Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Νοέμβριος





Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Ο Νοέμβριος, ή Νοέμβρης, ή Αεργίτες (ποντιακά), ή Βιέστ (Αρβανίτικα) είναι ο ενδέκατος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και έχει 30 ημέρες. Ο Νοέμβριος ξεκινά κάθε χρόνο την ίδια ημέρα που αρχίζουν ο Φεβρουάριος και ο Μάρτιος, με εξαίρεση τα δίσεκτα έτη. Το λουλούδι του μήνα είναι το χρυσάνθεμο και η τυχερή πέτρα του μήνα το τοπάζι.

Λαογραφία και Εορτές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Πλειάδες ή Πούλια
Από την αρχαιότητα ακόμη διάφορα ιδιαίτερα εμφανή ουράνια αντικείμενα προειδοποιούσαν τους ανθρώπους σαν σημάδια των αλλαγών του καιρού. Πάρτε, για παράδειγμα, το πανέμορφο ανοιχτό αστρικό σμήνος των Πλειάδων, γνωστότερο στο λαό μας με την ονομασία Πούλια. Ακόμη και από την εποχή του Ησίοδου η δύση των Πλειάδων αμέσως μετά την δύση του Ήλιου, που συμβαίνει στα μέσα Νοεμβρίου, σημάδευε και σημαδεύει την περίοδο της έλευσης του κρύου και «προειδοποιούσε τους γεωργούς να σπεύσουν να ολοκληρώσουν την σπορά, αλλά και τους κτηνοτρόφους να κατηφορίσουν στα χημαδιά». Όπως μας λέει η παροιμία: «Στις δεκαφτά ή στις δεκοχτώ πέφτει η Πούλια στο γιαλό, και πίσω παραγγέλνει: μηδέ στανίτσα στα βουνά, μήτε γιωργός στους κάμπους», ή σε μιαν άλλη παραλλαγή: «μήτε τσομπάνος στα βουνά, μήτε γεωργός στους κάμπους».
Εκτός από την δύση της Πούλιας, όμως, την μεταβολή του καιρού προς το χειρότερο «μηνάει» στο λαό η γιορτή του αγίου Μηνά, στις 11 Νοεμβρίου, ενώ στη γιορτή του αγίου Αντρέα, στις 30 Νοεμβρίου, το κρύο «αντριεύει». Οι ακατάστατες αυτές καιρικές συνθήκες που επικρατούν έδωσαν στον Νοέμβριο το όνομα «Ανακατωμένος», αν και είναι γνωστός στον λαό μας και ως Σποριάς ή Μεσοσπορίτης γιατί τότε γίνεται η σπορά των δημητριακών.
Αρχείο:Olive-picking with rotary tool and rake.ogv
Συγκομιδή ελιάς με περιστροφική βέργα και χτένι.
Στις άλλες γεωργικές ασχολίες περιλαμβάνεται επίσης και το λιομάζωμα. Σύμφωνα με τον Νίκο Ψιλάκη: «Στα ελληνικά λιόφυτα αρχίζει κάθε Νοέμβρη το πανηγύρι της ελιάς. Παλιότερα οι γυναίκες με τα καλάθια μάζευαν μία-μία τις πεσμένες ελιές. Αλλού οι μαζωχτάδες χτυπούσαν τα κλαδιά με ράβδους και μάζευαν τον καρπό από τα στρωμένα ελαιόπανα. Τελευταία η τεχνολογία αντικατέστησε την αρχαία ξύλινη ράβδο με μεταλλική περιστρεφόμενη». Αλλά το λιομάζωμα μπορεί να διαρκέσει μέχρι και τον Γενάρη ή ακόμη και τον Μάρτη.
Ο αρχάγγελος Μιχαήλ (12ος αιώνας, Ιερά Μονή Όρους Σινά)
Ανάμεσα στις γιορτές του μήνα περιλαμβάνεται και η εορτή των Ταξιαρχών Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ στις 8 Νοεμβρίου, γι’ αυτό ο Νοέμβριος ονομάζεται σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας και Αϊ-Ταξιάρχης και Αρχαγγελίτης. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ θεωρείται και ως «ο κατ’ εξοχήν 
ψυχοπομπός άγγελος» γι αυτό και σε ορισμένες περιοχές την παραμονή της εορτής του έφερναν τα παπούτσια τους μέσα στο σπίτι για να μην τα δει ο Μιχαήλ και έλθει να τους πάρει πριν την ώρα τους.
Στις 14 Νοεμβρίου εορτάζεται η μνήμη του αγίου Φιλίππου που σύμφωνα με τον Γεώργιο Ν. Αικατερινίδη:
«…ήταν φτωχός γεωργός, ο οποίος όλη τη μέρα δούλευε στο χωράφι του. Όταν το βράδυ γύρισε στο σπίτι του, έσφαξε το μοναδικό του βόδι και μοίρασε το κρέας στους συγχωριανούς του για να αποκρέψουν, όπως επιβάλλεται πριν από τα Χριστούγεννα. Το πρωί όμως που σηκώθηκε, βρήκε το ζώο του ζωντανό από θεϊκό θαύμα. Γι’ αυτό, επειδή ήταν πολύ αγαθός, άγιασε όταν πέθανε. Η μέρα του Αϊ-Φίλιππα ημερολογιακά έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού τότε ξεκινά η 40ήμερη νηστεία για τα Χριστούγεννα».
— Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης
 Γι αυτό η περίοδος αυτή μέχρι τα Χριστούγεννα ονομάζεται Σαρανταήμερο ή Σαραντάμερο. Την ίδια ημέρα τιμάται επίσης και η μνήμη του Γρηγόριου Παλαμά τον οποίο είχαν επιλέξει οι πατέρες του Αγίου Όρους ως υπερασπιστή του ησυχασμού στο Βυζάντιο του 14ου αιώνα.
Στις 25 Νοεμβρίου τιμάται η μνήμη της αγίας Αικατερίνης η οποία, σύμφωνα με την Μάρω Κ. Παπαθανασίου:
«…γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια επί Μαξιμιλιανού. Ήταν κόρη του έπαρχου Αλεξανδρείας Κώνστα (ή Κέστου), γυναίκα σπάνιας σοφίας και ωραιότητας. Όπως μαρτυρεί η εκκλησιαστική παράδοση, σε συζήτηση περί πίστεως που είχε με πενήντα φιλοσόφους, η Αικατερίνη μετέστρεψε στον χριστιανισμό όχι μόνο αυτούς αλλά και πολλούς κρατικούς αξιωματούχους και άλλους επιφανείς. Η εμμονή στην πίστη της εξόργισε τον αυτοκράτορα, που διέταξε τον βασανισμό της και, τελικά, τον αποκεφαλισμό της το 305».
— Μάρω Κ. Παπαθανασίου
Η μεγαλύτερη, όμως, γιορτή του μήνα είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με τον Σάββα Αγουρίδη η καθιέρωση της εορτής έγινε τον 8ο αι. μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, ενώ την αναφορά των «…Εισοδίων της Θεοτόκου στα Άγια των Αγίων [του Ιερού των Ιεροσολύμων] και παραμονής της εκεί βρίσκουμε στο απόκρυφο λαϊκό κείμενο που [ονομάστηκε] ‘Πρωτοευαγγέλιον Ιακώβου’...». Η παράδοση της Θεοτόκου στο Ιερό έγινε από τους γονείς της, τον Ιωακείμ και την Άννα, «…όταν ήταν τριών ετών, και έτσι την αφιέρωσαν στον Θεό, αφού η Μαρία παρέμεινε εντός του Ιερού, όπου την υποδέχτηκε ο Ζαχαρίας (προφανώς ο ιερέας πατέρας του Ιωάννη του Προδρόμου) και την εισήγαγε στο Ιερό, όπου έμεινε μέχρι της ηλικίας των 14 ή 15 ετών».

Βροχή "Λεοντιδών"[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας από τους διάττοντες της Βροχής των Λεοντιδών
Οι "Λεοντίδες" φαίνονται ότι προέρχονται από τον Αστερισμό του Λέοντα
Ένα ιδιαίτερα θεαματικό, πολλές φορές, ουράνιο φαινόμενο συμβαίνει γύρω στις 17 Νοεμβρίου κάθε χρόνου οπότε μια ετήσια «βροχή διαττόντων» στολίζει με δεκάδες φωτεινά πεφταστέρια τον ουρανό μας όταν μια ροή σωματιδίων μερικών δεκάδων διαττόντων την ώρα σχηματίζουν την «βροχή των Λεοντιδών». Η βροχή αυτή ονομάζεται έτσι επειδή τα μετέωρα αυτά φαίνονται ότι προέρχονται από την κατεύθυνση του αστερισμού του Λέοντα, και οφείλονται στα σωματίδια που αφήνει πίσω του ο κομήτης Τεμπλ-Τατλ. Αυτό που συμβαίνει είναι το εξής: καθώς η Γη μας περιφέρεται στην τροχιά της γύρω από τον Ήλιο, συναντάει κάθε Νοέμβριο το σύννεφο των σωματιδίων του κομήτη Τεμπλ-Τατλ που είναι σχετικά μαζεμένα μαζί σε ομάδες και τέμνουν την τροχιά της Γης. Έτσι καθώς η Γη μας τρέχει με 108.000 χιλιόμετρα την ώρα, πέφτει ακάθεκτη πάνω στο σύννεφο των σωματιδίων. Τα μικροσκοπικά αυτά σωματίδια, με βάρος ενός γραμμαρίου, χτυπάνε τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιράς μας σε ύψος 100 περίπου χιλιομέτρων και αναφλέγονται. Η ανάφλεξη αυτή ιονίζει τα γύρω στρώματα της ατμόσφαιρας, σχηματίζοντας έτσι μια φωτεινή σφαίρα 2 έως 3 μέτρων που κινείται με ταχύτητα 30 έως 60 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο. Αυτή τη φωτεινή σφαίρα, λοιπόν, βλέπουμε από τη Γη, και ονομάζουμε διάττοντα, μετέωρο, ή «πεφταστέρι».
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδιαίτερα μετά από κάποια πρόσφατη διέλευση ενός κομήτη ο ρυθμός αυτός μπορεί και να ξεπεράσει ακόμη και τα χίλια μετέωρα την ώρα. Σ’ αυτή την περίπτωση η «Βροχή» μετατρέπεται σε «Καταιγίδα». Η μεγαλύτερη «Καταιγίδα Διαττόντων» που παρατηρήθηκε ποτέ ήταν η «Καταιγίδα των Λεοντιδών» στις 12 προς 13 Νοεμβρίου του 1833 όταν τα μετέωρα έμοιαζαν με πυροτεχνήματα από μια ροή δεκάδων μετεώρων κάθε δευτερόλεπτο που διήρκεσε επί ώρες. Ένας ιστορικός μάλιστα το 1878 την θεώρησε ως ένα από τα 100 πιο σημαντικά γεγονότα του αιώνα. Πολλές ξυλογραφίες έχουν απεικονίσει το γεγονός με μεγάλη επιτυχία. Αρκετοί μάλιστα κοινωνιολόγοι αποδίδουν στο ουράνιο αυτό φαινόμενο την εξάπλωση της θρησκομανίας που επηρέασε τα επόμενα χρόνια την όλη κοινωνική εξέλιξη και τον σύγχρονο χαρακτήρα των ΗΠΑ.









Πανελλήνια Ημέρα Δωρεάς Οργάνων






O Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων (Ε.Ο.Μ.), από το 2007 έχει θεσπίσει την 1η Νοεμβρίου κάθε έτους ως Πανελλήνια Ημέρα Δωρεάς Οργάνων. Κάθε χρόνο, ο Οργανισμός, φροντίζει να υπενθυμίζει στο ευρύ κοινό τη σημασία της Δωρεάς Οργάνων. που μέσω της μεταμόσχευσης χαρίζουν το πολύτιμο δώρο της ζωής σε πάσχοντες συνανθρώπους μας.
Στη χώρα μας, η κατάσταση είναι σχεδόν απογοητευτική. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2013), η αναλογία του αριθμού μεταμοσχεύσεων από πτωματικούς δότες ανά εκατομμύριο πληθυσμού στην Ελλάδα είναι 6,9, τη στιγμή που στην Ισπανία είναι 36,6, στην Κροατία 34.8, στο Βέλγιο 29,5 και στη Μάλτα 28,6.
Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην απροθυμία των συγγενών να συναινέσουν στη δωρεά οργάνων προσφιλών τους προσώπων που χάθηκαν. Οι αιτίες της απροθυμίας αυτής είναι, σίγουρα, πολλές, αλλά οι σημαντικότερες πρέπει να αναζητηθούν:
  • Στην ελλιπή και πολλές φορές εσφαλμένη ενημέρωση ή παραπληροφόρηση του πληθυσμού, που συχνά πέφτει θύμα διογκωμένης φημολογίας.
  • Στην έλλειψη εμπιστοσύνης σε φορείς και γιατρούς και στο φόβο για εμπόριο οργάνων.
  • Στις διάφορες προλήψεις και προκαταλήψεις που συνοδεύουν το τέλος της ζωής.
















Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Η Δίκη των Έξι






Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η δίκη των πρωταίτιων της Μικρασιατικής Καταστροφής από έκτακτο στρατοδικείο, που συγκρότησαν οι βενιζελικοί αξιωματικοί της Επανάστασης του 1922. Στο εδώλιο κάθισαν επτά πολιτικοί και ένας στρατιωτικός, από τους οποίους οι έξι καταδικάσθηκαν σε θάνατο και εκτελέσθηκαν. Η δίκη διεξήχθη από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου 1922 στην ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Ήταν ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια του Εθνικού Διχασμού.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κι ενώ η Ελλάδα παρουσίαζε εικόνα διάλυσης, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα υπό τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Φωκά, που προκάλεσε την παραίτηση της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου και του βασιλιά Κωνσταντίνου (14 Σεπτεμβρίου 1922) υπέρ του υιού του Γεωργίου Β'. Ο χαρακτήρας του βασιζόταν στην ανάγκη της πίστης ότι «ο ελληνικός στρατός δεν νικήθηκε, αλλά προδόθηκε».
Στην Αθήνα συγκροτήθηκε Επαναστατική Επιτροπή, η οποία ανέλαβε άμεση δράση, διατάσσοντας εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών πολιτικών, υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Μία ογκώδης διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος στις 9 Οκτωβρίου ζητά την εκτέλεση υπευθύνων της τραγωδίας. Ο Πλαστήρας, που είναι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του κινήματος, βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Οι αδιάλλακτοι στον στρατό (Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος), αλλά και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου απαιτούν εκτελέσεις. Οι μετριοπαθείς (Πλαστήρας, Δαγκλής, Γονατάς), θέλουν κανονική δίκη, όπως και οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, που ζητούν από τον Πλαστήρα να αποφύγει τις βεβιασμένες ενέργειες και τις συνοπτικές διαδικασίες. Τελικά, οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν και αποφασίστηκε η ίδρυση εκτάκτου στρατοδικείου, που από τη φύση του δεν παρέχει τα εχέγγυα για μια δίκαιη δίκη.
Επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, με βοηθούς τους συνταγματάρχες Ιωάννη Καλογερά και Χαράλαμπο Λούφα. Στο πόρισμα της Επιτροπής, που εκδόθηκε στις 24 Οκτωβρίου, παραπέμφθηκαν να δικασθούν στο έκτακτο στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οκτώ πρόσωπα, που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο 1920 - 1922:
  • Δημήτριος Γούναρης (59 ετών, πρώην Πρωθυπουργός)
  • Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (68 ετών, πρώην Πρωθυπουργός)
  • Νικόλαος Στράτος (50 ετών, πρώην Πρωθυπουργός )
  • Νικόλαος Θεοτόκης (44 ετών, Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη)
  • Γεώργιος Μπαλτατζής (56 ετών, Υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη)
  • Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος ε.α. (53 ετών, Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη)
  • Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. (54 ετών, Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη)
  • Γεώργιος Χατζανέστης, αντιστράτηγος (59 ετών, Αρχιστράτηγος Μικράς Ασίας και Θράκης)
Το δίκαιο αίτημα των κατηγορουμένων να δικασθούν από το Ειδικό Δικαστήριο κατ' εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών απορρίφθηκε από τον Πάγκαλο με εξωνομική αιτιολόγηση. Τρεις μέρες νωρίτερα (21 Οκτωβρίου) είχε συγκροτηθεί το έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο.
Στις 9 το πρωί της 31ης Οκτωβρίου 1922 άρχισε η ακροαματική διαδικασία στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Τον πρόεδρο του Αλέξανδρου Οθωναίο πλαισίωναν ως στρατοδίκες τρεις συνταγματάρχες, ένας πλοίαρχος, ένας αντισυνταγματάρχης, δύο αντιπλοίαρχοι, τρεις ταγματάρχες, ένας λοχαγός και ένας στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος. Επαναστατικοί επίτροποι ήταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Γεωργιάδης και οι συνταγματάρχες Ιωάννης Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Γραμματέας του δικαστηρίου ήταν ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων ανέλαβαν διαπρεπείς δικηγόροι (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Αναστάσιος Παπαληγούρας, Οικονομίδης, Δουκάκης, Νοταράς, Ρωμανός και Σωτηριάδης).
Η δίκη διεξήχθη σε 14 συνεδριάσεις. Μετά την απόρριψη των ενστάσεων των κατηγορουμένων εξετάστηκαν 12 μάρτυρες κατηγορίας και 12 υπεράσπισης. Επιτυχία της κατηγορούσας αρχής υπήρξε ότι οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας προήρχοντο από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο, όπως και οι κατηγορούμενοι. Στις 6 Νοεμβρίου ο κατηγορούμενος Δημήτριος Γούναρης ασθένησε σοβαρά από τύφο και μεταφέρθηκε σε ιδιωτική κλινική. Υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, το οποίο απορρίφθηκε και έτσι δικαζόταν ωσεί παρών.

Κοινή ήταν η πεποίθηση σε Ελλάδα και εξωτερικό ότι το δικαστήριο θα επιβάλει θανατικές ποινές. Οι διεθνείς πιέσεις υπέρ των κατηγορουμένων εντείνονται. Υπό το βάρος τους, η κυβέρνηση του μετριοπαθή Σωτηρίου Κροκιδά παραιτείται στις 10 Νοεμβρίου και την πρωθυπουργία αναλαμβάνει στις 14 Νοεμβρίου ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, ηγετικό στέλεχος του στρατιωτικού κινήματος.
Την ίδια μέρα ολοκληρώθηκαν οι απολογίες των κατηγορουμένων και οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα της 15ης Νοεμβρίου, το δικαστήριο αποσύρεται σε διάσκεψη για να εκδώσει την απόφασή του. Στις 6:40 π.μ. οι στρατοδίκες επανέρχονται στην έδρα και ο Πρόεδρος του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αλέξανδρος Οθωναίος διαβάζει την ετυμηγορία του δικαστηρίου:
Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β' το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών.
Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη.
Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 
χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων.
Αμέσως μετά, ο επαναστατικός επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης μεταβαίνει στις φυλακές Αβέρωφ, όπου εκρατούντο οι κατηγορούμενοι και τους ανακοινώνει την καταδικαστική απόφαση. Είναι 9 το πρωί. Στους έξι θανατοποινίτες ανακοινώνει ότι η εκτέλεση θα γίνει σε δύο ώρες. Υποβολή ενδίκων μέσων δεν προβλεπόταν για τους καταδικασθέντες. Στις 10:30 δύο φορτηγά τους παραλαμβάνουν και τους μεταφέρουν στον χώρο εκτελέσεων στου Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία». Μία ώρα αργότερα, 36 πυροβολισμοί αντηχούν από τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος και οι 6 πέφτουν νεκροί. Στις 2:30 μ.μ. κηδεύονται στο Α' Νεκροταφείο, κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας.
Η επίσπευση της εκτέλεσης των 6 έγινε με προτροπή του Πάγκαλου. Ο στρατηγός ήθελε να μην τους προλάβει ζωντανούς ο πλοίαρχος Τάλμποτ, που έφθασε λίγο αργότερα στην Αθήνα ως απεσταλμένος της Αγγλικής Κυβέρνησης για να πιέσει την κυβέρνηση να αναβάλει την εκτέλεση των θανατικών ποινών. Ο ρόλος του Ελευθερίου Βενιζέλου δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένος. Ο ίδιος είχε αποσυρθεί της πολιτικής και ευρίσκετο στο εξωτερικό μη αναμιγνυόμενος, όπως έλεγε, στις κυβερνητικές 
υποθέσεις. Ένα τηλεγράφημά του προς την κυβέρνηση για τις δυσμενείς επιπτώσεις της εκτέλεσης έφθασε την επομένη (16 Νοεμβρίου).
Η εκτέλεση των 6 έγινε, κυρίως, για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα και όχι γιατί πραγματικά είχαν διαπράξει προδοσία σε βάρος της Ελλάδας. Την άποψη αυτή επαληθεύουν τα λόγια του Θεόδωρου Πάγκαλου, χρόνια αργότερα: «Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν… αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος».

Η Επανάληψη της Δίκης

Στις 20 Ιανουαρίου 2008 ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο και ζήτησε με αίτησή του την ακύρωση της απόφασης του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών της 15ης Νοεμβρίου 1922 και την επανάληψη της διαδικασίας (δίκης), με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Τα νέα στοιχεία που επικαλέστηκε ο αιτών ήταν μία επιστολή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Παναγή Τσαλδάρη (Ιανουάριος 1929) και ένα απόσπασμα από την ομιλία του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Βουλή στις 31 Μαρτίου 1932.
Στην επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη έγραφε ο Ελευθέριος Βενιζέλος:
Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπο ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσία κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπο εις την μικρασιατική καταστροφή. Δύναμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω ότι πιστεύω ακραδάντως ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των οδηγεί την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον.
Κατά δε τη συνεδρίαση της Βουλής της 31ης Μαρτίου 1932, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, αναφερθείς στο θέμα της θανατικής καταδίκης των «έξι» , δήλωσε ότι αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών, υπέρ των οποίων ήταν έτοιμος να προσέλθει σε μνημόσυνο όπως δεηθεί, μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων.
Στις 19 Νοεμβρίου 2009 το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου συνελθών σε συμβούλιο δέχθηκε τους ισχυρισμούς του αιτούντος με ψήφους 3 έναντι 2 και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την οριστική απόφαση (1533/2009). Στις 20 Δεκεμβρίου 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών και με εισήγηση του αντεισαγγελέα του δικαστηρίου Αθανασίου Κονταξή έκρινε ότι εσφαλμένα παραπέμφθηκε ενώπιόν της από το Ποινικό Τμήμα το ζήτημα της επανάληψης της «δίκης των έξι» και ότι κατά συνέπεια αναβιώνει η απόφαση 1533/2009 του Ζ' Ποινικού Τμήματος.
Στις 12 Μαΐου 2010 συνήλθε σε συμβούλιο το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου υπό νέα σύνθεση, για να συμπληρώσει την απόφαση 1533/2009 και να διατυπώσει το διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στη δίκη παρενέβη με δήλωση πολιτικής αγωγής η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος, που εκπροσωπεί 185 σωματεία και πλέον των 300.000 απογόνων των προσφύγων του 1922, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, επειδή οι έξι καταδικασθέντες από το Στρατοδικείο με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους προκάλεσαν τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τις πατρογονικές ρίζες του, μετά 3.000 χρόνια παρουσίας στη Μικρά Ασία. Η παράσταση πολιτικής αγωγής απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από το δικαστήριο.
Στις 20 Οκτωβρίου 2010 το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του και έκανε δεκτή την αίτηση του Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη, κρίνοντας αθώους τους έξι καταδικασθέντες σε θάνατο από το Έκτακτο Επαναστατικό Δικαστήριο Αθηνών. Με την απόφαση 1675/2010 το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου ακυρώνει την απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών ως προς όλους τους καταδικασμένους για εσχάτη προδοσία και παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.










Χάρι Χουντίνι 1874 – 1926






Ο θρυλικός μάγος Χάρι Χουντίνι (Harry Houdini) γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1874 στη Βουδαπέστη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Έριχ Βάις. Το 1878 η οικογένειά του μετανάστευσε στις ΗΠΑ και ο πατέρας του έγινε ο πρώτος ραβίνος του Άπλετον στο Ουισκόνσιν. Ο ίδιος, από μικρή ηλικία, συνεισέφερε οικονομικά, πουλώντας εφημερίδες και γυαλίζοντας παπούτσια.
Σε ηλικία δεκατριών ετών ακολούθησε τους γονείς του στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Εκεί έμαθε και το πρώτο του μαγικό κόλπο, ανακαλύπτοντας έναν νέο κόσμο που τον σαγήνευσε.
Το 1891 έγινε επαγγελματίας μάγος και άλλαξε το όνομά του σε Χάρι Χουντίνι, το οποίο το εμπνεύστηκε από τον διάσημο γάλλο μάγο Ζαν Εζέν Ρομπέρ Ουντέν. Ήδη ήταν γνωστός ως ο «Βασιλιάς της Τράπουλας». Το 1893 γνωρίστηκε με την τραγουδίστρια και χορεύτρια Μπέατρις «Μπες» Ράνερ, με την οποία παντρεύτηκε δύο εβδομάδες αργότερα. Ως το τέλος της καριέρας του, η Μπες αποτελούσε τη βοηθό του επί σκηνής. Μαζί περιόδευσαν για περισσότερα από 30 χρόνια σ’ όλη την Αμερική και την Ευρώπη.
Ο Χουντίνι έγινε θρύλος, ως ο άνθρωπος που δραπετεύει από ζουρλομανδύες, σχοινιά, χειροπέδες, αλυσίδες, ακόμα και από κελιά φυλακών. Το 1913 πραγματοποίησε ίσως το πιο γνωστό του νούμερο. Κατάφερε να απελευθερωθεί από έναν γυάλινο θάλαμο, γεμάτο με νερό, μέσα στον οποίο ήταν κρεμασμένος ανάποδα. Πέντε χρόνια αργότερα εξαφάνισε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Νεοϋορκέζων έναν ελέφαντα 10 τόνων!
Το 1916 ο Χάρι Χουντίνι έκανε την πρώτη εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη. Μέσα σε επτά χρόνια πρωταγωνίστησε σε πέντε ταινίες του βωβού κινηματογράφου και απέκτησε το δικό του αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας, στο Χόλιγουντ.
Το 1926 ο Χάρι Χουντίνι επισκέφτηκε ένα τοπικό πανεπιστήμιο στο Μόντρεαλ του Καναδά, προκειμένου να δώσει μία διάλεξη για τον πνευματισμό. Ζήτησε από έναν εθελοντή να τον χτυπήσει στην κοιλιά για ν’ αποδείξει την αντοχή του στον πόνο. Πριν προλάβει να προετοιμαστεί, σωριάστηκε στο έδαφος από τη γροθιά ενός αθλητή του μποξ. Πολλοί πιστεύουν ότι ο πόνος του χτυπήματος κάλυψε αυτόν της σκωληκοειδίτιδας, η οποία δεν διεγνώσθη ποτέ. Ο θρυλικός μάγος πέθανε από περιτονίτιδα λίγες ημέρες αργότερα, στις 31 Οκτωβρίου, ανήμερα της γιορτής του Χάλογουιν.





















Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Χασάν Ταξίν Πασάς 1845–1918





Οθωμανός στρατηγός, αλβανικής καταγωγής, που παρέδωσε την Θεσσαλονίκη στον αρχιστράτηγο διάδοχο Κωνσταντίνο στις 26 Οκτωβρίου 1912.
Ο Χασάν Ταξίν Πασάς γεννήθηκε το 1845 στην Μεσαριά της Ηπείρου (σημερινή Μόλιστα Ιωαννίνων). Γνώστης της ελληνικής, φοίτησε στην Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και στην συνέχεια κατατάχθηκε στον Οθωμανικό στρατό ως υπαξιωματικός. Χάρη στις ικανότητές του ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία και υπηρέτησε ως αξιωματικός για σαράντα χρόνια στην Κρήτη, τη Θεσσαλία (Ελληνο–Τουρκικός Πόλεμος του 1897), την Κωνσταντινούπολη, την Ήπειρο, την Αλβανία, τη Συρία και την Υεμένη.
Λίγο πριν από την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων, υπηρετούσε ως διοικητής του 8ου Σώματος Στρατού στην Δαμασκό. Ο σχηματισμός του επρόκειτο να μεταφερθεί και να δράσει στην Μακεδονία, αλλά εμποδίστηκε από το ελληνικό στόλο. Τότε ο σουλτάνος του ανέθεσε τον σχηματισμό του 8ου προσωρινού Σώματος Στρατού με έδρα την Θεσσαλονίκη. Αποτελούνταν από την 22η Μεραρχία της Κοζάνης και δύο εφεδρικές μεραρχίες.
Μετά την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου και την προέλαση του ελληνικού στρατού βαθιά μέσα στο έδαφος της Μακεδονίας, οι δυνάμεις του αντέταξαν μια τελευταία γραμμή άμυνας στα Γιαννιτσά. Η νίκη των ελληνικών όπλων άνοιξε τον δρόμο προς την Θεσσαλονίκη, γεγονός που κατέστησε τον αγώνα του μάταιο. Έτσι στις 26 Οκτωβρίου 1912 αποδέχθηκε τους όρους του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και παρέδωσε την Θεσσαλονίκη.
Ο ίδιος μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος στην Αθήνα και διέμενε στο ξενοδοχείο «Ακταίο» του Νέου Φαλήρου. Από την πατρίδα του θεωρήθηκε προδότης και καταδικάστηκε σε θάνατο από στρατοδικείο. Λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του, η ελληνική κυβέρνηση του επέτρεψε να μεταβεί στο εξωτερικό, πρώτα στην Γαλλία και στην συνέχεια στην Λωζάνη της Ελβετίας, όπου πέθανε το 1918, σε ηλικία 73 ετών. Μετά από πολλές περιπέτειες τα οστά του βρίσκονται θαμμένα στο Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων στην Γέφυρα Θεσσαλονίκης.
Ο Χασάν Ταξίν Πασάς ήταν νυμφευμένος με εξισλαμισμένη ελληνίδα και απέκτησε επτά παιδιά. Ένας από τους γιους του ο ζωγράφος Κενάν Μεσαρέ (1889-1965) εγκαταστάθηκε στα Γιάννινα και απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα, ενώ ένας δεύτερος γιος του ο Κεμάλ Μεσαρέα ακολούθησε καριέρα δημοσίου υπαλλήλου στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος και υπηρέτησε ως πρεσβευτής της Αλβανίας στην Ελλάδα την διετία 1933-1934.



















Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Νίκος Καζαντζάκης 1883 – 1957





Μυθιστοριογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, φιλόσοφος και πολιτικός. Ένα από τα μεγάλα κεφάλαια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με τεράστιο σε όγκο, αλλά και σε ευρύτητα έργο.
Κέρδισε παγκόσμια φήμη μεταθανάτια από τη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη τού μυθιστορήματός του «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» από τον Μιχάλη Κακογιάννη το 1964.
Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ο πιο μεταφρασμένος σύγχρονος έλληνας συγγραφέας.
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης, το οποίο εκείνη την εποχή αποτελούσε ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του, Μιχάλης, ήταν έμπορος γεωργικών προϊόντων και καταγόταν από τους Βαρβάρους, όπου σήμερα βρίσκεται το Μουσείο Καζαντζάκη. Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην γενέτειρά του και τη Νάξο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1902 για να σπουδάσει νομικά.
Το 1906 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα με το δοκίμιο «H Αρρώστια του Αιώνος» και το πρώτο του μυθιστόρημα «Όφις και Kρίνο». Το 1907 ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στα νομικά, στο Παρίσι. Παράλληλα, παρακολούθησε τις διαλέξεις του υπαρξιστή φιλόσοφου Ανρί Μπερξόν και μελέτησε το έργο του Νίτσε. Και οι δύο αυτοί φιλόσοφοι άσκησαν τεράστια επίδραση πάνω του.
Το 1907 ξεκινά τη δημοσιογραφική του καριέρα και μυείται στον τεκτονισμό. Το 1909, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, εκδίδει τη διδακτορική διατριβή του «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας». Κερδίζει το ψωμί του από τις μεταφράσεις και συζεί με τη συμπατριώτισσά του διανοούμενη Γαλάτεια Αλεξίου. Συμμετέχει στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, της σημαντικότερης ομάδας πίεσης για την καθιέρωση της Δημοτικής.
Μέσω του σωματείου αυτού συνδέθηκε φιλικά το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας. Την περίοδο αυτή, ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπερξόν. Με τον Σικελιανό ονειρεύονται τη δημιουργία μιας νέας θρησκείας.
Τον Οκτώβριο του 1916 πραγματοποιεί το πρώτο του επιχειρηματικό βήμα. Ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη για να υπογράψει ένα συμβόλαιο για την αποκομιδή ξυλείας από το Άγιο Όρος. Τον επόμενο χρόνο προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ένα λιγνιτωρυχείο στην Πελοπόννησο και προσλαμβάνει έναν εργάτη ονόματι Γιώργη Ζορμπά. Οι εμπειρίες αυτές θα μετουσιωθούν αργότερα στο μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που αναφέρεται στη φιλία ενός διανοούμενου μ' έναν πρωτόγονο λαϊκό άνθρωπο, γεμάτο όρεξη για ζωή. Ο χαρακτήρας του Ζορμπά είναι η προσωποποίηση της μπερξονικής ιδέας της «ζωικής ορμής». Το 1918 γνωρίζει και συνδέεται αισθηματικά με την Έλλη Λαμπρίδου.
Από τα νεανικά του χρόνιαν ο νους του Καζαντζάκη είναι ανήσυχος, η ψυχή του βασανίζεται από αγωνίες και από προβλήματα θεμελιακά, μια αγωνία μεταφυσική και υπαρξιακή, όπως τονίζουν οι μελετητές του έργου του. Ανησυχίες θρησκευτικές τυραννούν τον άπιστο αυτό νιτσεϊστή. Ιδιαίτερα η μορφή του Χριστού –«αυτή η ένωση, η τόσο μυστηριώδης και τόσο πραγματική του ανθρώπου και του Θεού», όπως γράφει σ' ένα γράμμα του– τον παρακολουθεί σαν έμμονη ιδέα από τα νεανικά του χρόνια ως το τέλος της ζωής του.
Σε ένα διάλειμμα της συγγραφικής δραστηριότητας του Καζαντζάκη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον διορίζει το 1919 Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως, έχοντας ως αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες αυτές αξιοποιούνται πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», με θέμα την αναπαράσταση των Παθών του Χριστού, σ' ένα ελληνικό χωριό της Ανατολής. Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη, ξεκινώντας τη δική του Οδύσσεια σε όλο τον κόσμο.
Το 1922 επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Φρόυντ και τον Βουδισμό. Επισκέφτηκε, ακόμα, τη Γερμανία, ενώ το 1924 έμεινε για τρεις μήνες στην Ιταλία. Στο Βερολίνο, ο Καζαντζάκης μυήθηκε στις κομμουνιστικές ιδέες κι έγινε θαυμαστής του Λένιν. Ποτέ, όμως, δεν έγινε πιστός κομουνιστής. Την εποχή εκείνη τα εθνικιστικά του ιδεώδη αντικαταστάθηκαν από μια πιο διεθνιστική ιδεολογία.
Την περίοδο 1923-1926 πραγματοποίησε, επίσης, αρκετά δημοσιογραφικά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, στην Παλαιστίνη, στην Κύπρο και στην Ισπανία, όπου του παραχώρησε συνέντευξη ο δικτάτορας Πρίμο ντε Ριβέρα. Εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων «Ελεύθερος Λόγος» και «Καθημερινή». Το 1924 γνώρισε την Ελένη Σαμίου και το 1926 χώρισε τη γυναίκα του Γαλάτεια.
Το Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα, με σκοπό την ολοκλήρωση του πιο φιλόδοξου έργου του, της «Οδύσσειας». Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου («Ταξιδεύοντας») , ενώ το περιοδικό του Δημήτρη Γληνού «Αναγέννηση» δημοσίευσε το φιλοσοφικό του έργο «Ασκητική», ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του Καζαντζάκη, στο οποίο εκφράζει τη μεταφυσική πίστη του. Ο ίδιος θεωρούσε την «Ασκητική» ως το σπόρο για όλο το κατοπινό έργο του.
Στις 11 Ιανουαρίου 1928 μιλά στην Αθήνα με θέμα τη Σοβιετική Ένωση, μαζί με τον φίλο του συγγραφέα Παναίτ Ιστράτι, εξυμνώντας το σοβιετικό μοντέλο. Για την οργάνωση αυτής της ομιλίας στο θέατρο «Αλάμπρα», η οποία κατέληξε σε μία ανοιχτή διαδήλωση, τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής Δημήτριος Γληνός διώχθηκαν δικαστικά, ωστόσο η δίκη τους τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, ο δε Ιστράτι απειλήθηκε με απέλαση. Tον Aπρίλιο, ο Kαζαντζάκης ξαναβρέθηκε στη Ρωσία, όπου ολοκλήρωσε ένα κινηματογραφικό σενάριο με θέμα τη Ρωσική Επανάσταση.
Το Μάιο του 1929 απομονώθηκε σε ένα αγρόκτημα της Tσεχοσλοβακίας, όπου ολοκλήρωσε στα γαλλικά, τα μυθιστορήματα «Toda-Raba» και «Kapetan Elia», προάγγελο του «Καπετάν Μιχάλη». Τα έργα αυτά εντάσσονταν στην προσπάθεια του Καζαντζάκη να καταξιωθεί διεθνώς ως συγγραφέας. Η γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος «Toda-Raba» κυκλοφόρησε με το ψευδώνυμο Νικολάι Καζάν.
Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός Γαλλοελληνικού λεξικού για βιοποριστικούς λόγους. Μετέφρασε, ακόμα, τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη κι έγραψε ένα μέρος των ωδών που αργότερα ενσωματώθηκαν στις «Τερτσίνες» (1960). Το 1935 πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιαπωνία και την Kίνα, εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα, ενώ ως απεσταλμένος της «Καθημερινής» κάλυψε τον Ισπανικό Εμφύλιο (1936).
Το 1938 ολοκλήρωσε την «Οδύσσεια», ένα επικό ποίημα στα πρότυπα της ομηρικής «Οδύσσειας», αποτελούμενο από συνολικά 33.333 στίχους και 24 ραψωδίες. Για το έργο αυτό, ο Καζαντζάκης εργαζόταν για δεκατρία χρόνια και πριν από την τελική του μορφή, προηγήθηκαν οκτώ αναθεωρημένες γραφές. Το ποίημα ξεκινά από την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη και αποτελεί μια νέα περιπλάνηση του ανικανοποίητου ήρωα, που προσπαθεί να κατακτήσει την «πλέρια λευτεριά». Ο Καζαντζάκης θέλησε να γράψει το έπος του σύγχρονου ανθρώπου, γι' αυτό θεωρούσε την «Οδύσσεια» ως το σπουδαιότερο έργο του.
Το ίδιο διάστημα, πλήθος κειμένων του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες ή περιοδικά, ενώ γράφει στα γαλλικά το μυθιστόρημά του «Le Jardin des Rochers» («Ο Βραχόκηπος»), αντλώντας στοιχεία από τις πρόσφατες εμπειρίες του από την Άπω Ανατολή.
Κατά την περίοδο της κατοχής, ο Καζαντζάκης παρέμεινε στην Αίγινα και συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για τη μετάφραση της ομηρικής «Ιλιάδας». Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή. Διετέλεσε πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ ανέλαβε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνησης του Σοφούλη, από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίουτου 1946. Το Νοέμβριο του 1945 παντρεύεται την πιστή του σύντροφο Ελένη Σαμίου.
Το 1946, η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών πρότεινε τον Kαζαντζάκη μαζί με τον 
Σικελιανό για το Βραβείο Nόμπελ. Η υποψηφιότητά του, όμως, πολεμήθηκε από συντηρητικούς και αντιδραστικούς πολιτικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στην UNESCO, αναλαμβάνοντας ως αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε, τελικά, το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για το σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία δημιούργησε τις μεγάλες μυθιστορηματικές του συνθέσεις.
Το 1952 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι, ωστόσο τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει στην Αντίμπ, στην Ελλάδα η Ορθόδοξη Εκκλησία επιχειρούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα του «Kαπετάν Mιχάλη» (αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα για το Ηράκλειο της παιδικής του ηλικίας) και του «Τελευταίου Πειρασμού» (μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον Χριστό, που παλεύει μεταξύ της θείας και ανθρώπινης Φύσης του), που δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της Εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Τελικά, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.
Ο «Τελευταίος Πειρασμός» συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index, με τη φράση του χριστιανού απολογητού Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Στις αρχές του 1954 δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το μυθιστόρημά του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που ανακηρύχθηκε το καλύτερο ξένο βιβλίο εκείνης της χρονιάς. Το 1955 ανέλαβε μαζί με τον Κακριδή την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, με προσωπικά τους έξοδα, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο «Τελευταίος Πειρασμός». Τη χρονιά αυτή αρχίζει να γράφει στο Λουγκάνο της Ελβετίας το έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο», την πνευματική του αυτοβιογραφία.
Έπειτα από ένα δεύτερο ταξίδι στην Κίνα, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης, επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του και νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη και το Φράιμπουργκ. Πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957, σε ηλικία 74 ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, αλλά η Εκκλησία της Ελλάδας αρνήθηκε να την εκθέσει σε προσκύνημα. Η σορός του μεταφέρθηκε και εκτέθηκε στον μητροπολιτικό ναό του Ηρακλείου, χωρίς εκκλησιαστική τελετή. Οι συμπατριώτες του τον τίμησαν ιδιαιτέρως και τον έθαψαν σ' ένα προμαχώνα των βενετσιάνικων τειχών του Ηρακλείου. Στον τάφο του, χαράχθηκε η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος».











Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης





Η είσοδος του Βασιλιά Γεώργιου στη Θεσσαλονίκη

Από τις αρχές Οκτωβρίου του 1912 η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας ως συμμάχους τη Βουλγαρία και τη Σερβία (Α' Βαλκανικός Πόλεμος). Θέατρο των επιχειρήσεων, η περιοχή της Μακεδονίας.
Ο ελληνικός στρατός βάδιζε από νίκη σε νίκη στη Δυτική Μακεδονία. Όμως, από την αρχή των εχθροπραξιών σοβούσε σοβαρή διαφωνία μεταξύ του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού. «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής» του τηλεγραφεί επιτακτικά.
Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη μεσολάβηση του πατέρα του βασιλιά Γεωργίου Α' και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης. Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19 - 20 Οκτωβρίου), που είχε κάνει ευκολότερη την προέλαση του ελληνικού στρατού. Ο Χασάν Ταξίν Πασάς που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.
Στις 25 Οκτωβρίου οι απεσταλμένοι του ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να επιτραπεί στον Ταξίν να αποσυρθεί με το στρατό και τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού και να παραμείνει εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος, φυσικά, απέρριψε τον όρο του και του πρότεινε την παράδοση του στρατού του και τη μεταφορά του στη Μικρά Ασία με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης.
Ο Ταξίν Πασάς υπογράφει τα πρωτόκολλα παράδοσης της Θεσσαλονίκης.
Ο Οθωμανός αξιωματούχος δέχθηκε, τελικά, τους όρους του Κωνσταντίνου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς (ο κατοπινός δικτάτωρ και ο άνθρωπος του «ΟΧΙ») και Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.





Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, παραδίνονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 τούρκοι στρατιώτες και 1.000 αξιωματικοί. Στην κατοχή του ελληνικού στρατού περιέρχονταν όλος ο βαρύς και ελαφρύς οπλισμός του σχηματισμού (70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000 τυφέκια και πυρομαχικά). Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη δύο τάγματα ευζώνων και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη.
Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το μεσημέρι έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά. Την ίδια μέρα, κατέφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, όμως για τους γείτονες ήταν ήδη αργά. Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από διαπραγματεύσεις, επιτράπηκε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα με επικεφαλής τους βούλγαρους πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο. Επικράτησε, όμως, σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα, γεγονός που εκνεύρισε τον Βενιζέλο. Οι Βούλγαροι δήλωναν εμφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Ο σπόρος του Β' Βαλκανικού Πολέμου είχε ριχτεί.
Στις 29 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του βασιλιά Γεωργίου Α' να εισέλθει στην πόλη και να επισημοποιήσει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους έλληνες κατοίκους της, με απάθεια ανάμικτη με φόβο του από το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ οι Εβραίοι που ήταν η πολυπληθέστερη πληθυσμιακή ομάδα της πόλης δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους, καθώς προωθούσαν σχέδιο διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης.