Aπο το βιβλιο του κ.Μιχαηλιδη.
Α.ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ-ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ .
Σεπτέμβριος του 1922.
Τα πρώτα καράβια φτάνουν στον Πειραιά φέρνοντας αλαφιασμένο κόσμο απ’ τις πυρπολημένες ακτές της Μικρασίας, της Θράκης και του Πόντου. Ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες ξεριζωμένοι και διωγμένοι απ’ την πατρίδα τους και άλλες χιλιάδες που σκοτώθηκαν στις μάχες ,που πέθαναν στις εξορίες και τα τούρκικα στρατόπεδα συγκέντρωσης κι ακόμη το βιός τους – οι περιουσίες τους- που ρίχτηκε κι αυτό στη φωτιά της συμφοράς.
Σαν άραξαν τα καράβια οι άνθρωποι που είχαν μέσα κάμανε το σταυρό τους , σκούπισαν τα δάκρια τους και με τα θολά μάτια τους αγνάντεψαν τη γη που θα γινόταν η καινούρια τους πατρίδα. Βγήκαν στη στεριά , έσκυψαν και φίλησαν το χώμα που πατούσαν , πήραν στην πλάτη τους τα τρομαγμένα παιδιά τους και τα λίγα ρούχα που γλύτωσαν μες στην τρελλή φυγή τους και τράβηξαν να φτιάξουν τη νέα τους ζωή , να στήσουν το καινούριο τους νοικοκυριό. Σμυρνιοί, Αϊβαλιώτες, Μουγλιώτες, Μαγνησαλήδες, Ουσακλήδες, Πόντιοι, Πολίτες Θρακιώτες, κι άλλοι ,κι άλλοι, σκορπίστηκαν στην Ελλάδα . Άλλοι τράβηξαν για τα νησιά , άλλοι στη Μακεδονία, άλλοι στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Πελοπόννησο, παντού…. Όλη η Ελλάδα δέχτηκε τ’ ατέλειωτα κοπάδια της προσφυγιάς που κάποτε αποτελούσαν τον Ελληνισμό της Ανατολής και που αφανίστηκε πέρα για πέρα για ξένες αιτίες και συμφέροντα.
Ο Σίμος Μιχαηλίδης γράφει στο βιβλίο του “Η γέννηση της Κοκκινιάς”
«Μ’ ένα παλιοκάραβο που λεγόταν ΘΕΤΙΣ που ανέπτυσσε ταχύτητα 6 μίλια την ώρα, στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλο και χωρίς νερό, φτάνουμε αρχικά στη Χίο και μετά στον Πειραιά όπου φιλοξενηθήκαμε στα Ταμπούρια. Το καράβι που μας έφερε σαν πρόσφυγες στον Πειραιά το κράτησαν καραντίνα δυό μέρες στον όρμο του Κερατσινίου. Έγινε η απολύμανση ,μας άλειψαν το κεφάλι με κατράμι και μετά μας επέτρεψαν να κατέβουμε στον Πειραιά . Πρώτα βρέθηκε ο άνθρωπος που υπέγραψε δήθεν ότι θα αναλάβει τη συντήρηση μας, αλλιώς θα μας προωθούσαν για τη Μακεδονία. Η ημερομηνία που πατήσαμε στο λιμάνι του Πειραιά ήταν η 24 Μαρτίου 1923 παραμονή της Εθνικής μας γιορτής.»
Β. ΧΤΙΣΙΜΟ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Με την ψυχή στο στόμα έρχονται λοιπόν μερικές δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες στα χώματα της Πειραϊκής γης. Ανοίγουν οι αποθήκες, τα σχολειά, ανοίγουν οι εκκλησίες όλου του Πειραιά για να μπει μέσα η γυμνή και ταλαιπωρημένη προσφυγιά. Η κυβέρνηση Πλαστήρα παίρνει την απόφαση να σπιτώσει όπως ,όπως τους πρόσφυγες. Απολλοτριώνει λοιπόν ένα μεγάλο μέρος της περιοχής της Κοκκινάδας για να χτίσει την Κοκκινιά. Η περιοχή αυτή πιάνει από το βουνό Βώκος περνάει μέσα απ’ το μικρό- μεγάλο Καραβά και ξεχύνεται στην Παλιά Κοκκινιά . Ανεβαίνει πάνω από την Λαοδικείας και κλείνει εκεί που ήταν η περιοχή Χαλκιδώνας. Στην πορεία απαλλοτριώθηκαν κι άλλες περιοχές όπως η περιοχή όπου στήθηκαν το 1927 οι Γερμανικές Παράγκες και λίγα οικόπεδα που παραχώρησε το κράτος στο Κουτσουκάρι τον σημερινό Κορυδαλλό.
Το 1923 τα πρώτα μπουλούκια των προσφύγων φτάνουν σε τούτη τη γη που αναφέρεται σαν Κοκκινάδα σε τοπογραφικό χάρτη του 1890. Απέραντα χωράφια ακαλλιέργητα . Εδώ και εκεί σωροί από σκουπίδια. Πρόχειρα αντίσκηνα και παράγκες οι πρώτες κατοικίες.
Πώς όμως η περιοχή ονομάστηκε Κοκκινιά .
Να τι γράφει γι’ αυτό ο Σίμος Μιχαηλίδης .
«Η πρώτη εκδοχή σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα λεγόμενα είναι ότι πήρε την ονομασία της απ’ το μηχανικό που την έκτισε, που ονομαζόταν Διονύσης Κόκκινος ,κάτι που δεν ευσταθεί γιατί η περιοχή της Παλιάς Κοκκινιάς προϋπήρχε . Η δεύτερη εκδοχή ότι η περιοχή είχε κόκκινο χώμα και γι αυτό ονομάστηκε Κοκκινιά επίσης δεν ευσταθεί. Ας βρεθεί ένας να μας πει πού και σε ποιο μέρος της πόλης υπάρχει κόκκινο χώμα. Το χώμα που χρησιμοποιούν για τούβλα ή κεραμίδια ,αν το παίρνουν από περιοχές της Παλιάς Κοκκινιάς ή της Ιεράς Οδού, όταν το ψήνουν παίρνει το γνωστό κιτρινόασπρο χρώμα. Η Κοκκινιά δεν έχει το λοιπόν κόκκινο χώμα αλλά κόκκινο χρώμα . Αυτό που με βεβαιότητα μπορεί κανείς να υποστηρίξει είναι ότι η Κοκκινιά πήρε την ονομασία της από τις χιλιάδες κόκκινες φουντωμένες παπαρούνες που φύτρωναν στους αγρούς της.
Απ’ ότι θυμάμαι από την Οσία Ξένη – προτού γίνει χώρος για φτιάξιμο πλίθων- μέχρι και τον κήπο που ήταν σπαρμένα στάρια, το μέρος ήταν κατακόκκινο απ’ την παπαρούνα. Τον καιρό της άνοιξης όπου δεν είχαν φυτέψει ζαρζαβατικά , όλη η γη πνιγότανε απ’ το κόκκινο της παπαρούνας. Θυμάμαι πως παίρναμε μεγάλα πέταλα από παπαρούνες , τα βάζαμε στη γροθιά του ενός χεριού και με την παλάμη του άλλου , χτυπούσαμε δυνατά για να σκάσει η παπαρούνα».
Η Κοκκινιά ξεκίνησε να χτίζεται το 1923 και να κατοικείται από το 1924.
Το χτίσιμο είχαν αναλάβει οι εργολάβοι αδελφοί Σολομωνίδη που ξεκίνησαν απ’ το βουνό Βώκος, στα Μανιάτικα, να χτίζουν τη γυμνή πλευρά που κοίταγε προς την Κοκκινιά . Άρχισαν να χτίζονται τα πρώτα προσφυγικά σπίτια στην οδό Αμυραδάκη που λεγόταν και Καππαδοκίας , την Κιλικίας , την Κύπρου, που κόβονταν απ’ τους κάθετους δρόμους Γιαννιτσών, Βερροίας,και Αμερικανίδων Κυριών. Το1925 χτίστηκε το πρώτο ξενοδοχείο της πόλης του Βασίλη Παλγεμέζη που λεγόταν «Σμύρνη»,το χοροδιδασκαλείο του Παντελίδη, το εργοστάσιο λεμονάδων (γκαζόζες) του Θοδώραγα.
Οι γερμανικές παράγκες άρχισαν να χτίζονται το 1927.Τα παραπήγματα αυτά τα έφεραν οι Γερμανοί από τη χώρα τους έτοιμα και τα έστησαν στην περιοχή που ονομάστηκε γι αυτό Γερμανικά. Αυτά τα σπίτια ήταν πολεμική αποζημίωση, των ζημιών που υπέστη η χώρα μας από τους Γερμανούς, στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο.
Γ. ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ ΠΗΓΑΔΙΑ ΠΛΑΤΕΙΕΣ
Τα πρώτα σπίτια που φτιάχτηκαν στην Κοκκινιά ήταν πλίθινα. Είχαν επιφάνεια 40 τετραγωνικά μέτρα , πρόσοψη 4 μέτρα και βάθος 10 μέτρα. Αποτελούνταν από μια κουζίνα και ένα δωμάτιο όπου κοιμούνταν όλοι μαζί . Έξω από τα σπίτια υπήρχαν κοινά πλυσταριά και αποχωρητήρια . Ρεύμα πήραν τα περισσότερα μετά το 1935- 1940. Το νερό το αγόραζαν με τενεκέδες έως το 1934 που σε κάθε γειτονιά μπήκε μια βρύση της ΟΥΛΕΝ. Η νέα πόλη που χτιζόταν χρησιμοποιούσε μεγάλους χώρους ανάμεσα στα προσφυγικά σπίτια που συνήθως υπήρχε και πηγάδι για να φτιάχνονται και να στεγνώνουν τα πλιθιά . Πηγάδια με αλάνες υπήρχαν στην Καρακουλουξή και Ικονίου, στη σημερινή πλατεία Αγίου Νικολάου, στον Αη- Γιώργη Γερμανικών και αλλού.
Απόσπασμα από το βιβλίο του κ. Μιχαηλίδη
« Τα πλιθιά φτιάχνονταν με τον εξής τρόποΈφτιαχναν λάσπη με κοσκινισμένο χώμα, την πλάθανε και την ανακάτευαν. Έβαζαν το καλούπι και αφού το ίσιωναν με το μυστρί, το βούταγαν στο νερό. Έβαζαν λοιπόν καλούπια το ένα δίπλα στο άλλο και αυτό συνεχιζόταν μέχρι να συμπληρωθεί ο χώρος, που προοριζόταν για το καλούπιασμα των πλιθιών. Ύστερα από μέρες, αφού στέγνωναν, τα γύριζαν να στεγνώσουν κι από τις άλλες πλευρές και τέλος τα έπαιρναν οι χτίστες…. Το πάτωμα ήταν χώμα. Αργότερα παίρναμε καρβουνόσκονη από τα ασβεστοκάμινα- σκουριά- όπως τη λέγαμε . Πάνω στο χώμα στρώναμε τσουβάλια και κουρελούδες.
Θυμάμαι πως μια Καθαρή Δευτέρα, που ο θείος Νίκος χόρευε το «πως το τρίβουν το πιπέρι», το δωμάτιο ντουμάνιασε από σκόνη Την οροφή – το ταβάνι- την φτιάχνανε με παγδατί. Στερεώνανε ξύλινες πήχες πάχους περίπου δυο δάκτυλα, και τις καρφώνανε σε δοκούς. Βάζανε έναν πήχη, αφήνανε λίγο άνοιγμα μεταξύ των δυο πήχεων και η δουλειά αυτή συνεχιζότανε έως ότου τελείωνε όλο το ταβάνι. Μετά το βρέχανε καλά και ρίχνανε επάνω για να κολλήσει κοσκινισμένο χώμα ανακατεμένο με άχυρο Ανάμεσα στο ταβάνι και τα κεραμίδια κρύφτηκαν και σώθηκαν από τους Γερμανούς πολλοί Κοκκινιώτες στο μπλόκο της 17ης Αυγούστου 1944 Οι παράγκες που κάποιες φορές έμεναν δυο οικογένειες στην κάθε μια, χωρίζονταν με ξύλα και κουρελούδες. Ακόμη και μικροί ψίθυροι γινόντουσαν αντιληπτοί από δίπλα. Για φωτισμό χρησιμοποιούνταν λάμπες, κεριά και καντήλια.
Το 1928 περίπου ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα, που το πουλούσε στην αρχή κάποιος Καλημέρης. Λίγο αργότερα έδινε ρεύμα και ο κινηματογράφος ΕΚΛΑΙΡ. Το 1946 έδινε ρεύμα η εταιρεία ΠΑΟΥΕΡ. Το νερό το αγόραζαν μια ή δυο δεκάρες τον τενεκέ από τον Μαλικούτη . Το 1936 μπήκανε κατά γειτονιά βρύσες, που ήταν νερό της εταιρείας ΟΥΛΕΝ, επί πληρωμή βεβαίως.»
Τα τρόφιμα τα προμηθεύονταν από το μπακάλικο, τον φούρνο, τον μανάβη, τον ψαρά, τον χασάπη, το γαλατά κ.ά. Από μικρά μπακάλικα που υπήρχαν στις γειτονιές, έπαιρναν τρόφιμα όπως βούτυρο, τυρί, πελτέ. Αυτά φυλάσσονταν σε ένα φανάρι κρεμασμένο από το ταβάνι για προφύλαξη από γάτες, έντομα, αλλά και για δροσιά. Το φανάρι ήταν μια κατασκευή από τσίγκινο σκελετό και για τοιχώματα είχε μια πολύ λεπτή σήτα. Τα όσπρια, βασικό είδος διατροφής ήταν μέσα σε μικρά σακουλάκια.
Αφήγηση από το βιβλίο του κ. Μιχαηλίδη.
« Πήγαινες και ζήταγες 50 λεπτά ελιές ή μια δραχμή τυρί ή οτιδήποτε άλλο ήθελες με το βιβλιαράκι του βερεσέ στο χέρι. Αλίμονο αν το Σάββατο δεν έδινες κάποια χρήματα. Ο κανόνας της εποχής εκείνης δεν επέτρεπε να πιστώνει και για άλλη εβδομάδα.Το ίδιο ίσχυε και για το φούρναρη. Ο πλανόδιος μανάβης περνούσε από τις γειτονιές πουλώντας τα ζαρζαβατικά του όπως ντομάτες,μελιτζάνες, διάφορα φρούτα. Όλα προέρχονταν κυρίως από τα περιβόλια της Παλιάς Κοκκινιάς και μεταφέρονταν με γαϊδουράκια. Επίσης έσερνε μαζί του πάνω σε τρίτροχο καροτσάκι , απλωμένα αγγούρια με γλυστρίδα . Η γλυστρίδα -αυτό το ωραίο σαλατικό- έχει μάλλον εξαφανιστεί σήμερα. Στο μανάβη δεν είχε βερεσέ. Το ίδιο και ο ψαράς περιφέρονταν στις γειτονιές μεταφέροντας τα ψάρια μ’ ένα ειδικό πανέρι στερεωμένο στο κεφάλι του. Ανάμεσα στο πανέρι και το κεφάλι, που φορούσε τραγιάσκα για να βάζει τα χαρτονομίσματα, μεσολαβούσε ένα μικρό μαξιλαράκι. Όταν βρισκόταν πελάτης , κατέβαζε το πανέρι από το κεφάλι του και ζύγιζε τα ψάρια – κυρίως τονάκια, λακέρδα και μαριδάκι Φαλήρου- με ζυγαριά κανταράκι. Κάθε Κυριακή έβγαινε στη γειτονιά ένας που έκανε χρέη χασάπη και φώναζε πως θα σφάξει αρνί ή κατσίκι. Αν συμπλήρωνε τις οκάδες που υπολόγιζε σ’ αυτό που θα έσφαζε τότε το έσφαζε. Σε περίπτωση που δεν συμπληρώνονταν οι οκάδες δεν το έσφαζε γιατί δεν είχε τρόπο να το διατηρήσει. Πρωινός επισκέπτης στις γειτονιές ήταν ο γαλατάς, που πουλούσε το γάλα χύμα σε δοχεία ή άρμεγε την κατσίκα που έσερνε μαζί του. Άλλο πρωινό ρόφημα ήταν το γνωστό σαλέπι, που πουλούσαν οι σαλεπιτζήδες.Ακόμη πάνω σε ένα χοντρό στρογγυλό καδρόνι ή κλαδί δέντρου , δεμένα στις δυο άκρες κρεμόντουσαν με σχοινί δυο τσανάκες γιαούρτι, που τις κουβαλούσε στους ώμους του οπλανόδιος πωλητής Τα αυγά της ημέρας ήταν δυσεύρετα για την εποχή, ιδίως τότε που θέριζε η φυματίωση. Τα αυγά είτε τα ρούφαγες πρωί- πρωί χωρίς να βάλεις τίποτα στο στόμα σου, είτε τα χτύπαγες με ζάχαρη για να δυναμώσει ο οργανισμός. Πολύ αργότερα πολλοί διατηρούσαν κότες σε κοτέτσια για να εξασφαλίζουν φρέσκα αυγά. Υπήρχαν και οι λεμονάδες που φτιάχνονταν χωρίς ανθρακικό από ανθρώπους που τις πουλούσαν,μεταφέροντάς τες σε ειδικά δοχεία στην πλάτη. Αργότερα με την εμφάνιση του πάγου, ροκάνιζαν τον πάγο και τον έριχναν σ’ ένα ποτήρι μαζί με βύσσινο και αφού τα ανακάτευαν έφτιαχναν ένα δροσερό αναψυκτικό σαν γρανίτα το λεγόμενο καρσαμπάτς .»
Αφήγηση από το βιβλίο του κ. Μιχαηλίδη.
« Πήγαινες και ζήταγες 50 λεπτά ελιές ή μια δραχμή τυρί ή οτιδήποτε άλλο ήθελες με το βιβλιαράκι του βερεσέ στο χέρι. Αλίμονο αν το Σάββατο δεν έδινες κάποια χρήματα. Ο κανόνας της εποχής εκείνης δεν επέτρεπε να πιστώνει και για άλλη εβδομάδα.Το ίδιο ίσχυε και για το φούρναρη. Ο πλανόδιος μανάβης περνούσε από τις γειτονιές πουλώντας τα ζαρζαβατικά του όπως ντομάτες,μελιτζάνες, διάφορα φρούτα. Όλα προέρχονταν κυρίως από τα περιβόλια της Παλιάς Κοκκινιάς και μεταφέρονταν με γαϊδουράκια. Επίσης έσερνε μαζί του πάνω σε τρίτροχο καροτσάκι , απλωμένα αγγούρια με γλυστρίδα . Η γλυστρίδα -αυτό το ωραίο σαλατικό- έχει μάλλον εξαφανιστεί σήμερα. Στο μανάβη δεν είχε βερεσέ. Το ίδιο και ο ψαράς περιφέρονταν στις γειτονιές μεταφέροντας τα ψάρια μ’ ένα ειδικό πανέρι στερεωμένο στο κεφάλι του. Ανάμεσα στο πανέρι και το κεφάλι, που φορούσε τραγιάσκα για να βάζει τα χαρτονομίσματα, μεσολαβούσε ένα μικρό μαξιλαράκι. Όταν βρισκόταν πελάτης , κατέβαζε το πανέρι από το κεφάλι του και ζύγιζε τα ψάρια – κυρίως τονάκια, λακέρδα και μαριδάκι Φαλήρου- με ζυγαριά κανταράκι. Κάθε Κυριακή έβγαινε στη γειτονιά ένας που έκανε χρέη χασάπη και φώναζε πως θα σφάξει αρνί ή κατσίκι. Αν συμπλήρωνε τις οκάδες που υπολόγιζε σ’ αυτό που θα έσφαζε τότε το έσφαζε. Σε περίπτωση που δεν συμπληρώνονταν οι οκάδες δεν το έσφαζε γιατί δεν είχε τρόπο να το διατηρήσει. Πρωινός επισκέπτης στις γειτονιές ήταν ο γαλατάς, που πουλούσε το γάλα χύμα σε δοχεία ή άρμεγε την κατσίκα που έσερνε μαζί του. Άλλο πρωινό ρόφημα ήταν το γνωστό σαλέπι, που πουλούσαν οι σαλεπιτζήδες.Ακόμη πάνω σε ένα χοντρό στρογγυλό καδρόνι ή κλαδί δέντρου , δεμένα στις δυο άκρες κρεμόντουσαν με σχοινί δυο τσανάκες γιαούρτι, που τις κουβαλούσε στους ώμους του οπλανόδιος πωλητής Τα αυγά της ημέρας ήταν δυσεύρετα για την εποχή, ιδίως τότε που θέριζε η φυματίωση. Τα αυγά είτε τα ρούφαγες πρωί- πρωί χωρίς να βάλεις τίποτα στο στόμα σου, είτε τα χτύπαγες με ζάχαρη για να δυναμώσει ο οργανισμός. Πολύ αργότερα πολλοί διατηρούσαν κότες σε κοτέτσια για να εξασφαλίζουν φρέσκα αυγά. Υπήρχαν και οι λεμονάδες που φτιάχνονταν χωρίς ανθρακικό από ανθρώπους που τις πουλούσαν,μεταφέροντάς τες σε ειδικά δοχεία στην πλάτη. Αργότερα με την εμφάνιση του πάγου, ροκάνιζαν τον πάγο και τον έριχναν σ’ ένα ποτήρι μαζί με βύσσινο και αφού τα ανακάτευαν έφτιαχναν ένα δροσερό αναψυκτικό σαν γρανίτα το λεγόμενο καρσαμπάτς .»
Ε. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
Όταν οι πρόσφυγες εξασφάλισαν στέγη, η ζωή άρχισε να οργανώνεται. Όλοι άρχισαν να επιδίδονται στις δουλειές που γνώριζαν ή στις ειδικότητες που είχαν.Τέτοια επαγγέλματα ήταν ο κουρέας, ο παπλωματής , ο τσαγκάρης κ. ά. Οι κουρείς εκείνης της εποχής ήταν και οδοντίατροι για εξαγωγή δοντιών . Επίσης πουλούσαν βδέλλες που τις διατηρούσαν μέσα σε γυάλινα βάζα.
Αφήγηση από το βιβλίο του κ. Μιχαηλίδη.
«Στο κουρείο του μπαρμπα- Αλέξη δούλεψα σαν παραγιός . Μια μέρα κάποιος πελάτης ξέχασε κάτι και ο μπαρμπα- Αλέξης μ’ έστειλε να τον φωνάξω. Τρέχω λοιπόν από πίσω και φωνάζω «Ουλάν- Ουλάν» στα Τούρκικα. Γυρίζοντας στο μαγαζί τρώω ένα σκαμπίλι χωρίς να ξέρω το γιατί. Αιτία ήταν το Ουλάν ,που ισοδυναμεί με το «βρε». Έπρεπε να τον φωνάξω «εφέντη» ,γιατί το κύριε τότε δεν είχε πέραση ,για τον απλούστατο λόγο ότι πολλοί δεν ήξεραν γρί ελληνικά. Οι πρόσφυγες τότε σκεπάζονταν με παπλώματα φτιαγμένα από μπαμπάκι. Επόμενο ήταν με τον καιρό το μπαμπάκι να κάθεται κι έπρεπε να τιναχτεί και να φρεσκαριστεί. Τη δουλειά αυτή έκανε ο παπλωματής , που γύριζε στις γειτονιές με τα εργαλεία του. Αυτά ήταν ένα κάπως γυρτό ξύλο κι ένας κόπανος. Ξήλωνε το πάπλωμα από τη μια πλευρά και τις ραφές από τα διάφορα σημεία, έβγαζε το μπαμπάκι έξω, το στοίβαζε σε μια γωνιά του δωματίου και με τα εργαλεία του άρχιζε το τίναγμα. Μετά ξανάβαζε το μπαμπάκι μέσα στο ύφασμα, το ξαναέραβε και γινόταν πάλι , ένα φουσκωτό πάπλωμα. Όταν γινόταν η εργασία αυτή φανταστείτε τη σκόνη. Το δωμάτιο έμοιαζε με κλωστήριο υφαντών. Ο τσαγκάρης μεταποιούσε ρούχα παλιά και παπούτσια και τα έδινε στο εμπόριο. Ετοιμα παπούτσια σε οποιοδήποτε νούμερο δύσκολα βρίσκονταν. Τα παπούτσια γίνονταν παραγγελία σε διάφορους τσαγκάρηδες της γειτονιάς. Ο τσαγκάρης έπαιρνε το σχέδιο του ποδιού για κάθε πελάτη πάνω σε ένα χαρτί και προσπαθούσε με τα καλαπόδια να τα προσαρμόσει όπως έπρεπε. Ήταν βεβαίως πολύ δύσκολο και αρκετές φορές τα παπούτσια δημιουργούσαν χτυπήματα, τους λεγόμενους κάλους. Μάλιστα πολλές φορές καινούρια παπούτσια τα έσκιζαν σε σχήμα σταυρού στο σημείο που δημιουργούνταν κάλοι γιατί ο πόνος ήταν ανυπόφορος. Φυσικά ήταν δύσκολο να διατηρηθούν παπούτσια σε καλή κατάσταση τότε, επειδή δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και οι άνθρωποι περπατούσαν σε δρόμους από χώματα πέτρες και λάσπες.
Ακούστε ένα ανέκδοτο από εκείνη την εποχή.
Πήγε κάποιος στον τσαγκάρη και τον ρωτάει «Τι χρειάζονται τα παπούτσια μου;» Και ο τσαγκάρης αφού τον κοίταξε καλά καλά του λέει «Τα παπούτσια αυτά θέλουν φόλες, σόλες, ψείδια και πέταμα
Το ίδιο συνέβαινε και με τα ρούχα με τη βοήθεια του ράφτη. Ρούχα καινούρια ήταν δύσκολο να φοράει κανείς. Τα κουστούμια και άλλα ρούχα περνούσαν από τον ένα στον άλλο, από παππού σε πατέρα και από πατέρα σε παιδιά . Όταν έλιωνε το κουστούμι από την πολλή χρήση, ο ράφτης το γύριζε το μέσα έξω και με την τέχνη του το έκανε να μοιάζει με καινούριο Πέρα από τα επαγγέλματα που αναφέρθηκαν , σιγά σιγά άρχισε το εμπόριο. Άρχισε η ζωή της εργασίας Πολλοί εργάτες και τεχνίτες ασχολούνταν με το χτίσιμο της πόλης. Άλλοι δούλευαν στα λατομεία, στα ασβεστοκάμινα, σαν μαραγκοί κ.λ.π. Αυτές τις δουλειές τις έκαναν άντρες και γυναίκες. Γυναικείες δουλειές ήταν τα ταπητουργεία και υπήρχαν πολλά στην Κοκκινιά. Στην αρχή οι αργαλειοί ήταν ξύλινοι, μετά μηχανοκίνητοι σιδερένιοι και στην πορεία αυτόματοι.»
ΣΤ. ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Τα παιδικά παιχνίδια της εποχής ήταν οι αμάδες , η μακριά γαϊδούρα, τρεις και το λουρί της μάνας, το κρυφτό, οι βόλοι, το μπιζ, το ποδόσφαιρο και πολλά άλλα. Το ποδόσφαιρο παιζόταν στις αλάνες της περιοχής με ένα πάνινο τόπι. Πού λεφτά για κανονική μπάλα ! Ένα ενδιαφέρον των παιδιών ήταν να μαζεύουν πακέτα τσιγάρων που είχαν διάφορες φιγούρες και μ’ αυτά να παίζουν. Ο κόσμος τότε κάπνιζε στριφτό τσιγάρο άρα τα κουτιά ήταν δυσεύρετα και η συλλογή τους απαιτούσε πολύ ψάξιμο. Εκτός από τις συγκεντρώσεις για ποδόσφαιρο γίνονταν και συγκεντρώσεις για τυχερά παιχνίδια. Όταν περνούσε από τη γειτονιά ο μανταρινάς, με φορτωμένο το καρότσι μανταρίνια, τα παιδιά κρατούσαν ένα κέρμα δραχμή ή πενηνταράκι και από μια καθορισμένη απόσταση φρόντιζαν να καρφωθεί πάνω σ’ ένα μανταρίνι. Όποιος το πετύχαινε έπαιρνε το λαβωμένο μανταρίνι. Αν όχι το πλήρωνε και το ΄παιρνε ο αντίπαλος. Άλλο τυχερό παιχνίδι ήταν το στριφτό.
Αφήγηση από το βιβλίο του κ. Μιχαηλίδη.
«Πάνω στα δάχτυλα βάζαμε τρία κέρματα με την ίδια όψη και τα πετάγαμε με μια κίνηση ψηλά. Αν πέφτανε κάτω και τα τρία κέρματα με την ίδια όψη, κερδίζαμε αυτά που μας είχαν ποντάρει. Αν πάλι φέρναμε την αντίθετη όψη, πληρώναμε όσα είχαν ποντάρει. Εκεί όμως που έπαιρνε και έδινε το παιχνίδι, ήταν όταν μαζευόντουσαν οι μεγάλοι και γύριζαν το παιχνίδι στα ζάρια οπότε γινόταν το σώσε.» Κάμποσο καιρό η κάθε γειτονιά είχε τον αρχιπαλληκαρά της και γίνονταν γενναίες συγκρούσεις μεταξύ τους . Ξύλο και των γονέων! Πριν από αυτές ο πετροπόλεμος γινόταν μεταξύ των Μανιατών που ήταν στην κορυφή του βουνού Βώκος και των Τουρκόσπορων όπως αποκαλούσαν τους πρόσφυγες. Δίνονταν Ομηρικές μάχες για το ποιος θα καταλάβει το ύψωμα του βουνού. Ο ρόλος των παιδιών ήταν να μαζεύουν πέτρες στο σημείο του ανεφοδιασμού. Το μεγαλείο του παιχνιδιού σταματούσε με την επέμβαση των χωροφυλάκων και την περιποίηση των τραυματιών. Το αλληλοφάγωμα σταμάτησε όταν άρχισε το ποδόσφαιρο. Ζ. ΣΧΟΛΕΙΑΤα σπίτια που φτιάχτηκαν από την οδό Αμερικανίδων Κυριών και πάνω, διέθεταν χώρο για πλυσταριό. Από το 1924 έως το 1926 πολλά από αυτά τα πλυσταριά χρησιμοποιήθηκαν για τη στέγαση των πρώτων Δημοτικών σχολείων. Μετά το 1927 φτιάχτηκαν δυο νέα Δημοτικά σχολεία, ένα για αγόρια και ένα για κορίτσια. Έτσι οι μαθητές αφήνουν τα πλυσταριά και μπαίνουν σε ωραίες αίθουσες με θρανία και όχι πάγκους και όρθιοι.Το 1930 εγκαινιάστηκε το πρώτο Γυμνάσιο της Κοκκινιάς, με μορφή παράγκας. Με την έναρξη του όλοι οι μαθητές φυτεύουν τα πρώτα δέντρα του κήπου, εκεί που είναι σήμερα το κηποθέατρο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το σχολείο μας , το 7ο Δημοτικό Νικαίας ιδρύθηκε το έτος 1929 και είναι ίσως το παλαιότερο της πόλης μας. Σκοπός της ίδρυσης του, έτσι όπως αναφέρεται στο αρχείο του «ήτο η μόρφωσις των τέκνων των προσφύγων, οι οποίοι κατέφυγον μετά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν του 1922 εις την Ελλάδα και ίδρυσαν τον συνοικισμόν τότε Νικαίας». Για την ανέγερση του διδακτηρίου παραχωρήθηκε οικόπεδο από το Υπουργείο Πρόνοιας. Το κτίριο κατασκευάστηκε με 6 αίθουσες , αλλά εντελώς πρόχειρη κατασκευή με τοίχους μπαγλαντίν και οροφή ξύλινη.Από το 1929 έως το 1940 λειτούργησε ως εξαθέσιοΤον πρώτο χρόνο της λειτουργίας του, το σχολικό έτος 1929- 1930 φοιτούσαν 293 μαθητές.Αυτό το κτίριο χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1965. Από το 1961 ξεκίνησε το χτίσιμο του νέου σχολείου γιατί το παλιό είχε κριθεί ανεπαρκές, ακατάλληλο και επικίνδυνο. Το 1965 το σχολείο στεγάστηκε στο καινούριο διδακτήριο αν και δεν είχε ακόμη περατωθεί πλήρως.
Η. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
Το 1925 αρχίζει η ιστορία του Ιωνικού με την ονομασία Άμυνα. Η Άμυνα έφτιαξε το γήπεδο της το 1928 ανάμεσα στην εκκλησία Παναγίτσα και την Μάντρα με τις ελιές. Παράλληλα ιδρύθηκε και το Αμυνάκι, τα τσικό της επίσημης ομάδας, με παιδιά 9-10 χρόνων.
Αφήγηση από το βιβλίο του κ. Μιχαηλίδη.
« Μια μέρα που παίζαμε μπάλα στη γειτονιά έρχονται παίχτες και παράγοντες της Άμυνας, μας συγκεντρώνουν και μας λένε να συγκροτήσουμε τα τσικό της ομάδας δίνοντας την ονομασία Αμυνάκι. Επόμενο ήταν να μας ντύσουν και να μας παπουτσώσουν. Έτσι γλιτώσαμε τις γκρίνιες και το κυνηγητό των γονιών μας που καταστρέφαμε τα παπούτσια μας»
Το Αμυνάκι διαλύθηκε τη δεκαετία του 1930
Θ. ΗΘΗ - ΕΘΙΜΑ - ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ
Οι πρόσφυγες μετά τον ξεριζωμό τους έφεραν στη νέα πατρίδα τους τα ήθη , τα έθιμα , τους χορούς και τα τραγούδια των χαμένων τους πατρίδων.Τα βράδια κυρίως το καλοκαίρι συγκεντρώνονταν στις γειτονιές, αφού δεν υπήρχε άλλη απασχόληση αλλά και για οικονομία στο πετρέλαιο. Εκεί άρχιζαν οι συζητήσεις, τα παραμύθια ,τα τραγούδια και τα γλέντια. Τραγούδια νοσταλγικά, τραγούδια ερωτικά που τα συνόδευαν με πρόχειρα και αυτοσχέδια όργανα. Ταψιά, κουτάλια, ποτήρια... Χόρευαν και θυμούνταν. Χόρευαν και ξεχνούσαν. Ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες, συρτά... Να μυρίζουν από την χαμένη πατρίδα. Κι όταν μερακλωνόταν κάποιος ή κάποια άρχιζε τον αμανέ. Του Αη- Γιάννη άναβαν φωτιές και πηδούσαν από πάνω. Μετά άρχιζε ο Κλείδωνας και εκεί πρωτοστατούσε η τουρκάλα η Παναγιώτα, που ακολούθησε στην Ελλάδα τον άντρα της. Ακόμη στις συγκεντρώσεις της γειτονιάς κυριαρχούσαν τα παραμύθια, τα αστεία και τα σόκιν. Ικανότατη στη διήγηση παραμυθιών ήταν η Μαρία Καφαντάρη η Σμυρνιά. Σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις , όσοι είχαν φάει καρπούζι ή πεπόνι, λιάζανε τους σπόρους και τους έτρωγαν σαν πασατέμπο. Όλα αυτά φανερώνουν πόσο δεμένοι μεταξύ τους ήταν οι γείτονες και γενικότερα οι Κοκκινιώτες. Η ζωή, η κίνηση, τα κέντρα και τα νυφοπάζαρα στην Κοκκινιά άρχισαν από τις παράγκες της Παλιάς Κοκκινιάς στο τούρκικο νεκροταφείο. Τα απογεύματα προτού αρχίσει η κίνηση, κατάβρεχαν το χώρο που θα τοποθετούσαν τα τραπεζάκια και τις καρέκλες, για να κάτσει το χώμα και να μην έχει σκόνη. Οι πρόσφυγες γλεντούσαν με ούτι, αμανέδες, χορεύτριες, χορούς της κοιλιάς , τσιφτετέλια. Μετά ανέβηκε η κίνηση στην πλατεία Αγίου Νικολάου και στους κινηματογράφους ΕΚΛΑΙΡ και ΗΛΙΟΣ. Ο πρώτος κινηματογράφος το ΕΚΛΑΙΡ λειτούργησε το 1926.
ήγηση από το βιβλίο του κ Μιχαηλίδη
«Οι παραστάσεις άρχιζαν από τις τέσσερις και βλέπαμε το έργο τρεις φορές μέχρι μέχρι που σκόλαγε στις 10 το βράδυ. Κάποτε οι δικοί μου ανησύχησαν , πέρασαν τα μεσάνυχτα κι εγώ δεν φαινόμουν πουθενά. Χωρίστηκαν σε ομάδες, ο πατέρας με τη μητέρα και η γιαγιά με το μεγαλύτερο αδελφό μου κι έψαχναν να με βρούνε. Τελικά κατέφυγαν στον κινηματογράφο. Άναψαν τα φώτα και με βρήκαν στη γαλαρία να κοιμάμαι του καλού καιρού. Η κατάληξη ήταν πολύ σκληρή για τα πισινά μου»
Άλλη μορφή διασκέδασης ήταν τα πανηγύρια του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι, της Αγίας Παρασκευής στο Ρέντη και της Αγίας Βαρβάρας στο Κουτσικάρι Τον Κορυδαλλό. Σιγά- σιγά κάνουν την εμφάνιση τους τα πρώτα κέντρα και αργότερα οι κοσμικές ταβέρνες όπου εκεί πια χορεύουν ευρωπαϊκούς χορούς με τις οικογένειές τους. Όσο πάει η ζωή εξελίσσεται. Αρχίζουν να πυκνώνουν οι γραμμές των λεωφορείων. Οι δρόμοι ασφαλτοστρώνονται. Οι μετακινήσεις γίνονται ευκολότερες.
Αφήγηση του κ. Μιχαηλίδη
«Η ζωή της πολλής φτώχιας έχει κάπως περιοριστεί . Οι μικροί έχουμε μεγαλώσει και βοηθούμε τις οικογένειες μας. Οι γονείς μας δεν έχουν συντάξεις, , ούτε άλλη βοήθεια από αλλού. Εμείς είμαστε το στήριγμα τους. Και ξαφνικά, απρόσμενα ουρλιάζουν οι σειρήνες……….. πόλεμος ……………..πόλεμος. Γυρίζουν πίσω πάλι τα ρολόγια. Καινούρια δεινά. Καινούριο αίμα. Καινούριες ταλαιπωρίες, βάσανα, κακουχίες…….»
Aπο το βιβλιο του κ.Μιχαηλιδη.
Φωτογραφικό Αρχείο Σχολείου
(c) 7o Δημοτικό Σχολείο Νικαίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου