Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Σαλαμινα η Κουλουρη


Η Σαλαμίνα είναι το μεγαλύτερο νησί του Σαρωνικού και το πιο κοντινό στις ακτές της Αττικής. Απέχει ανατολικά από το πέραμα, 1200 μέτρα και βορειοδυτικά από τις ακτές της Μεγαρίδας, 500 μέτρα.
 Έχει έκταση 93,5 τ. χλμ., μήκος ακτών περίπου 100 χλμ. και πληθυσμό 37.088.
Διοικητικά ανήκει στον Νομο Αττικής διαμέρισμα Πειραιά. Θρησκευτικά, μαζί με τα Μέγαρα ανήκουν στην Μητρόπολη Μεγάρων - Σαλαμίνος.
Πατρίδα του ομηρικού Αίαντα και του μεγάλου τραγικού Ευριπίδη, τόπος διαμονής και δημιουργίας του ποιητή Άγγελου Σικελιανού και φιλοξενίας του Γεωργίου Καραϊσκάκη, η Σαλαμίνα είναι ευρύτερα γνωστή στην παγκόσμια ιστορία για τη μεγαλύτερη Ναυμαχία των αιώνων, που έγινε στο στενό της το 480 π.Χ. , από την έκβαση της οποίας, με νίκη των Ελλήνων, διασώθηκε και αναπτύχθηκε ο ελληνικός πολιτισμός και διαδόθηκε στη Δύση και στον κόσμο. 

Ονομασία

Σύμφωνα με τη μυθολογία, το όνομα Σαλαμίνα δόθηκε στο νησί από τον Κυχρέα, για να τιμήσει τη μητέρα του Σαλαμίνα που ήταν αδελφή της Αίγινας και μια από τις 50 κόρες του ποτάμιου θεού Ασωπού. Κατά την αρχαιότητα η Σαλαμίνα ήταν γνωστή με τα ονόματα Πιτυούσα (από το δένδρο πίτυς: πεύκος), Σκιράς (από τον ήρωα Σκίρο) και Κυχρεία (από τον Κυχρέα). Το νησί είναι επίσης γνωστό ήδη από την αρχαιότητα και με την ονομασία Κούλουρη, που προέρχεται από το ακρωτήριο «Κόλουρις άκρα» (σήμερα Πούντα), στο οποίο ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη και το λιμάνι του 4ου αιώνα. π.Χ.

Μυθολογία - Αρχαία Ιστορία

Στο νησί βασίλεψε ο Ασωπός ποταμός, αφού σκότωσε τον πρώτο βασιλιά του νησιού, τον Όφι. Από τον γάμο του με τη Μετώπη, απέκτησε δύο κόρες, τις νεράϊδες Σαλαμίνα και Αίγινα. Την κόρη του, Σαλαμίνα την αγάπησε παράφορα ο θεός της θάλασσας, Ποσειδώνας. Καρπός αυτού του έρωτα ήταν ο Κυχρέας (μισός άνθρωπος, μισός φίδι) ο οποίος βασίλεψε στο νησί. Ο Κυχρέας απέκτησε μια κόρη, τη Γλαύκη, η οποία παντρεύτηκε τον Τελαμώνα, γιό του Βασιλιά της Αίγινας Αιακού. Ο Τελαμώνας που διαδέχτηκε τον Κυχρέα στο θρόνο, απέκτησε αργότερα δυο γιούς: τον Αίαντα (από τον γάμο του με την Ερίβοια, κόρη του βασιλιά των Μεγάρων Αλκάθου) και τον Τεύκρο (από τον γάμο του με την Ησιόνη). Τα δυό αδέλφια έλαβαν μέρος στον Τρωϊκό Πόλεμο με 12 πλοία. Βασιλιάς του νησιού τότε ήταν ο Αίαντας, ο οποίος περιγράφεται ως ένας από τους γενναιότερους Έλληνες. Το τέλος του όμως ήταν τραγικό. Αυτοκτόνησε, όταν νικήθηκε από τον Οδυσσέα στους αγώνες που έγιναν με έπαθλο τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψαν στο νησί ο Τεύκρος με τον Ευρυσάκη, γιος του Αίαντα και της Τέκμησας. Ο Τεύκρος αντιμετώπισε την οργή του πατέρα του Τελαμώνα, επειδή δεν εκδικήθηκε το θάνατο του αδελφού του. Έτσι εγκατέλειψε το νησί και πήγε στην Κύπρο, όπου ίδρυσε πόλη με το όνομα Σαλαμίνα, ενώ ο Ευρυσάκης βασίλεψε στο νησί και απέκτησε έναν γιό, τον Φιλαίο, που έγινε Αθηναίος πολίτης και δώρισε τη Σαλαμίνα στους Αθηναίους. Για αιώνες μετά, η Σαλαμίνα υπήρξε το … «μήλον της έριδος» μεταξύ Αθηνών και Μεγάρων. Κάποια εποχή η Σαλαμίνα βρέθηκε στη κατοχή των Μεγαρέων. Μετά δε την παρέμβαση του Σόλωνα η Σαλαμίνα τέθηκε υπό τον έλεγχο των Αθηναίων.

Κατά τους περσικούς πολέμους η Σαλαμίνα πρόσφερε ανεκτίμητη βοήθεια στους Αθηναίους και στους συμμάχους των κατά των Περσών και ιδιαίτερα έμεινε γνωστή στην ιστορία για την μεγάλη ναυμαχία που διεξήχθη στο στενό της το 480 π.χ. Στη Σαλαμίνα, κατά την περίοδο της ναυμαχίας συναντώνται οι τρεις μεγαλύτεροι ποιητές των αιώνων. Ο Αισχύλος πολέμησε στη ναυμαχία και έγραψε γι’ αυτήν. Ο Σοφοκλής έφηβος έλαβε μέρος στα Επινίκια, ενώ ο τραγικότερος των τριών, ο Ευριπίδης γεννήθηκε στη Σαλαμίνα όταν διαδραματιζόταν το μεγάλο ιστορικό γεγονός.

 Ο Αίας, γιος του Τελαμώνος βασιλιάς της Σαλαμίνας. Συχνά αναφέρεται χωρίς πατρωνυμικό, αλλά λέγεται και τελαμώνιος ή μέγας ή μείζων, κυρίως για να διακρίνεται από τον ομώνυμο ήρωα, το όνομα του οποίου ακολουθείτε σταθερά από κάποια προσωνυμία. Η διαφορά αυτή δείχνει ποιος από τους δύο ήρωες θεωρούνταν υπέρτερος. Στον Όμηρο οι δύο ήρωες αναφέρονται στον δυϊκό αριθμό «Αίαντε». Η καταγωγή του Αίαντος του Τελαμώνιου ήταν, σύμφωνα με τον Όμηρο, πολύ υψηλή και θεία, στο ίδιο επίπεδο με του Αχιλλέα, που είναι αμέσως πιο πάνω από τον Αία και, κατά τον Όμηρο, ο πρώτος ήρωας των Ελλήνων. Ο πατέρας του Αίαντος Τελαμών και ο Πηλεύς, πατέρας του Αχιλλέα, ήταν γιοι του Αίακου, γιου του Διός. Ο Πηλεύς και ο Τελαμών είχαν νόθο αδερφό τον Φώκο, τον οποίο σκότωσαν, σύμφωνα με τη παράδοση, και για την πράξη τους αυτή εξορίστηκαν από την Αίγινα από τον πατέρα τους, αργότερα όμως διακρίθηκαν για την ανδρεία τους. Μετά από την εξορία τους, ο Πηλεύς ήρθε Φθία και απέκτησε μεγάλη δύναμη στην περιοχή του Πηλίου.
 Ο Τελαμών εγκαταστάθηκε στη Σαλαμίνα. Μαζί με τον φίλο του τον Ηρακλή πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά του Λαομέδοντος, του μυθικού βασιλιά της Τροίας, και, κατά τον Ισκαριώτη «Αριστείον ηξιώθει» πήρε δηλαδή, μετά την άλωση της Τροίας, ως βραβείο για την ανδρεία του την κόρη του Λαομέδοντος Ισιώνη, με την οποία απέκτησε τον Τεύκρο, ετεροθαλή αδερφό του Αίαντος. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του Αία ήταν η Εριβοία, εγγόνι του Πέλοπος. Συνεπώς και από τη μητέρα του ο Αίας καταγόταν από τον Δία. Ως Αιακίδης ο Αχιλλεύς αναφέρεται στον Όμηρο, ενώ ο Αίας μόνο μετά τον Όμηρο. Στη συνέχεια ο Αίας προβάλλεται ως αθηναίος, γιατί η μητέρα του Εριβοία, σύμφωνα με τον Αττικό μύθο, υπήρξε μια από τις παρθένες που στάλθηκαν στον μινώταυρο μαζί με τον Θησέα. Η Εριβοία έγινε αργότερα σύζυγος του Θησέως και έτσι εξηγείται η ύπαρξη της «Αιαντίδος Φυλής» στην Αττική. Στην μεγάλη εκστρατεία κατά της Τροίας ο Αίας ως βασιλιάς της Σαλαμίνας, πήρε με μικρή δύναμη από 12 πλοία, ενώ ο Αχιλλέας ήταν επικεφαλής 50 πλοίων. Χαρακτηριστικό της διαφοράς αυτής είναι και το ότι, κοντά στο ακρωτήριο της Τροίας Ροίτειο, ο Αίας κατέλαβε την αριστερή άκρη του στόλου και ο Αχιλλέας την δεξιά. Κατά τους αγώνες των Ελλήνων στη Τροία, ο Αίας είναι ο δεύτερος μετά τον Αχιλλέα ηγήτορας και αγωνιστής την ώρα της μάχης. Μετά την αποχώρηση του Αχιλλέα ο Αίας έγινε ο πιο άξιος ήρωας των Ελλήνων και ιδιαίτερα όταν η κατάσταση έφτασε σε σημείο απόγνωσης. Επανειλημμένα οδηγεί τους Έλληνες στην επίθεση ή καλύπτει την υποχώρηση τους. Ο συνηθέστερος χαρακτηρισμός του είναι «έρκος Αχαιών», δηλαδή προπύργιο των Ελλήνων.
Αυτός διακρίνεται στον αγώνα γύρο από τα πλοία αγωνίζεται μπροστά από το νεκρό σώμα του Πατρόκλου και υπερασπίζεται τον Τεύκρο.Αυτός αντιμετωπίζει σε μονομαχίατον Εκτωρα, η οποία καταπαύει όταν έρχεται η νύχτα χωρίς οριστικό αποτέλεσμα αλλά με προφανή την υπεροχή του Βασιλιά της Σαλαμίνας. Το τελευταίο αυτό υποδηλώνεται ίσως από τα δώρα τα οποία ανταλλάσσουν οι δύο αντίπαλοι μετά το τέλος της μονομαχίας. Ο Έκτορ προσφέρει «ξίφος αργυρόηλων συν κολεώ τε και ευτμήτω τελαμώνι». Τη θέση αυτή του ήρωα στον Όμηρο επιβεβαιώνει και ο τρόπος με τον οποίο προβάλλεται το πρόσωπό του από τον ποιητή, περισσότερο για την εξωτερική του εμφάνιση αλλά και για τον χαρακτήρα του. Στον διάλογο μεταξύ Πρίαμου και Ελένης ενώ παρατηρούν τον στρατό των ελλήνων από τα τείχη της Τροίας κατά την «τειχοσκοπία» ο Αίας χαρακτηρίζεται από τον Πρίαμο που ρωτά ως «ηύς τε μέγας τε» στο κεφάλι και τους ώμους, που υπερέχει από τους άλλους έλληνες – με τον Αχιλλέα βέβαια απόντα – και από την Ελένη, που του απαντά, ως «πελώριος». Στο «μέγεθος» ο Έκτορ, μετά την λήξη της μονομαχίας που προαναφέρθηκε, προσθέτει «βίην» ώς σωματικό χαρακτηριστικό του Αίαντος. Ξεχωριστό όπλο του είναι η τεράστια και φοβερή ασπίδα του από επτά δέρματα βοδιού («δείνον σάκος επταβόειον»), η οποία στον Όμηρο παρομοιάζεται με πύργο, προφανώς μυκηναϊκού τύπου. Σχετικώς με το λαμπρό του παράστημα είναι και ο χαρακτηρισμός  «φαίδιμος Αίας». Συμπλήρωμα των παραπάνω, σε ότι αφορά στην έκφραση του προσώπου, είναι και η εικόνα του ήρωα πριν από την μονομαχία του με τον Έκτορα. Αφού φόρεσε την πανοπλία, πελώριος όπως ο Άρης, προχωράει στον αγώνα με μεγάλα βήματα κραδαίνοντας το «δολοχόσκιον» δόρυ, «μειδιόων βλοσυροίσι προσώπασι», και προκαλώντας την ευχαρίστηση των ελλήνων που τον έβλεπαν αλλά και τον φρικτό τρόμο των Τρώων. Αντίστοιχο με το παράστημα του Αίαντος είναι και το φρόνημά του. Όπως η ρώμη του σώματος, έτσι και η δύναμη του φρονήματος του είναι ακλόνητη. Το πάντα σταθερό θάρρος του ήρωα εκφράζεται λαμπρά στην ανδρεία του πού, με εξαίρεση τον Αχιλλέα, δεν υπολείπεται από κανένα άλλο έλληνα. Δικαιολογημένη είναι η υπερηφάνεια αλλά και η ευθύτητα και η ειλικρίνεια του ήρωα. Όπως στο συναίσθημα, έτσι και στο λογικό ο Αίας προβάλλεται απλός και πηγαίος και η σκέψη του δεν είναι ανάξια λόγου. Ο Έκτωρ του αναγνώριζε παράλληλα με το «μέγεθος» και «βίην» την «πινυτήν», δηλ. τη σύνεση.    Ωστόσο η διανόηση του Αίαντος δεν έχει την κινητικότητα και την ευστροφία, χαρακτηριστικό άλλων ομηρικών ηρώων. Σε αγώνα πάλης ο Αίας και ο Οδυσσέας αναδεικνύονται ισόπαλοι. Έτσι το «πολυμήχανον» του δεύτερου αντισταθμίζει την κατά τα άλλα υπεροχή του πρώτου. Αντίστοιχα λιτός, αν όχι αργός, είναι και ο λόγος του Αίαντος. Μετέχει στην πρεσβεία, που στάλθηκε προς εξευμενισμό του Αχιλλέος ως τρίτο μέλος αλλά δεν λέγει παρά ελάχιστα και συμβατικά ενώ ο Οδυσσεύς είναι ο επικεφαλής της πρεσβείας και ο κύριος ομιλητής. Ο Αίας όμως δεν είναι προδιατεθειμένος για συμβιβασμούς , και ακόμα λιγότερο για συνθηκολογήσεις που τραυματίζουν την φιλοτιμία του. Στην Οδύσσεια γίνετε μνεία του θανάτου του Αίαντος εξαιτίας των όπλων του Αχιλλέος. Τα όπλα αυτά, μετά το θάνατο του κατόχου τους και τους αγώνες που ακολουθούσαν, δόθηκαν στον Οδυσσέα, που προκηρύχθηκε μεταξύ των ηρώων που επέζησαν. Ο Αίας, που θίχτηκε από την απόφαση αυτή, καταλήφθηκε από μανία και όρμησε με το ξίφος στο στρατόπεδο των Αχαιών αλλά η Αθήνα που επότευε στην κρίση διατάραξε την διάνοια του και τον έκανε να στραφεί προς τα κοπάδια του στρατοπέδου. Στην παραφορά του ο Αίας έσφαξε μέρος από τα ζώα και έφερε στη σκηνή του ένα σφαγμένο κριάρι νομίζοντας πως είναι ο Οδυσσεύς. Όταν συνήλθε αυτοκτόνησε από ντροπή και αγανάκτηση πέφτοντας πάνω στο σπαθί του.
Όσα προαναφέρθηκαν, καθώς και άλλα σχετικά με τον θάνατο του Αίαντος, φαίνεται πως συνδέονται με την παραπάνω μνεία για τον θάνατο του ήρωα στην Οδύσσεια. Προέρχονται όμως όχι από τα Ομηρικά έπη, αλλά από άλλες μεταγενέστερες πηγές, ανάμεσα στις οποίες είναι και τα σχόλια στην Οδύσσεια του Ομήρου και η Μικρά Ιλιάς. Βασικές πηγές για την κρίση των όπλων του Αχιλλέα είναι οι μεταμορφώσεις του Οβιδίου και για τον θάνατο του Αίαντος η ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλέους, γιατί από την αντίστοιχη τραγωδία του Αισχύλου σώζονται μόνο λίγα αποσπάσματα. Στην τραγωδία αυτή του Σοφοκλέους περιλαμβάνετε και η περίφημη αποχαιρετιστήρια ευχή του Αίαντος προς τον γιο το Ευρυσάκη «Ω παί γέννοιο πατρός ευτυχέστερος / τα δ’ αλλ’ όμοιος και γέννοι αν ού κακός».
Εκτός από τα παραπάνω, πολλά άλλα σχετικά με τον θάνατο του ήρωα αναφέρονται από τη μυθολογία, για τα οποία «υπόθεσιν» του Αίαντος του Σοφοκλέους. Σύμφωνα με μια εκδοχή «τρωθείς από του Πάριδος ήλθεν εις τας ναύς αιμορροών», και με μια άλλη θάφτηκε ζωντανός από τους Τρώες που του έριξαν λάσπη. Σχετικά με την ιδιότητα του ως άτρωτου, αναφέρεται από τον Ησίοδο, καθώς και από τον Πίνδαρο ότι όταν ο Ηρακλής επισκέφθηκε τον Τελαμώνα φορώντας τη λεοντή, ευχήθηκε να γίνει το παιδί του που μόλις είχε γεννηθεί, «άρρηκτον», δήλ. Άτρωτο όπως και η λεοντή. Ο Ζευς που ανταποκρίθηκε στην ευχή, έστειλε έναν «αιετόν», από όπου το παιδί ονομάστηκε Αίας. Από το περιστατικό αυτό αναπτύχθηκε ο μύθος ότι ο Αίας ήταν άτρωτος εκτός από την πλευρά που δεν κάλυψε η λεοντή με την οποία σύμφωνα με τον μύθο τον περιτύλιξαν. Η άποψη στην οποία πολλοί κατέληξαν με αφορμή τα παραπάνω, ότι δηλαδή ο Αίας αρχικά δεν ήταν άνθρωπος αλλά γιγάντιο και υπερφυσικό ον, μπορεί να χαρακτηριστεί δικαιολογημένη αλλά όχι απόλυτα τεκμηριωμένη. Αυτό με σαφήνεια προκύπτει από τις πηγές είναι ότι ο Αίας, από τον Όμηρο και μετά παριστάνετε ως πελώριος και πανίσχυρος άνθρωπος. Ο τάφος του ήρωα το Αιάντειον, δειχνόταν σε περιοχή κοντά στο Ροιτειο, ακρωτήριο της Τροίας, όπου υπήρχε και ο ναός προς τιμήν του.
Φαίνεται ότι η λατρεία του Αίαντος είχε ευρεία διάδοση κατά την αρχαιότητα, γιατί αναφέρεται ως καθιερωμένη στη Σαλαμίνα, την Αττική, την Τρωάδα, στο Βυζάντιο, ίσως και στα Μέγαρα. Η λατρεία αυτή πρέπει να ήταν αξιόλογη στη Σαλαμίνα τη γενέτειρα του ήρωα, και στην Αττική, με την οποία συνδέθηκε η μητέρα του Ερίβοια. Στη Σαλαμίνα είχαν ιδρυθεί Ιερά και ανδριάντας προς τιμήν του, και σχετική γιορτή, τα Αιάντεια, συνέδεε το νησί με την πόλη της Αθήνας, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Σαλαμίνας από τους αθηναίους. Τα Αιάντεια γιορτάζονταν με λαμπρό τρόπο. Μετά τη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας, τιμούσαν τον Αίαντα ως ήρωα στην Αττική και τον γιο του Ευρυσάκη στη Βραυρώνα. Μια από τις κυριότερες φυλές της Αθήνας, οι Αιαντείς, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του ήρωα, έπαιρνε κατά κανόνα την τιμητική θέση που της ανήκε στη δημόσια ζωή της πόλης. Το άγαλμα του Αίαντος, ως επώνυμου ήρωα είχε στηθεί μπροστά στο Βουλευτήριο της Αθήνας.

  Μια από τις καθοριστικές συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών, που έγινε στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. στα στενά μεταξύ του νησιού της Σαλαμίνας και των ακτών της Αττικής. Μετά τις Θερμοπύλες , η μόνη αμυντική γραμμή για τους Έλληνες ήταν ο ισθμός της Κορίνθου. Ύστερα από τις συγκρούσεις στο Αρτεμίσιο, την εκκένωση της Αθήνας από τους κατοίκους της και την κατάληψη της από τους Πέρσες , ένα μέρος του ελληνικού στόλου (350 περίπου τριήρεις με 85.000 άνδρες) υπό την αρχηγία του Ευρυβιάδη του Λακεδαιμονίου συγκεντρώθηκε στην Σαλαμίνα. Οι 180 τριήρεις ήταν Αθηναϊκές, υπό την αρχηγεία του Θεμιστοκλή.

Ο Περσικός στόλος (1.200 πλοία με 300.000 άνδρες) αγκυροβόλησε στο Φάληρο.
Οι αρχηγοί του Ελληνικού στόλου συσκέφθηκαν για να αποφασίσουν τον καταλληλότερο τόπο να ναυμαχήσουν.

Ο Θεμιστοκλής πρότεινε τα στενά της Σαλαμίνας, διότι ο Ελληνικός στόλος, μικρότερος από τον Περσικό, μπορούσε να ελιχθεί καλύτερα και δεν κινδύνευε να κυκλωθεί από τα εχθρικά πλοία.

Η πλειοψηφία όμως των στρατηγών πρότεινε να διεξαχθεί η ναυμαχία στον Ισθμό, για να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο και σε έσχατη περίπτωση, αν επικρατούσαν οι Πέρσες, να έχουν τη δυνατότητα να διαφύγουν.

Σε νέα σύσκεψη ο Θεμιστοκλής απείλησε ότι αν δεν ναυμαχούσαν στη Σαλαμίνα, ο Αθηναϊκός στόλος θα αποσυρόταν και οι αθηναίοι θα μετανάστευαν στη Σίρι της Κάτω Ιταλίας. Ο Ευρυβιάδης πείστηκε και άρχισαν οι ετοιμασίες, την επόμενη μέρα όμως – και παραμονή της ναυμαχίας- οι γνώμες των στρατηγών διχάστηκαν :

Οι Αθηναίοι, Αιγινήτες και Μεγαρείς επέμεναν να ναυμαχήσουν στα στενά ενώ οι πελοποννήσιοι προτιμούσαν τον Ισθμό. Τότε ο Θεμιστοκλής, επειδή φοβήθηκε μήπως επικρατήσει η δεύτερη γνώμη, έστειλε κρυφά στον Ξέρξη τον παιδαγωγό των παιδιών του Σίκκινο, με το μήνυμα ότι ο ελληνικός στόλος ετοίμαζαν να διαφύγει, και πως αν ήθελε την νίκη έπρεπε να επιτεθεί αμέσως.

Ο Περσικός στόλος κινητοποιήθηκε αμέσως προκειμένου να πετύχει αιφνιδιασμό. Το μεγαλύτερο μέρος του περσικού στόλου είχε συγκεντρωθεί μεταξύ Ψυτάλλειας και Σαλαμίνος, ενώ τα υπόλοιπα πλοία είχαν κλείσει όλα τα πιθανά περάσματα.

Οι έλληνες όμως πληροφορήθηκαν τις κινήσεις του Περσικού στόλου μέσα στην νύχτα από τον Αριστείδη που με κόπο κατόρθωσε να περάσει ανάμεσα από τα εχθρικά πλοία, και από τον Τήνο Παναίτιο Σωσμένους που αυτομόλησε τους Πέρσες. Ενώ λοιπόν οι Πέρσες προσδοκούσαν να αιφνιδιάσουν τους έλληνες και να τους τρέψουν σε φυγή, μάταια τους περίμεναν όλοι την νύχτα.

Με την ανατολή του ηλίου άκουσαν τους ήχους της σάλπιγγας και τον πολεμικό παιάνα «ω παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδα ελευθερούτε δε παίδας , γυναίκας , Θεών τε πατρώων έδη , θήκας τε προγόνων. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.»

Η σύγκρουση έλαβε χώρα ακτές της Σαλαμίνος , όπου ο χώρος ήταν τόσο στενός , ώστε στο πρώτο μέτωπο τα περσικά πλοία που ήταν δυνατόν να παραταχθούν ήταν ισάριθμα με τα ελληνικά. Αυτά είχαν παραταχθεί ως εξής : το αριστερό άκρο καταλάμβαναν οι αθηναϊκές τριήρεις υπό τον Θεμιστοκλή απέναντι από του Φοίνικες, το δεξιό άκρο οι 16 σπαρτιατικές τριήρεις με τον Ευρυβιάδη απέναντι από τους Ίωνες. Δίπλα τους οι τριήρεις των Αιγινητών και στο ενδιάμεσο τα πλοία των άλλων ελληνικών πόλεων. Πρώτος επιτέθηκε ο Αθηναίος Αμεινίας ο Παλληνεύς.

Αμέσως τον ακολούθησαν και τα υπόλοιπα πλοία και η ναυμαχία γενικεύτηκε. Και οι δύο αντίπαλοι αρχικά πολεμούσαν με την ίδια γενναιότητα, γρήγορα όμως φάνηκε η υπεροχή του ελληνικού στόλου και της τακτικής του.

Μέχρι το σούρουπο ο Περσικός στόλος είχε κατατροπωθεί και αναζήτησε καταφύγιο στο Φάληρο. Οι απώλειες του ήταν 200 πλοία, ενώ οι Έλληνες είχαν χάσει 40. Η αναλογία σε άνδρες ήταν πολύ μεγαλύτερη για τους Πέρσες, γιατί πολλοί δεν ήξεραν να κολυμπούν. Επιπλέον, εξοντώθηκε η περσική φρουρά της Ψυτάλλειας που την αποτελούσαν κυρίως επιφανείς Πέρσες και εκλεκτοί πολεμιστές. Η νίκη αυτή των Ελλήνων, αποτέλεσμα όχι μόνο της στρατηγικής σκέψης και της ναυτικής δεινότητας τους, αλλά της ομοψυχίας και της γενναιότητας τους, σήμαινε την αρχή του τέλους για τα επεκτατικά σχέδια των Περσών κατά της Ελλάδας.

Στη Σαλαμίνα ιδρύθηκαν τάφοι με επιγράμματα για τους νεκρούς Σαλαμινομάχους κάθε πόλης. Στους Δελφούς στάλθηκαν πλούσια αφιερώματα και στους γενναιότερους δόθηκαν βραβεία. Η νίκη αυτή και η σημασία της υμνήθηκε από ποιητές, ρήτορες, και Ιστορικούς με σημαντικότερο έργο την τραγωδία του Αισχύλου «Πέρσαι» την πρώτη με ιστορικό θέμα.

Τουρκοκρατία

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, λόγω της θέσεως και της ασφάλειας, συνείσφερε θετικά στους αγώνες, ενώ ταυτόχρονα απολάμβανε ορισμένων προνομίων.
Υπήρξε καταφύγιο προσφύγων (όπως των Αθηναίων 1687 και κατοίκων της Αττικής και Βοιωτίας το 1770 και το 1821). Από κει βγήκε και η φράση: ''πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη''.
Πήρε μέρος στα ορλωφικά με αρχηγό το Μητρομάρα, ο οποίος άφησε το σπαθί του τάμα στη Φανερωμένη. Αργότερα δημιουργήθηκε πυρήνας Φιλικών με πρώτο τον ηγούμενο της Ι. Μ. Παναγίας Φανερωμένης, Γρηγόριο Κανέλλο ο οποίος μύησε και τους αδελφούς Αναγνώστη και Αντώνη Βιρβίλη. Στην Επανάσταση του 1821 έλαβαν δραστήρια μέρος με επικεφαλής τον Γεωργάκη Γκλίστη καθώς και τους Γιωργάκη Μάθεση, Ιωάννη Βιέννα, κ.ά. Πολύ μεγάλη και σημαντική ήταν και η βοήθεια που πρόσφερε στον Αγώνα η Ι. Μ. Φανερωμένης. Το 1823 εγκαταστάθηκε το Εκτελεστικό και το Βουλευτικό σώμα της Προσωρινής Διοίκησης της επαναστατημένης Ελλάδας ενώ το 1824 μεταφέρθηκε το τυπογραφείο οπου εκδόθηκε το πρώτο φύλλο της ''Εφημερίδας των Αθηνών'',από τον Γ. Ψύλλα. Επίσης, εδώ επανειλημμένα φιλοξενήθηκαν το σύνολο των αγωνιστικών του ΄21 που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις της Αττικής, της Αθήνας και του Φαλήρου όπως: ο Μακρυγιάννης, ο Τζαβέλλας, ο Κριεζώτης, ο Δ. Υψηλάντης, ο Μαυροβουνιώτης και άλλοι.
Φιλοξενήθηκε  και ο Γ. Καραϊσκάκης του οποίου επίλεκτο σώμα αποτέλεσαν Σαλαμίνιοι Αγωνιστές. Ο Καραϊσκάκης θάφτηκε στο ναό του Αγίου Δημητρίου, του οποίου ήταν και επιθυμία, το 1827. Το 1996, ο τάφος του ανακατασκευάστηκε και στον περίβολο του ναού στήθηκε η προτομή του. Το 1830 ο Καποδίστριας ίδρυσε το παλιό 1ο Δημοτικό Σχολείο, το οποίο λειτούργησε μέχρι το 1981. Σήμερα στεγάζει το αρχαιολογικό μουσείο.

19ος και 20ος Αιώνας

Mετά το τέλος της επανάστασης το νησί γνώρισε μέρες άνθισης των ναυτικών επαγγελμάτων.
 
Σημαντικό γεγονός για τη Σαλαμίνα ήταν και η εγκατάσταση στο νησί του Πολεμικού Ναύσταθμου το 1878, στη Φανερωμένη και από το 1881 στη σημερινή του θέση . Αυτή η εποχή γέννησε και ανέδειξε αξιόλογες προσωπικότητες, όπως το μεγάλο ζωγράφο Πολυχρόνη Λεμπέση, το φιλόλογο - λαογράφο Πέτρο Φουρίκη, το στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο, το θεαρτικό συγγραφέα Δημήτρη Μπόγρη και αργότερα το βάρδο του δημοτικού τραγουδιού Γιώργο Παπασίδερη, τον καθηγητή - αρχαιολόγο Δημήτρη Πάλλα, τον αρχηγό Ενόπλων δυνάμεων Σπύρο Αυγέρη κ.ά.
 
 Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έδωσε σε θυσία και πάλι τα παλικάρια της - στην αντίσταση κατά των κατακτητών - όπως τους Γεωρ. Μπεγνή, Φιλ. Τούτση, Στ.Νικολέτο, Γεωρ. Ελευσινιώτη, κ. αλ., όπως και ομήρους σε γερμανικά στρατόπεδα.
 
     Καθώς περνούσαν τα χρόνια και αύξανε ο πληθυσμός της Αθήνας και του Πειραιά το νησί έγινε σιγά-σιγά από τόπος εκδρομής και παραθερισμού σε τόπο μόνιμης κατοικίας. Το όμορφο φυσικό τοπίο, οι σχετικά πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, η πλούσια ιστορική κληρονομιά, τα διάφορα αξιοθέατα, ο βιολογικός καθαρισμός των νερών, η μικρή απόσταση από την Αθήνα έχουν μετατρέψει τη Σαλαμίνα σε ελκυστικό τουριστικό θέρετρο.
πηγες 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου