Η κλωστοϋφαντουργία Ρετσίνα ιδρύθηκε το 1872 στον Πειραιά από τους αδελφούς Θεόδωρο, Αλέξανδρο και Δημήτριο Ρετσίνα, γιούς του εμπόρου και ποτοποιού Γεωργίου Ρετσίνα, ενός από τους πρώτους οικιστές της πόλης.
Πρώτα άρχισε να λειτουργεί το νηματουργείο της επιχείρησης στο ακίνητο της Λεύκας με 5.000 ατράκτους και ατμομηχανή 60 ίππων. Δίπλα στο νηματουργείο αναπτύχθηκαν τα επόμενα χρόνια υφαντήριο και βαφείο. Η επιχείρηση επεκτάθηκε στα 1888-1891 αγοράζοντας τα πτωχευμένα πειραϊκά εργοστάσια Βαρουξάκη, Δημόκα, Νικολέσση, Σταματόπουλου, Κουμάνταρου. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1890, η επιχείρηση Ρετσίνα διέθετε πέντε εργοστάσια στον Πειραιά, τα οποία απλώνονται σε τόξο στη βιομηχανική ζώνη της πόλης. Οι μονάδες αυτές χωροθετούνται στη Λεύκα (Α΄ εργοστάσιο), στη γέφυρα Ιπποδαμείας (Β΄ εργοστάσιο), στην οδό Ασκληπιού (Γ΄ εργοστάσιο), στην οδό Αγίου Διονυσίου (Δ΄ εργοστάσιο) και στην οδό Τζαβέλλα στο Νέο Φάληρο (Ε΄ εργοστάσιο). Το παραγωγικό δυναμικό της επιχείρησης στα πέντε εργοστάσια αποτελείται την περίοδο αυτή από πέντε ατμομηχανές (370 ίππων συνολικά), 25.000 ατράκτους, 440 αργαλειούς. Περίπου 2.000 εργάτες και εργάτριες δούλευαν στα εργοστάσια της επιχείρησης.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η επιχείρηση Ρετσίνα ήταν η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της χώρας. Μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία το 1925, εποχή κατά την οποία διέθετε πλέον τρία εργοστάσια στον Πειραιά, από τα οποία το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ήταν το Α΄ εργοστάσιο στη Λεύκα. Την περίοδο 1925-1935 τα τρία εργοστάσια Ρετσίνα πέρασαν από την ατμοκίνηση στην πετρελαιοκίνηση, ενώ έγιναν επενδύσεις σε κτιριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό, υπό την διεύθυνση του Κωνσταντίνου Δρούλια και την τεχνική διεύθυνση του χημικού μηχανικού Χρήστου Ζαλοκώστα.
Η παραγωγή της κλωστοϋφαντουργίας Ρετσίνα ήταν βαμβακερά νήματα και υφάσματα (ντρίλια, κάμποτ, αλατζάδες), προϊόντα γερά και φθηνά που καταναλώνονταν στην εγχώρια αγορά από τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, ενώ χρησιμοποιούνται και από τον στρατό (για τις στρατιωτικές στολές). Μάλιστα, οι προμήθειες του Δημοσίου για τον στρατό αποτελούσαν προϋπόθεση για την επιβίωση της επιχείρησης Ρετσίνα, καθιστώντας εφικτή την πλήρη εκμετάλλευση της παραγωγικής ικανότητας των παγίων κεφαλαίων. Τα βαμβακερά προϊόντα Ρετσίνα εξάγονταν, επίσης, κατά τον 19ο αιώνα και ως τον Μεσοπόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Βαλκανικές Χώρες.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η παραγωγή του εργοστασίου επιτάχθηκε, ενώ εκτελέστηκαν και κάποιες παραγγελίες της Βέρμαχτ. Τον Δεκέμβρη του 1944 το Α΄ και το Γ΄ εργοστάσιο μετατράπηκαν σε πεδία μαχών.
Η λειτουργία των εργοστασίων Ρετσίνα συνεχίστηκε μεταπολεμικά, παρά τα σημαντικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η επιχείρηση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 επιδιώχθηκε μια καλύτερη οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας με την μέγιστη αξιοποίηση του μηχανολογικού εξοπλισμού, την συγχώνευση των μονάδων και την εξειδίκευση της παραγωγής. Το 1955 η επιχείρηση τέθηκε σε αναγκαστική διαχείριση. Τον επόμενο χρόνο το Γ΄ και το Ε΄ εργοστάσιο έκλεισαν. Από το 1957 λειτουργούσε πλέον μόνο το εργοστάσιο της Λεύκας με μειωμένο προσωπικό. Τα άλλα δύο εργοστάσια πωλήθηκαν και κατεδαφίστηκαν από τους νέους ιδιοκτήτες.
Μια σύντομη περίοδος ανάκαμψης ξεκίνησε για την επιχείρηση τη δεκαετία του 1960 υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Κ. Δρούλια. Πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό, τα προϊόντα απέκτησαν ξανά εξαγωγικό προσανατολισμό. Τα οικονομικά προβλήματα δεν ξεπεράστηκαν και η επιχείρηση έκλεισε οριστικά το 1981.
Μετά το κλείσιμο της βιομηχανίας Ρετσίνα το 1981 στον χώρο φιλοξενήθηκαν αρκετές μικρές βιοτεχνίες, ένα νυκτερινό κέντρο διασκέδασης και ένα πρατήριο ποτών. Μια πυρκαγιά το 2003 κατέστρεψε μέρος του εργοστασίου.
Η παλαιότερη βιομηχανική εγκατάσταση
Το εργοστάσιο στη Λεύκα του Πειραιά αποτελεί την αρχική και παλαιότερη εγκατάσταση της βιομηχανίας Ρετσίνα. Ταυτόχρονα, είναι το τελευταίο υλικό κατάλοιπο της μεγαλύτερης κάποτε κλωστοϋφαντουργίας της χώρας. Η μονάδα βρίσκεται στην καρδιά της ιστορικής βιομηχανικής ζώνης του Πειραιά, σε γειτνίαση με το μηχανουργείο Βασιλειάδη (1860), το εργοστάσιο-αμαξοστάσιο σιδηροδρόμων ΣΠΑΠ και ΣΕΚ (1886) και την κεραμοποιία Δηλαβέρη (1888).
Το εργοστάσιο Ρετσίνα καταλαμβάνει ένα οικοδομικό τετράγωνο τριγωνικού σχήματος, έκτασης περίπου 2.600 τ.μ. Συνορεύει προς τα δυτικά με τον οδό Ρετσίνα, προς τα βόρεια με την οδό Υμηττού και προς τα νότια με τη σιδηροδρομική γραμμή του Προαστιακού Σιδηροδρόμου. Στη συγκεκριμένη μονάδα, που είναι χτισμένη με διαδοχικές επεκτάσεις από το 1872 ως τη δεκαετία του 1930, περιλαμβάνονταν κλωστήριο, βαφείο, υφαντουργείο, μηχανουργείο, λεβητοστάσιο, συσκευαστήριο, αποθήκες και κτήριο γραφείων. Από τα τελευταία κτήρια που ανεγέρθηκαν εντός του οικοπέδου Ρετσίνα ήταν το κλωστήριο, ισόγειο κτίσμα σε σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα του μοντερνισμού Γεωργίου Κοντολέοντα. Το κλωστήριο αυτό άρχισε να λειτουργεί το 1935, προκειμένου να αντικαταστήσει το παλαιό και με σοβαρές φθορές αρχικό τριώροφο κλωστήριο της επιχείρησης, που βρισκόταν σε λειτουργία από το 1872.
Σήμερα, στην κεντρική όψη, επί της οδού Ρετσίνα, σώζεται το λιθόκτιστο ισόγειο κτήριο γραφείων, το θυρωρείο, αποθήκες, και η κεντρική δίφυλλη συρόμενη πύλη του εργοστασίου. Στη μέση του συγκροτήματος σώζεται μεγάλη ενότητα κτηρίων με δίρριχτες στέγες και καμινάδες, που αποτελούσαν τους κύριους παραγωγικούς χώρους του εργοστασίου και είχαν χτιστεί στο διάστημα 1875-1935: κλωστήριο, υφαντήριο, βαφείο, λεβητοστάσιο-μηχανοστάσιο. Κατά μήκος της οδού Υμηττού διατηρείται συστοιχία κτηρίων με δίρριχτες στέγες. Δεν σώζεται δυστυχώς το αρχικό μεγάλο τριώροφο κλωστήριο της πρώτης εγκατάστασης και το μηχανουργείο. Πολλά κτήρια έχουν σημαντικές φθορές, ενώ έχει αποξηλωθεί το σύνολο σχεδόν του μηχανολογικού εξοπλισμού.
Αστικός χώρος, βιομηχανία και ιστορική μνήμη
Στο διάστημα ενός και πλέον αιώνα συνεχούς λειτουργίας, αρκετές χιλιάδες εργατών και εργατριών από όλες τις συνοικίες του Πειραιά εργάστηκαν στη βιομηχανία Ρετσίνα: άνδρες, γυναίκες, παιδιά, εσωτερικοί μετανάστες και πρόσφυγες διάβηκαν την πύλη του εργοστασίου και βίωσαν την εμπειρία της μισθωτής εργασίας με πολύωρη και εξουθενωτική δουλειά, ανθυγιεινές συνθήκες, γλίσχρα μεροκάματα, αυταρχισμό και ιεραρχικές σχέσεις. Την ίδια στιγμή, οι ιδιοκτήτες και οι διευθυντές της βιομηχανίας Ρετσίνα αποτελούσαν μέλη μιας ισχυρής οικονομικής και πολιτικής ελίτ σε πειραϊκό και σε εθνικό επίπεδο: διατέλεσαν επανειλημμένως δημοτικοί σύμβουλοι και dήμαρχοι Πειραιά, βουλευτές, μέλη και πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και πολλών άλλων οικονομικών οργανισμών (Επιτροπή Λιμένος Πειραιώς, Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά, ΕΟΤ, κ.ά.), ενώ συμμετείχαν στη διοίκηση του ΣΕΒ και της Πανελλήνιας Ένωσης Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών. Η βιομηχανική ανάπτυξη είχε, αναμφίβολα, διαφορετικές επιπτώσεις στους εργάτες και τις εργάτριες της πόλης, αφενός, και στους κεφαλαιούχους, αφετέρου.
Αυτή η εκβιομηχάνιση τον 19ο και τον 20ο αιώνα άφησε τα σημάδια της στο αστικό τοπίο του Πειραιά: εργοστάσια, φουγάρα, λιμενικές εγκαταστάσεις και σιδηροδρομικές γραμμές δόμησαν και οργάνωσαν τον αστικό χώρο ακολουθώντας τη δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης. Με τη βιομηχανία αναδιαρθρώθηκε ο αστικός χώρος, διαμορφώθηκαν νέες ιεραρχίες, οικονομικά, κοινωνικά και χωρικά προσδιορισμένες. Καθώς η πόλη επεκτεινόταν, οι χρήσεις της γης εξειδικεύθηκαν, διαφοροποιήθηκαν και ιεραρχήθηκαν. Γύρω από τα εργοστάσια δομήθηκαν με τρόπο αυθαίρετο και χωρίς υποδομές οι πρώτες εργατικές γειτονιές (Καμίνια, Παλιά Κοκκινιά), που πρόσφεραν εργατικά χέρια στη βιομηχανία. Ο κοινωνικός διαχωρισμός του αστικού χώρου εντάθηκε ακόμα περισσότερο στις πυκνοκατοικημένες, βιαστικά χτισμένες και υποβαθμισμένες προσφυγικές γειτονιές του Μεσοπολέμου (Νίκαια, Δραπετσώνα κ.ά.).
Το εργοστάσιο Ρετσίνα κινδυνεύει από την πολιτική του σημερινού ιδιοκτήτη που επιθυμεί να αξιοποιήσει το μεγάλο ακίνητο με εμπορικά κριτήρια, ανεγείροντας εμπορικό κέντρο. Φορείς και κάτοικοι έχουν δραστηριοποιηθεί για τη διάσωση του εργοστασίου στη Λεύκα, ενώ το ΥΠ.ΠΟ έχει απαγορεύσει οποιαδήποτε κατεδάφιση στο εργοστάσιο Ρετσίνα χωρίς την έγκριση του.
Σήμερα, που ο Πειραιάς δεν είναι πια μια βιομηχανική πόλη, σήμερα που οι χρήσεις γης αλλάζουν προκειμένου να εξυπηρετηθούν νέες κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες, αξίζει να διεκδικηθεί το εργοστάσιο Ρετσίνα σαν ένας χώρος που μαρτυρά την ιστορική μνήμη της εργασίας και της βιομηχανίας. Η μελλοντική αξιοποίηση του ακινήτου σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη-λιμάνι της Μεσογείου που σέβεται το ιστορικό παρελθόν της οφείλει να αναδείξει το εργοστάσιο Ρετσίνα, επαναχρησιμοποιώντας το και εντάσσοντας σε αυτό νέες λειτουργίες. Το εργοστάσιο της Λεύκας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν ένα μνημείο της βιομηχανικής ιστορίας του Πειραιά, σαν ένα μνημείο, εντέλει, ολόκληρης της πειραϊκής ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου