Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΠΟΜΠΟΛΑΣ, Ο ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ
ΤΩΝ ΒΟΥΡΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΤΟΥ ΣΕΞ
Ο Πειραιάς, σαν λιμάνι, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της σύστασης της πόλης, είχε τις κοινωνικές πληγές του. Στις από κάθε τόπο της Ελλάδας αφικνούμενες γυναίκες ήταν φυσικό, ανάμεσά τους, να βρίσκονται και εκείνες που ασχολούνταν με το πρώτο γυναικείο επάγγελμα, της πόρνης.
Βέβαια οι γυναίκες αυτές πάντοτε εξυπηρετούσαν μια κοινωνική ανάγκη, κι έτσι γλίτωναν από τις ενοχλήσεις των διαφόρων, στρατιωτών και μη, τα κορίτσια των καλών οικογενειών.
Παρ όλα αυτά η εμφάνιση των κοινών γυναικών στον Πειραιά, είχε σαν αποτέλεσμα τις διαμαρτυρίες του νοικοκυρεμένου κοσμάκη, ο οποίος με υπομνήματα ζητούσε από την τότε Αστυνομία την επέμβασή της, για την απομάκρυνση αυτών των αμαρτωλών υπάρξεων από τις συνοικίες.
Με τη βοήθεια μαστροπών, οι γυναίκες αυτές έστηναν τα στέκια τους όπου τις βόλευε, και λόγω της αμαρτωλής παρουσίας των, οι καυγάδες και τα επεισόδια ήταν συνηθισμένη κατάσταση.
Το πρώτο επίσημο «σπίτι», ο πρώτος με άδεια της Αστυνομίας οίκος ασωτίας, λειτούργησε λίγο πριν την Αγγλογαλλική Κατοχή, το 1852, μετά τον αποκλεισμό του Πειραιά από τους Αγγλους το 1950, για την εξυπηρέτηση των στρατιωτών και των πληρωμάτων των ξένων στόλων.
Αλλά και μετά την Κατοχή δημιουργήθηκαν άλλοι δύο. Δηλαδή στα 1862 τρία ήταν τα «επίσημα» αμαρτωλά σπίτια στην πόλη του Πειραιά και σε περιοχές όπου ο κόσμος έκανε τον περίπατό του ή οι εργάτες και οι εργάτριες περνούσαν για να πάνε ή να γυρίσουν από τη δουλειά τους.
Οι διαμαρτυρίες των δημοτών γι αυτή την κατάσταση ανάγκασαν το τότε Δημοτικό Συμβούλιο να συζητήσει το θέμα της ανέγερσης οικήματος για τη συγκέντρωση όλων των κοινών γυναικών που συνεχώς αυξάνονταν.
Η άποψη του Δήμου βρήκε απήχηση στο Ιατροσυνέδριο που έδωσε την έγκρισή του, διότι δια του μέτρου αυτού θα ήταν δυνατή η παρακολούθηση και περιστολή των αφροδισίων ασθενειών. Αυτά συνέβαιναν τα χρόνια 1867 – 1870.
Αλλά ο υπουργός Εσωτερικών Επαμ. Δεληγιώργης αντέκρουσε την άποψη του Δήμου με το δικαιολογητικό ότι ούτε ο Δήμος, ούτε η Κυβέρνηση, αρμόζει να αποδέχονται τέτοιου είδους έργα, τα οποία μπορεί να είναι κοινωνική ανάγκη, πρέπει όμως να εξασκούνται από ιδιώτες, ο δε Δήμος και η Κυβέρνηση να ασκούν την εποπτεία.
Στο μεταξύ όσο ο Πειραιάς μεγάλωνε, τόσο οι ιερόδουλες αυξάνονταν.
Το Μάιο του 1872 ο Δήμος Πειραιά ανέφερε με έγγραφό του στη Διεύθυνση Αστυνομίας Αθηνών - Πειραιώς, ότι «αποτραπείσης της υπό του Δήμου εξασκήσεως του επαγγέλματος της πορνείας, εξεύρομεν άλλον τρόπον συμβιβάζοντα την αποχήν του δήμου εκ των ανηθίκων επιχειρήσεων, αλλά και την περιστολήν του κακού δια του περιορισμού των κοινών γυναικών δια της ανεγέρσεως δι ιδιωτικής, αποκλειστικώς, δαπάνης των καταστημάτων των κοινών γυναικών».
Αλλά και πάλι η Κυβέρνηση αντέδρασε και συνέστησε απαγόρευση της λειτουργίας κακόφημων οίκων μέσα στην πόλη.
Μα τα ημίμετρα αυτά δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν το κακό.
Η ακατοίκητη Δραπετσώνα όπως φαινόταν από το λιμάνι του Πειραιά στα 1890.
Το "κατάστημα" των "Βούρλων" έχει δημιουργηθεί.
Ετσι το Μάρτιο του 1873, η Κυβέρνηση παραχώρησε τα υπ αριθ. 5-6 τεμάχια των εθνικών γαιών στη θέση που λεγόταν «Βούρλα», και που απείχε 80 μέτρα δυτικά του Αγίου Διονυσίου για την ανέγερση «καταστημάτων» κοινών γυναικών.
Μετά την υπογραφή του παραχωρητηρίου, ο Δήμος προέβη σε διακήρυξη για την ανέγερση, σε έκταση οκτώ στρεμμάτων, συνοικισμού κοινών γυναικών, που θα περιλάμβανε τέσσερα κτίσματα, χωριστά μεταξύ τους, τα οποία θα βρίσκονταν μέσα σε μάντρα, με του ακόλουθους όρους:
« Ο ανεγείρων ιδίαις δαπάναις τα βάσει εγκεκριμένου σχεδίου οικήματα, θα καταβάλλη εις τον Δήμον μετά τριετίαν από της ιδρύσεως δρχ. 500 ετησίως δι' έκαστον τμήμα, μετά 5ετίαν δρχ 1.000 και μετά εικοσαετίαν δρχ. 2.500 δι' έκαστον τμήμα ετησίως. Μετά δε πεντηκονταετίαν η περιοχή του κτήματος μετά των εν αυτώ κτηρίων, θα περιέρχεται εις τον Δήμον».
Και ενώ αρχικά παρουσιάστηκαν πολλοί εργολάβοι, τελικά έμεινε μόνο ο εργολάβος Ν. Μπόμπολας, ο οποίος αξίωσε ότι ο χώρος και τα κτίρια που θα ανεγερθούν θα είναι υπό την πλήρη και τέλεια ιδιοκτησία αυτού και των απογόνων του. Φαίνεται πως είχε λαδώσει τους άλλους εργολάβους και αποχώρησαν.
Ο Δήμος αναγκάστηκε να δεχτεί τον όρο αυτό με την προϋπόθεση ότι εάν τα κτίρια αυτά χρησιμοποιηθούν κάποτε για άλλο σκοπό, τότε θα περιέρχονται στην κυριότητα του Δήμου. Και υπογράφτηκε το συμβόλαιο.
Σύμφωνα με το συμβόλαιο, θα έπρεπε να μην επιτρέπεται από τις τότε αστυνομικές αρχές, εκτός των Βούρλων, να λειτουργεί, εντός της πόλης, άλλος οίκος ανοχής, και σε καμιά γυναίκα του συνοικισμού να μην εργάζεται εκτός αυτού.
Φαίνεται όμως ότι το συμμάζεμα ήταν δύσκολο, αν λάβουμε υπ όψη μας τις κατά καιρούς έγγραφες διαμαρτυρίες του Μπόμπολα, προς το Δήμο και την Αστυνομία. Διότι τα αστυνομικά όργανα δεν ενεργούσαν παράλληλα να συγκεντρώσουν εντός των «Βούρλων» όλες τις ιερόδουλες και να εκλείψει ο ανταγωνισμός.
Παρά τις δυσχέρειες η «επιχείρηση» είχε μπει σε καλό δρόμο, αφού το «κατάστημα «δεν εστερείτο πελατείας και λειτούργησε αδιάλειπτα για 60 χρόνια.
Γυναίκες κάθε μορφής και κάθε ηλικίας, από 16 μέχρι 60, μέσα στα δωματιάκια που μύριζαν μούχλα ανακατεμένη με «πατσουλί», στο λιγοστό φως μιας λάμπας πετρελαίου, πρόσφεραν…. τις πρώτες βοήθειες στους πάσης φύσεως άντρες, στα πληρώματα της κάθε εθνικότητας των πλοίων που κατέπλεαν στον Πειραιά.
Οι ίδιες αυτές γυναίκες, όπως έγραψε ο χρονογράφος Θεόδωρος Βλάσσης στη «ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» το 1969, τις ώρες της κάλμας, στην αυλή ή στον καφενέ του κτιρίου, με το τσιγάρο στο στόμα και υπό τους ήχους ενός γραμμοφώνου με χωνί, ψαρεύανε τον πελάτη ή είχανε πάρε-δώσε με τον αγαπητικό.
Καμιά δεν ήταν χωρίς αγαπητικό, νταβατζή. Χωρίς συνεταίρο στις εισπράξεις.
Ο παλιός ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης, από τη Σαλαμίνα, αφηγήθηκε σχετικά:
«Χαμαιτυπεία ο Πειραιάς είχε μόνο στα Βούρλα που τώρα είναι φυλακές. Εκεί οι γυναίκες δεν βγαίνανε έξω, απαγορευότανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον τρόπο τους και πηδάγανε τα μεσάνυχτα μέσα παρ' όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι! Αλλά καμία δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια οι γυναίκες αλλά όσοι εγκληματούσαν για την γυναίκα, αυτή ήταν υποχρεωμένη μέχρι να βγει απ' την φυλακή να τον συντηρεί. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, θα σκοτωνότανε απ' τους φίλους του. Αλλά και όταν έβγαινε, η πρώτη του δουλειά ήταν να την στεφανωθεί. Απαραίτητος κανών!!!
Για πελατεία, δεν υπήρχε λόγος επιλογής. Στη διάθεση του μπεκρή, του άρρωστου, του μόρτη, του χασισωμένου, του σαματατζή…...
Υποχρεωτική για τις γυναίκες η παραμονή στα «Βούρλα», από τις εννέα το βράδυ μέχρι τις εννέα το πρωί. Και η έξοδος μετά την πρωινή επιθεώρηση του γιατρού, που γινόταν στις 8 το πρωί. Τότε ακουγόταν το σύνθημα « π…. κορίτσια στα κρεβάτια σας…» και ακολουθούσε η εξέταση από το γιατρό.
Τα μεσάνυχτα ασφαλιζόταν η κεντρική πόρτα από την αστυνομική φρουρά που διέμενε εκεί. Η παρουσία της ήταν αναγκαία, λόγω των συχνών και όχι σπάνια αιματηρών συμπλοκών.
Υπήρχαν κατηγορίες γυναικών, με ανάλογες τιμές, σε ξεχωριστά διαμερίσματα.
Τρία ήταν τα φτηνά, τα λαϊκά, και ένα το αριστοκρατικό με το καλό «εμπόρευμα». Σ αυτό φιλοξενούνταν και γυναίκες των αθηναϊκών σπιτιών που λόγω….κακής διαγωγής τις είχαν διώξει από την Αθήνα. Τις έβαζαν τιμωρία 15 μέρες ή ένα μήνα: « Κάτσε καλά γιατί θα σε στείλω στα «Βούρλα».
Σχετικά με τα Βούρλα ο Μάρκος Βαμβακάρης αφηγείται:
«…Δεκαεννιά χρονών (το 1924) έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης από τη Σύμη. Ήτανε στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων, η πρώτη μου ερωτική επαφή. Μεγαλύτερη είκοσι εφτά, είκοσι οκτώ χρονών, μου ’δινε και λεφτά και κουστούμια. Αγάπησα την άλλη, τη Μανιάτισσα, τη Ζιγκοάλα,(τη γυναίκα που παντρεύτηκε) και την απαράτησα…».
Όταν δημιουργήθηκαν τα «Βούρλα» το 1875 η περιοχή ήταν ακατοίκητη. Όμως μετά 60 χρόνια, το 1932, και αφού είχαν έρθει και οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, ήταν κέντρο πυκνοκατοικημένης περιοχής και οι κάτοικοι δεν ανέχονταν πια τα κακόφημα σπίτια. Γι αυτό και έκαναν συνεχείς διαμαρτυρίες προς την Κυβέρνηση.
Τελικά το 1937 τα κακόφημα σπίτια διαλύθηκαν και στο χώρο εκείνο λειτούργησαν φυλακές. Και να δημιουργηθεί στη συνέχεια η Τρούμπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου