναμεσά τους περιφέρονταν και πλήθος ατόμων που εκμεταλλευόμενοι την απρόσμενη συνάθροιση πλήθους, άρπαζαν την ευκαιρία είτε να πωλήσουν την πραμάτεια τους (σαλέπι, μπουγάτσες, κουλούρια, λαχεία, τσιγάρα, χάνδρες και κομπολόγια) είτε μικροαπατεώνες που ευελπιστούσαν να αρπάξουν πάνω στον συνωστισμό κάποιο πορτοφόλι ή να εκμεταλλευτούν με κάποια μικροαπατεωνιά που είχαν εκ του προτέρου σκαρφιστεί, κάποιον περιπλανώμενο αγαθό τύπο, που βρέθηκε στην πλώρη τους.
Γέμιζε λοιπόν ο τόπος από φωνές, καυγάδες, συμπλοκές, διαφωνίες αλλά και πετυχημένα αλισβερίσια εμπόρων. Τα καΐκια κατέφθαναν πριν ακόμα ξημερώσει φορτωμένα με τα φρούτα και τα λαχανικά και όλη η διαδικασία έπρεπε να γίνει πολύ γρήγορα ώστε να διοχετευθούν εγκαίρως στην αγορά. Στην προβλήτα ανάμεναν οι εργάτες του λιμανιού (φορτοεκφορτωτές) να ξεφορτώσουν τα σακιά και τα καλάθια μέσα σε καροτσάκια χειρομεταφοράς. Αυτά τα καρότσια μετά τα πήγαιναν και τα ξεφόρτωναν λίγα μέτρα πιο κάτω στα υπόστεγα των εμπόρων. Οι πωλητές πριν ακόμα φθάσουν τα καρότσια στα υπόστεγα τα είχαν κοζάρει και έτρεχαν να δώσουν το καπάρο για το κλείσιμο…
Και να οι τσακωμοί που αποτελούσαν την χαρά των μικροαπατεώνων που μέσα σε αυτούς μπορούσαν να κάνουν την κατεργαριά τους ανενόχλητα, αφού οι φωνές και τα σπρωξίματα κάλυπταν τις ύποπτες κινήσεις τους.
Μετά το καπάρο από τον αγοραστή στο υπόστεγο του εμπόρου, έρχονταν ο ζυγιστής με το καντάρι και ζύγιζε τα σακκιά. Το μέτρημα τότε γίνονταν φυσικά σε οκάδες. Το ζύγι καταγράφονταν και ακολουθούσε η φόρτωση των ζυγισμένων προϊόντων από τα υπόστεγα προς τα μεταφορικά μέσα, που σε λίγο θα έπαιρναν τον δρόμο για τα μαγαζιά ή τις αγορές.
Τα Λεμονάδικα έγιναν πλέον γνωστά από το γνωστό τραγούδι του Παπάζογλου. Άλλοι γνωστοί ερμηνευτές του υπήρξαν οι Εσκενάζυ, Περπινιάδης, Ρούκουνας, Μπέλλου κι ο Ζαγοραίος, χωρίς να αποκλείσουμε βέβαια και τόσους άλλους που το έχουν ερμηνεύσει.
Κάτω στα Λεμονάδικα
Έγινε φασαρία,
Δυό Λαχανάδες πιάσανε
Που κάναν την κυρία!..
Οι πορτοφολάδες (Λαχανάδες) δούλευαν πάντα δύο. Ο ένας (ο χρυσοδάκτυλος) έπαιρνε τα λεφτά (λάχανα ονόμαζαν τα μεγάλα προπολεμικά χαρτονομίσματα, ενώ το πορτοφόλι το έλεγαν παντόφλα) και τα έδινε αμέσως στον άλλο, ώστε εάν είχε γίνει ορατός από κάποιον, να μην βρίσκονταν τα χρήματα πάνω του. Ο δεύτερος είχε κρυψώνα που τα εξαφάνιζε μέχρι να βεβαιωθούν ότι δεν τους πήραν είδηση. Για τους σεσημασμένους βεβαίως (αυτούς δηλαδή που είχαν συλληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν και είχαν μητρώο) η μη εύρεση του πορτοφολιού ή των χρημάτων πάνω τους δεν αποτελούσε αιτία απαλλαγής, καθώς μια και μόνο μαρτυρία κατηγορίας, ήταν αρκετή να τους στείλει μέσα! Η απόκρυψη του πορτοφολιού είχε να κάνει μόνο με την υπόληψη του δράστη, ως μάγκα λαχανά, αφού μετά την αποφυλάκισή του, θα μπορούσε να εμφανισθεί ξανά στα Λεμονάδικα με το κεφάλι ψηλά, λέγοντας ότι η Αστυνομία δεν κατάφερε να βρει δικό του κλεμμένο. Οι παρακάτω στίχοι του ίδιου τραγουδιού το αναφέρουν:
Κυρ αστυνόμε μη βαράς, γιατί κι εσύ το ξέρεις
Πως η δουλειά μας είναι αυτή
Και ρέφα μη γυρεύεις
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1934, αλλά ο δημιουργός του ο Παπάζογλου, ζούσε αυτές τις εμπειρίες από την καταστροφή του ’22 και μετά που κατέφθασε πάμπτωχος στον Πειραιά. Ο ίδιος τραγουδούσε στα Λεμονάδικα με ανταμοιβή το φιλοδώρημα των περαστικών, που πετούσαν χρήματα σε δίσκο που είχε μπροστά του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου